Αναζητώντας τις ρίζες Το τελευταίο διάστημα γίνεται πολύς λόγος για το περίφημο «ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς» και για το πόσο εύκολα αυτό απωλέσθηκε ή ενίοτε απομυθοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της επτάμηνης…

Από το «ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς» στην «Αριστερή Ηθική»

6UIjb6k

Αναζητώντας τις ρίζες

Το τελευταίο διάστημα γίνεται πολύς λόγος για το περίφημο «ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς» και για το πόσο εύκολα αυτό απωλέσθηκε ή ενίοτε απομυθοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της επτάμηνης διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ενώ συνεχίζεται, αν δεν εντείνεται και μετεκλογικά. Πρόκειται για μια έννοια, η οποία επαναλαμβάνεται διαχρονικά σε όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα και οι ρίζες της μπορεί να προέρχονται από την ταπεινωτική για την Αριστερά «Συμφωνία της Βάρκιζας» και την ανεκπλήρωτη νίκη της στον Εμφύλιο, μέχρι τα βασανιστήρια, τα πιστοποιητικά πολιτικών φρονημάτων και τις διώξεις που υπέστησαν έως το τέλος της Χούντας οι υπερασπιστές της, αλλά και τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, με την καθοριστική συμβολή τους στην αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Οπωσδήποτε, όμως, η εν λόγω έννοια συνδέεται με τη μη συμμετοχή ενός αριστερού κόμματος στην εξουσία μέχρι πρότινος, τουλάχιστον σαν κυβερνητικός κορμός και υπεύθυνο για τη λήψη των αποφάσεων που «μας έφτασαν μέχρι εδώ», σε συνδυασμό με την κριτική αντίθεση του συνόλου της Αριστεράς σε αυτές τις αποφάσεις, που αργότερα αναγνωρίστηκαν ως εσφαλμένες από το μεγαλύτερο τμήμα των πολιτικών της αντιπάλων.

D0bQWI7

Η ανάδειξη μιας έννοιας

Ωστόσο, για να επανέλθουμε στο σήμερα, με μια σύντομη αναδρομή, η χρήση του «ηθικού πλεονεκτήματος», όχι τόσο του όρου αυτολεξεί, όσο του περιεχομένου του, παρατηρείται πως αυξάνεται σταδιακά από τον ΣΥΡΙΖΑ με την άνοδο των ποσοστών του και το ταυτόχρονο αίτημά του για την κατάληψη της εξουσίας, σε συνδυασμό με την πεποίθηση πως μπορεί να εκπροσωπήσει την Αριστερά στο σύνολό της. Αυτό εν τέλει συμπυκνώνεται στο παράδειγμα της catch phrase «πρώτη φορά Αριστερά», η οποία προελαύνει σε όλη την προεκλογική περίοδο του Ιανουαρίου του 2015, μέχρι και τις νικηφόρες εκλογές. Αντίθετα, στο αντίπαλο στρατόπεδο της Ν.Δ., την ίδια περίοδο, λίγες αναφορές γίνονται, κυρίως με προσπάθειες να αποδομηθεί αυτό το επιχείρημα με ισχυρισμούς του τύπου «προφανώς υπάρχει λόγος που η Αριστερά δεν κυβέρνησε, καθώς ήταν ανίκανη» ή συνδέοντάς το με την «Πνευματική Ηγεμονία της Αριστεράς» η οποία ευθύνεται για την «κατάντια αυτού του τόπου» και άρα εντοπίζονται και σε αυτήν ευθύνες, ισχυρισμοί οι οποίοι φυσικά σε ένα βαθμό αλληλοαναιρούνται. Εντύπωση προκαλεί πως μετά την πρώτη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και μέσα στο περίφημο διάστημα των επτά μηνών, οι ρόλοι κατά κάποιον τρόπο αντιστρέφονται, με τη Ν.Δ., ως αντιπολίτευση πια, να φέρνει στο προσκήνιο με κάθε ευκαιρία  τον όρο με αρνητικό πρόσημο, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ αδιαμφισβήτητα απέτυχε σε ό,τι προεκλογικά είχε εξαγγείλει περί της διαπραγμάτευσης και αυτό για την ίδια υποδήλωνε την απάτη ενός καταστροφικού ιδεολογήματος, το οποίο στην πράξη αποκαλύφθηκε πως δεν είχε βάση. Δεν ήταν λίγες δε οι φορές που για τους παραπάνω λόγους το «ηθικό πλεονέκτημα» κατάντησε να γίνεται αντικείμενο χλεύης. Απ’ την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ απαντούσε πως αυτό δεν είχε χαθεί ακόμα και προέτασσε τη λογική του «ΤΙΝΑ» για την υπογραφή του τρίτου Μνημονίου. Στην αντίθεση σ’αυτή τη λογική μεγάλου μέρους στελεχών και βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να συνοψιστεί και ο λόγος που αυτοί αποχώρησαν, με αποτέλεσμα τις εκλογές του Σεπτέμβρη και τη δημιουργία της ΛΑΕ. Κάπως έτσι πέρασε και όλο το υπόλοιπο διάστημα μέχρι και τις τελευταίες εκλογές, με την εικόνα στο πολιτικό πεδίο, αναφορικά με το ζήτημα, να έχει ως εξής:  όσα κόμματα βρίσκονται εκ δεξιών του ΣΥΡΙΖΑ (πλην των ΑΝΕΛ, οι οποίοι για προφανείς λόγους δεν συμμετείχαν σ΄αυτή τη συζήτηση) να το παρουσιάζουν σαν μύθο που καταρρίφθηκε, τα κόμματα που βρίσκονται εξ’ αριστερών του ΣΥΡΙΖΑ να θεωρούν ότι αυτά ξεχωριστά είναι που φέρουν το «ηθικό πλεονέκτημα» και ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν ποτέ ή (στην περίπτωση ΛΑΕ) δεν είναι πια Αριστερά – και ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ, σταθερός στη θέση του, να προσπαθεί να περισώσει ό,τι έχει απομείνει. Όμως εντέλει τι απ’ όλα τα παραπάνω ισχύει;

