Μόνος, στην αίθουσα ανακρίσεων, στεκόταν όρθιος και τους περίμενε, παρότι υπήρχαν παντού άδειες καρέκλες, γύρω απ’το μεγάλο μαύρο τραπέζι. Ήταν οι ίδιοι που τον είχαν πετάξει στο κρατητήριο πιο πριν….

Mindtruck 6: Η Ανάκριση

Μόνος, στην αίθουσα ανακρίσεων, στεκόταν όρθιος και τους περίμενε, παρότι υπήρχαν παντού άδειες καρέκλες, γύρω απ’το μεγάλο μαύρο τραπέζι. Ήταν οι ίδιοι που τον είχαν πετάξει στο κρατητήριο πιο πριν. Το πνιγηρό φως της λάμπας που κρεμόταν λίγα εκατοστά πάνω απ΄το κεφάλι του, νόμιζε πως θα τον τύφλωνε, αν και θαμπό. Δεν άντεχε άλλο την αναμονή, αυτή τον σκότωνε όσο τίποτε. Δεν μπόρεσε ποτέ να υπολογίσει πόσες ώρες πέρασαν μέχρι να μπει κάποιος στο δωμάτιο. Δεν ήταν εμφανισιακά και η πιο ευχάριστη παρέα που θα περίμενε κανείς, ήταν όμως κάποιος, οποιοσδήποτε. Κοντός, με φαλάκρα, με κοιλιά που προεξείχε και κόντευε να σπάσει τα κουμπιά του πουκαμίσου, φορούσε ένα φθαρμένο φτηνό σακάκι. Το πρόσωπό του ήταν σκυθρωπό και πλησίασε με αργά και σταθερά βήματα. Αφού τον έβαλε να καθίσει, πρότεινε με μια κίνηση ένα τσιγάρο μέσα από ένα μισοσκισμένο πακέτο.

-«Ευχαριστώ, δεν καπνίζω.»

-«Ένα περισσότερο για μένα. Τα είπαμε και προηγουμένως για τα στοιχεία σου, απλά χρειάζομαι μια επιβεβαίωση και στο έγγραφο για να τελειώνουμε.»

-«Ναι, αυτός είμαι.»

Τον κοίταξε για λίγο επίμονα, περιμένοντας την αντίδρασή του, που δεν ήρθε ποτέ. «Ναι κι εγώ είμαι αυτός!» Του έδειξε με μια απότομη, κοφτή χειρονομία, το σημείο ανάμεσα στα πόδια του, χτυπώντας τα με δύναμη. «Πρέπει να υπογράψεις βλάκα, τί με κοιτάς σαν χάνος;»

-«Με συγχωρείτε, είμαι αγχωμένος βλέπετε. Δε γνωρίζω γιατί βρίσκομαι εδώ, κατηγορούμαι για κάτι;»

-«Γνωρίζεις και πολύ καλά μάλιστα. Μίλα με το καλό, γιατί δε θες να με δεις να αγριεύω. Λοιπόν, λέγε, τί έκανες εκείνη την ώρα;»

-«Ποιά ώρα, για ποιο πράγμα μου μιλάτε, ειλικρινά δεν καταλαβαίνω.»

Ο άλλος τράβηξε μια γερή τζούρα απ΄το τσιγάρο που μόλις άναψε και τον κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα διερευνητικά μέσα στα απορημένα του μάτια.

-«Τί έκανες την ώρα του συμβάντος;» Η φωνή του ήταν σταθερή.

-«Ποιανού συμβάντος;»

Αφού συνέχισε να τον κοιτά για λίγο διερευνητικά και να ρουφάει τζούρες απ΄το τσιγάρο του, έγειρε αργά το ρυτιδιασμένο του πρόσωπο προς το δικό του και με σιγανή φωνή του ψιθύρισε σχεδόν στο αυτί. «Την ώρα του φόνου.»

Στο άκουσμα της φράσης πετάχτηκε απότομα και ανασηκώθηκε έντρομος. Το χέρι από την άλλη πλευρά, λες και περίμενε αυτή την αντίδραση, τον έβαλε αμέσως στη θέση του.

-«Προφανώς είμαι άδικα ύποπτος για κάποιο φόνο, αλλά δε γνωρίζω τίποτα, πρέπει να με πιστέψετε.» Η φωνή του έτρεμε πιο πολύ απ’ ό,τι συνήθως.

Ο άλλος σηκώθηκε αργά και άρχισε να κόβει βόλτες πάνω κάτω στην αίθουσα σκεπτικός για λίγο. Τέλος αποκρίθηκε.

