Η συζήτηση για τον διαχωρισμό κράτους και εκκλησίας, με έναν τρόπο, βρίσκεται διαρκώς με αρνητικό πρόσημο στο προσκήνιο. Αν αφήσουμε στην άκρη είτε υπεραπλουστευτικές ερμηνείες που  εξετάζουν τη θρησκεία ως…

Κράτος και Εκκλησία, μια χαμένη ευκαιρία;

Η συζήτηση για τον διαχωρισμό κράτους και εκκλησίας, με έναν τρόπο, βρίσκεται διαρκώς με αρνητικό πρόσημο στο προσκήνιο. Αν αφήσουμε στην άκρη είτε υπεραπλουστευτικές ερμηνείες που  εξετάζουν τη θρησκεία ως απλά ένα αντιδραστικό στοιχείο που αντιμάχεται την πρόοδο και οφείλει να εξαλειφθεί από την κοινωνία, είτε διεκδικήσεις που απλώς περιορίζονται στο αίτημα της φορολόγησης της εκκλησιαστικής περιουσίας, τότε μήπως μένει ένα πάγιο αίτημα για μια ριζική μεταρρύθμιση και έναν πραγματικό διαχωρισμό κράτους – Εκκλησίας;

Η παράλογα μεγάλη αντίδραση της Εκκλησίας στο  ζήτημα της διευκόλυνσης της διαδικασίας για την απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών που έθεσε η κυβέρνηση, μας υπενθύμισε, με τον πλέον ηχηρό τρόπο, ότι η Εκκλησία είναι μια ιδιαίτερα συντηρητική οντότητα και πως όποιες αλλαγές είχαν γίνει με το πέρασμα από τον ακροδεξιό – λαϊκοδεξιό Χριστόδουλο στον μετριοπαθή (;) Ιερώνυμο ήταν μόνο επιφανειακές. Έτσι, είδαμε μια πρωτοφανή αήθη και σεξιστική επίθεση από τον  Αρχιεπίσκοπο προς το πρόσωπο της Υφυπουργού Παιδείας, Σίας Αναγνωστοπούλου, που αν μη τι άλλο εντυπωσίασε όσους πίστευαν ότι η Εκκλησία μέσω του Ιερώνυμου είχε καταφέρει να εκδημοκρατιστεί και να ξεπεράσει το συντηρητικό της εαυτό που πάντα τη συνόδευε. Ακόμη και αν απομονώσουμε ως κάτι το σπάνιο και ιδιόμορφο –κάτι που είναι ίσως αδύνατο– τα πύρινα και γεμάτα μίσος απέναντι σε κάθε τι διαφορετικό, κηρύγματα των Θεσσαλονίκης Άνθιμου και Πειραιώς Σεραφείμ, τους οποίους ερμηνεύουμε από γραφικές έως και φασίζουσες φιγούρες, μένει μια παρεμβατικότητα της Εκκλησίας σχεδόν σε κάθε πτυχή του επίσημου κράτους και του δημοσίου λόγου, μια παρεμβατικότητα αντιστρόφως ανάλογη της απήχησης που έχει πια η ίδια η θρησκεία στις ημέρες μας.

ieronimos-thriskeftika-anagnostopoulou

Οι λόγοι για τη μη επίλυση του ζητήματος είναι βαθύτατα πολιτικοί. Ουσιαστικά, έως τώρα, όχι μόνο δεν υπάρχει καμία κυβέρνηση που να έχει επιδείξει διάθεση και τόλμη να αναλάβει το πολιτικό κόστος και να προχωρήσει στο διαχωρισμό, αλλά δυστυχώς παρατηρείται σε πολλές περιπτώσεις ακόμα και πλήρης σύμπλευση κράτους – παρακράτους και εκκλησίας. Έτσι έχουμε ξεκάθαρη παρέμβαση του Ιερώνυμου υπέρ του «ΝΑΙ» στο δημοψήφισμα, παρέμβαση του Σεραφείμ υπέρ του συνδυασμού του Μώραλη στον Πειραιά,  καθώς και την σύμπραξη Χ.Α και Ν.Δ, καθ’ υπόδειξη της πρώτης, για τη σύλληψη του διαχειριστή της σατιρικής σελίδας «Γέροντας Παστίτσιος» ανασκάπτοντας ένα νόμο για τη βλασφημία από την μετεμφυλιακή δεκαετία του 1950. Όλα αυτά μόλις σε 2 χρόνια! Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο με την επιδερμική ανάλυση της παραπάνω κατάστασης, χωρίς διάθεση για ουσιαστική της αλλαγή ή και την επιλογή της σιωπηρής αποδοχής, πολλές φορές, από ένα κομμάτι της μεταρρυθμιστικής δεξιάς. Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί ο πανταχού παρών και τα πάντα γνωρίζων,  Τ. Θεοδωρόπουλος, που ξεχνά για λίγο κείμενα-εργαλεία που κοσμούν το ιδεολογικό οπλοστάσιο της μεταρρυθμιστικής δεξιάς –όπως αυτά  των Λοκ, Ντιντερό, Βολταίρου, Μπαίηλ– ενώ παράλληλα επικαλείται σε κάθε ευκαιρία το Διαφωτισμό που δεν περάσαμε ακόμα και το έλλειμα παιδείας.