Shjg2mF

Η ασκούμενη κριτική για την απόδειξη της απομυθοποίησης

Σίγουρα, με αφορμή τα όσα αναφέραμε, μεγάλο ενδιαφέρον θα παρουσίαζε μια σε βάθος μελέτη της έννοιας που εξετάζουμε με τις εννοιολογικες, ιστορικές και κοινωνικοπολιτικές παραμέτρους της και την εξαγωγή επιστημονικών συμπερασμάτων. Παρόλα αυτά, στο συγκεκριμένο άρθρο είναι περισσότερο σκόπιμο αυτή να αναλυθεί με βάση τα τρέχοντα πολιτικά δεδομένα και να επανεξεταστεί η ουσία της, ώστε να προσδιοριστεί το «δια ταύτα» της πολιτικής πρακτικής που θα πρέπει να ακολουθηθεί στο μέλλον. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο χρειάζεται ίσως να εστιάσουμε ειδικότερα στην κριτική που έχει ασκηθεί στην κυβέρνηση, για την οποία έγινε λόγος και παραπάνω, πάντα έχοντας ως εφαλτήριο την κατάρρευση του «ηθικού πλεονεκτήματος της Αριστεράς». Συγκεκριμένα, η κριτική αυτή εντοπίζεται γύρω από τρεις κυρίως άξονες, οι οποίοι και προσπαθούν να την επικυρώσουν. Ο πρώτος και μάλλον βασικότερος επιμένει στην καταπάτηση και παραβίαση όλων των υποσχέσεων που είχαν δοθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ προς το λαό πριν ανέλθει στην εξουσία και αντ’ αυτών την παράδοση ενός τρίτου, επαχθέστερου και κατά βάση νεοφιλελεύθερου μνημονίου που καλείται να εφαρμόσει και το οποίο υποτίθεται πως είναι αντίθετο στην ιδεολογία του. Ο δεύτερος απευθύνεται στο ιδιαίτερα προβεβλημένο ζήτημα της διαφθοράς, η οποία δεν άφησε ανέπαφο τον ΣΥΡΙΖΑ, που ενώ διακήρυσσε την αντιμετώπισή της και τη μετωπική σύγκρουση με τα συμφέροντα, βρέθηκε να καλείται να δίνει απαντήσεις σε κατηγορίες πάσης φύσεως που αφορούσαν στελέχη του. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις, αυτή της ανάθεσης δημοσίου έργου σε εταιρία στην οποία ανήκε ο Φλαμπουράρης, εκείνη της υπογραφής ιδιωτικών συμφωνητικών από απολυμένους του δημοσίου με τον Κατρούγκαλο, η ανάληψη μεγάλου χρηματικού ποσού από την τράπεζα, πριν τα capital controls, από τη μητέρα της Βαλαβάνη (όταν αυτή ακόμα ανήκε στον ΣΥΡΙΖΑ), αυτή για φοροδιαφυγή του Μητρόπουλου και του Σταθάκη αλλά και πολλες άλλες (βλ. Χαϊκαλης, Κορωνάκης κ.λπ.).