-«Ξέρεις, εδώ στο τμήμα έχω τη φήμη του ανυπόμονου» είπε με έναν ειρωνικό τόνο, ενώ  παράλληλα ξεκίνησε να βγάζει το σακάκι και να σηκώνει τα μανίκια του. «Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω γιατί οι συνάδελφοι προβαίνουν σε τέτοιους χαρακτηρισμούς προς το πρόσωπό μου. Νομίζω ότι με κατηγορούν άδικα» και τονίζοντας το «άδικα», του έριξε την πρώτη γερή γροθιά στο στομάχι. Έπειτα, τον σήκωσε όρθιο και άρχισε να τον γρονθοκοπεί ανελέητα στο ψαχνό για αρκετή ώρα. Στο ενδιάμεσο έβριζε και ούρλιαζε, μέχρι που λαχάνιασε απ΄την κούραση και αηδίασε απ΄το φρεσκοξεραμμένο αίμα στα χέρια του και απ΄το παραμορφωμένο πρόσωπο που αντίκριζε να κείτεται κατάχαμα. Με αργά και σταθερά βήματα, που αντηχούσαν σε όλο το δωμάτιο, άνοιξε την πόρτα και έφυγε.

Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, μπήκε μέσα ο επόμενος. Όμορφος, ψηλός, κομψός, φορούσε ένα ακριβό κοστούμι. Τον κοίταξε με συμπόνια λίγο πριν τον βοηθήσει να σηκωθεί απ΄το πάτωμα. Του χαμογέλασε και τον έβαλε να καθίσει κάνοντας γρήγορες, αλλά ταυτόχρονα προσεκτικές κινήσεις.

-«Μην ανησυχείτε, δεν είναι σοβαρά τα τραύματα. Αργότερα θα σας δει και η νοσοκόμα. Ο  συνάδελφός μου, θα καταλάβατε και εσείς πως είναι κάπως ευέξαπτος.»

Δεν κρατήθηκε.

-«Είναι τρελός ο άνθρωπος, ξεκίνησε να με χτυπάει χωρίς λόγο, ενώ του εξηγούσα πως είμαι αθώος.»

-«Ηρεμήστε, σας παρακαλώ, εγώ μπορώ να σας εγγυηθώ τώρα την ασφάλειά σας, μη φοβάστε. Το μόνο που θέλω να ζητήσω από εσάς είναι να συνεργαστείτε μαζί μου.» Όλη την ώρα του μιλούσε χαμογελώντας του και αυτό του έδινε, αν μη τι άλλο, ψυχολογική δύναμη. «Ακούστε, αυτό που θέλω να καταλάβετε είναι πως βρισκόμαστε εδώ πρώτα απ΄όλα για το δικό σας καλό. Θέλουμε να σας βοηθήσουμε, αρκεί να μας βοηθήσετε και εσείς με τη σειρά σας, με αυτά που έχετε να μας πείτε.»

-«Τί θέλετε να σας πω;»

-«Καταρχάς δεν είναι κάτι που θα θέλατε να παραγγείλετε; Έναν καφέ; Mήπως κάτι να φάτε;»

-«Όχι, πείτε μου τι θέλετε να σας πω;» Φώναξε.

-«Μα μη γίνεστε επιθετικός. Σας είπα, πρέπει να νιώσετε ασφαλής πρώτα απ΄όλα. Η αμοιβαία εμπιστοσύνη είναι απαραίτητη. Χωρίς αυτή, φοβάμαι πως δε μπορούμε να συνεργαστούμε.»

-«Μα τί μου λέτε; Θα μου πει επιτέλους κάποιος γιατί βρίσκομαι εδώ; Γιατί με κρατάτε χωρίς τη θέλησή μου; Θέλω να φύγω. Ούτε να φάω, ούτε να πιω τίποτα, μόνο να φύγω.»

-«Όπως μπορώ να διακρίνω, έχετε ένταση και θυμό μέσα σας και έτσι δε μπορώ να σας βοηθήσω.»

-«Δε θέλω τη βοήθειά σας, μόνο να φύγω θέλω, να είμαι ελεύθερος.»

-«Φοβάμαι πως κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό. Όσο βρίσκεστε σ΄αυτήν τη διαταραγμένη ψυχολογικά κατάσταση, πρέπει να μείνετε εδώ για το δικό σας καλό. Αυτό είναι το πιο σημαντικό που πρέπει να καταλάβετε. Με συγχωρείτε τώρα, αλλά εφόσον δε με βοηθάτε, δεν έχει νόημα να βρίσκομαι άλλο εδώ» και χωρίς καμιά άλλη εξήγηση και με τον άλλο αποσβολωμένο, έφυγε με γρήγορες και κοφτές κινήσεις, όπως ακριβώς ήρθε.

Έμεινε πάλι μόνος, μόνος για ώρες. Ώρες αμέτρητες, αιώνες ίσως, δεν είχε σημασία, ο χρόνος δε μετρούσε τώρα γι΄αυτόν. Μόνο ο χώρος υπήρχε, ο χώρος γύρω του, ο ίδιος αποπνικτικός χώρος που τον έζωνε γύρω απ΄το λαιμό σαν θηλιά. Μόνο ένα πράγμα ζητούσε. Να μπει κάποιος ξανά σ΄αυτό το δωμάτιο. Δε θυμόταν ποιοι τον είχαν φέρει εδώ. Είχε συνεχώς τα μάτια καρφωμένα στο πόμολο. Ζούσε για τη στιγμή που κάποιος θα ξαναέμπαινε απ΄αυτήν την πόρτα. Δεν τόλμησε ποτέ να δοκιμάσει να την ανοίξει.