Αν μη τι άλλο, όμως, τα πρώτα δείγματα γραφής που μας έδωσε ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά. Αναφέρομαι στα πρόσφατα περιστατικά της υποδοχής του «Αγίου Φωτός» με τιμές αρχηγού κράτους, καθώς και στην άφιξη και περιφορά των λείψανων της Αγίας Βαρβάρας στην Αθήνα. Στο ίδιο αρνητικό πλαίσιο εγγράφονται και κάθε είδους διαβεβαιώσεις που λαμβάνει ο Αρχιεπίσκοπος, για διατήρηση της κατάστασης ως έχει μέσω των συναντήσεών του ακόμα και με τον πρωθυπουργό. Όμως, αν κάποιος πει ότι η συγκυβέρνηση με τους λαϊκοδεξιούς ΑΝΕΛ είναι η βασική αιτία για τις παραπάνω κινήσεις τότε ας θυμηθεί την γελοία και επικίνδυνη δημόσια παρέμβαση του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Γ. Μιχελογιαννάκη, με μόνο θετικό στοιχείο εδώ την αξιοπρεπέστατη στάση που κράτησαν οι Ν. Φίλης και η Σ. Αναγνωστοπούλου.

Είναι προφανές ότι για  τόσο λεπτά ζητήματα, όπως αυτό του διαχωρισμού κράτους Εκκλησίας, απαιτούνται εξίσου λεπτές κινήσεις και ουσιαστικός διάλογος. Παρ’ όλα αυτά για την Αριστερά, ο διαχωρισμός αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία συγκρότησης της ταυτότητάς της και θα πρέπει να αποτελεί μια αδιαπραγμάτευτη θέση, χωρίς διάθεση για υπαναχωρήσεις και δεύτερες σκέψεις. Λόγω και του περιορισμένου χώρου που έχει η κυβέρνηση, δεδομένης της πραγματικότητας του τρίτου μνημονίου, ο διαχωρισμός Εκκλησίας – κράτους αποτελεί  ένα απόλυτα προνομιακό πεδίο όπου η Αριστερά μπορεί να αφήσει το διαφοροποιητικό της στίγμα στην κοινωνία.  Εξάλλου σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία, όπως αυτή που ζούμε, είναι ευθύνη και χρέος της Αριστεράς, στο όνομα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του σεβασμού στο διαφορετικό και της πραγματικής ανεξιθρησκείας, μια άμεση ρήξη με το κακό παρελθόν και ένας τάχιστος επανακαθορισμός της σχέσης κράτους – Εκκλησίας σε ένα πλαίσιο πολύ διαφορετικό από το σημερινό, ένα πλαίσιο ισονομίας που δεν θα διαχωρίζει τους πολίτες με βάση τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Δεν μπορώ να ξέρω πως θα καταλήξει τελικά η υπόθεση με την απαλλαγή από τα θρησκευτικά, και δε θέλω να μαντέψω, ο χρόνος και οι εξελίξεις θα το δείξουν. Με βεβαιότητα όμως θα πω ότι η πιθανή προσθήκη άλλης μιας αποτυχίας  στη μακρά λίστα με τις χαμένες ή και ημιτελείς ευκαιρίες, αυτή τη φορά θα πονέσει και θα στοιχίσει πολύ περισσότερο.

533328_158082894356724_1029460436_n