Τέλος, ο τρίτος άξονας της κριτικής αυτής περιέχει  πιο γενικά και αφηρημένα στοιχεία που εφάπτονται με το ζήτημα της πολιτικής τακτικής που επιλέγει μια κυβέρνηση στην άσκηση εξουσίας και έχουν να κάνουν με το καθαρά θεωρητικό σκέλος της πολιτικής ηθικής. Πολλές φορές κατά καιρούς, σκόπιμα αφήνονται υπονοούμενα στο αν κάποιες κυβερνητικές επιλογές συμβαδίζουν με την ηθική γενικότερα και ειδικότερα με αυτήν της Αριστεράς. Τέτοιες επικρίσεις γίνονται επί παραδείγματι κατ΄αρχάς για το ζήτημα της συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ως πάντρεμα δύο εκ διαμέτρου αντίθετων ιδεολογικά κομμάτων που συνεργάστηκαν με μόνο στόχο να καταλάβουν την εξουσία, ενώ εξ’ ορισμού δεν μπορούν να συνυπάρξουν και γι΄αυτό αργά ή γρήγορα θα οδηγηθούν στη σύγκρουση και κατ’ επέκταση στην καταστροφή της χώρας. Οι επιλογές προσώπων σε συγκεκριμένες θέσεις και ο αρνητικός αντίκτυπος που αυτά έχουν ανά περίπτωση, είναι ακόμη δείγματα αυτού του είδους κριτικής, που ουσιαστικά οδήγησε και σε στοχοποίηση. Τέτοιες μπορεί να θεωρηθούν αυτή της Κωνσταντοπούλου, του Βαρουφάκη, του Πάνου Καμμένου, της Χριστοδουλοπούλου του Δημήτρη Καμμένου, του Φίλη και της Φωτίου, είτε λόγω καθαρά της θέσης που κατείχαν, είτε λόγω του ίδιου του προσώπου, ως προβληματικού. Όμως διακριτές των ανωτέρω λεγομένων είναι και οι αναφορές σε καθαρά τακτικές κινήσεις της κυβέρνησης. Χαρακτηριστικότερη εκείνη του τρόπου διαχείρισης όσων στελεχών διαφώνησαν με την επιλογή της συμφωνίας για το τρίτο μνημόνιο, με την αποπομπή τους δια της πλαγίας οδού, μέσω της αναγκαίας προσφυγής στις κάλπες. Αυτή ταυτόχρονα εξυπηρέτησε με την ταχύρρυθμη διαδικασία της, τη χρονικά αδύνατη συσπείρωση του κόμματος της ΛΑΕ, που εν τέλει δεν κατάφερε καν να μπει στη Βουλή και τη συγκράτηση δυνάμεων στον ΣΥΡΙΖΑ πριν την εφαρμογή των επικείμενων δυσβάσταχτων μέτρων. Όλα συνοψίζονται στο χαρακτηρισμό του Τσίπρα απ’τον Μεϊμαράκη ως «ψευτράκο» και «πονηρούλη».

LGiDgtF

Ένας αναγκαίος αντίλογος

Ο αντίλογος σε κάθε έναν από τους τρεις άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η κριτική για το «ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς», όπως αυτή αναλύθηκε, μπορεί σε ένα βαθμό να εξηγήσει το εκλογικό αποτέλεσμα του περασμένου μήνα που έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ νικητή με μια σχετική άνεση. Έτσι, σχετικά με την υπογραφή ενός νέου, πιθανότατα βαρύτερου μνημονίου, ο ΣΥΡΙΖΑ, παρότι επικύρωσε ό,τι μέχρι τότε αποτελούσε για τον ίδιο εξόντωση και εξαθλίωση του λαού, κατάφερε να πείσει πως κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε μια συμφωνία να επιτευχθεί, αν όχι στην αντίθετη κατεύθυνση, σε μια πιο ευνοϊκή για τις ασθενέστερες οικονομικά κοινωνικές ομάδες, κάτι που δεν είχαν προσπαθήσει με τον ίδιο ζήλο οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Φυσικά, η τεράστια διαφορά στο συσχετισμό των δυνάμεων σε διεθνές και ευρωπαϊκο επίπεδο τον διέψευσε περίτρανα και λειτούργησε κατά του και κατ’ επέκταση κατά της χώρας, όμως το γεγονός πως δαπανήθηκε τόσος κόπος και κυρίως χρόνος για την επίτευξη της συμφωνίας, μάλλον συνηγορεί υπέρ του γεγονότος πως πρόκειται περισσότερο για ανικανότητα της Κυβέρνησης να αντιληφθεί την πραγματικότητα αυτή από νωρίς, παρά για σκόπιμη υφαρπαγή ψήφου, με επίγνωση της κατάστασης και με ψεύτικες υποσχέσεις, ώστε να γίνει μια τακτική υποχώρηση και να επιτευχθεί από νωρίς μια συμφωνία.

Εδώ λογικά κάποιος θα έρθει και θα πει πως πρακτικά η δεύτερη υπόθεση θα ήταν πιο θεμιτή, καθώς εκ του αποτελέσματος θα εξοικονομούνταν τόσο χρόνος, όσο και χρήμα που θα έδιναν ανάσες στη οικονομία και η ζημία θα ήταν ένα πιο υποφερτό ή στη χειρότερη ίδιο μνημόνιο. Η διαφορά είναι όμως πως η ίδια η ήδη πληγείσα ελληνική κοινωνία επέβαλε αυτόν τον αγώνα της μακρόχρονης και σκληρής διαπραγμάτευσης, με κάθε κόστος, όπως είχε τονιστεί και προεκλογικά. Κάτι τέτοιο δικαιολογείται πρώτα απ’ όλα από την ανάκτηση της χαμένης αξιοπρέπειάς της και την ηθική της ανύψωση, μια ηθική άρρηκτα συνδεδεμένη με την Αριστερά, που μοναδικό της κριτήριο δεν είναι το οικονομικό όφελος, οποιοδήποτε και αν είναι αυτό, αλλά στην οποία δεσπόζουν οι αξίες της Δικαιοσύνης και της Αλληλεγγύης. Αυτές τις αξίες πολύ καθυστερημένα και οδυνηρά συνειδητοποίησε η ελληνική κυβέρνηση πως η Ε.Ε. και το κράτος που την κατευθύνει, η Γερμανία δηλαδή, τις έχει απωλέσει από καιρό και γι΄αυτό άλλωστε και απέτυχε στις επιδιώξεις της. Η απόφαση του Δημοψηφίσματος ήταν βαθιά δημοκρατική, σύμφωνη με τις αριστερές ιδέες, που απαιτούν νομιμοποίηση από το λαό επί μιας κρίσιμης για τη σύγχρονη ελληνική ιστορία συμφωνίας. Πλην όμως ήταν και μια απόφαση που πάρθηκε εξαιρετικά αργά, όταν πια είχε λήξει η προθεσμία για την επίτευξη συμφωνίας και η χρηματοδότηση βρισκόταν στον αέρα, υπό το καθεστώς των capital controls. Ακόμη και έτσι, κρίθηκε αναγκαία ως διαπραγματευτικό χαρτί, αφού μόνο έτσι έγινε δυνατό να διαφανεί σε όλη την οικουμένη πως η Ε.Ε., τελείως πραξικοπηματικά, αδιαφορώντας για την απόφαση ενός ολόκληρου λαού, τον αντιμετώπισε σαν μια προβληματική επιχείρηση και υπό τον εκβιασμό μιας επικείμενης χρεοκοπίας, που θα συνεπαγόταν και έξοδο από την Ευρωζώνη, επέβαλε τους δικούς της, ακόμα πιο υποτιμητικούς όρους συνέχισης της λιτότητας. Ενδεικτικό είναι πως η φράση «this is a coup» έγινε κάτι παραπάνω από viral στα διεθνή κοινωνικά μέσα δικτύωσης. Αργότερα η ελληνική κυβέρνηση, αναγνωρίζοντας όλα τα λάθη και τις παραλείψεις της, πρόβαλε έντονα πως δεν είχε άλλη εναλλακτική επιλογή από το συμβιβασμό και την υπογραφή ενός ακόμα μνημονίου (ΤΙΝΑ). Υπό αυτό το πρίσμα, πράγματι, μια αδιάλλακτη και ανυποχώρητη στάση της κυβέρνησης, όπως την επιθυμούσαν μέλη της, τα περισσότερα από τα οποία μελλοντικά στελέχωσαν τη ΛΑΕ, αναπόφευκτα θα οδηγούσε σε άτακτη χρεοκοπία, έξοδο από το ευρώ χωρίς στήριξη και θα έπληττε κυρίως τα λαϊκά στρώματα, κάτι το οποίο μόνο μια αριστερή επιλογή δεν θα μπορούσε να είναι. Την ίδια ώρα, καμιά απ΄ αυτές τις φωνές που μέσα στο κόμμα διαφωνούσαν με την κυβερνητική επιλογή δεν μπορούσε να προτάξει ένα ολοκληρωμένο και συγκεκριμένο πρόγραμμα που θα διασφάλιζε μια καλύτερη μοίρα για αυτό το τμήμα του πληθυσμού. Αναφορικά τώρα με το θέμα της διαφθοράς, οι κατηγορίες που προαναφέρθηκαν και στράφηκαν κατά μεμονωμένων στελεχών της Κυβέρνησης μέσω ρεπορτάζ και δημοσιευμάτων, σίγουρα δημιούργησαν ένα αρνητικό κλίμα προς τα πρόσωπά τους, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Ο βαθμός αυτός κρίθηκε ανάλογα με την εγκυρότητα των στοιχείων που προβλήθηκαν, τα οποία σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να μην αποδείκνυαν τίποτα το μεμπτό και σε άλλες να έχριζαν περαιτέρω διερεύνησης, με αποτέλεσμα να απομακρύνονται άτομα γύρω από τα οποία υπήρχαν σκιές, κυρίως μη βάζοντας υποψηφιότητα στις τελευταίες εκλογές (βλ. Μητρόπουλος, Χαϊκάλης).

Σε κάθε περίπτωση, καμία απ’ τις κατηγορίες αυτές δεν πήρε χαρακτήρα σκανδάλου, όπως είχαμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια από προηγούμενες κυβερνήσεις, κάτι το οποίο έδινε το προβάδισμα της εμπιστοσύνης ακόμα στον ΣΥΡΙΖΑ και στο οποίο «πάτησε» εμφανώς με κάθε πιθανό τρόπο στις εκλογές του Σεπτέμβρη. Πάντως θα ήταν επιβεβλημένη και μια διασαφήνιση από μέρους της Κυβέρνησης πως έμπρακτα στέκεται αντίθετη σε μια λογική «ό,τι είναι νόμιμο, είναι και ηθικό», όπως παρουσιάστηκε στο παρελθόν, κάτι το οποίο υπαγορεύουν ξεκάθαρα οι αριστερές ιδέες και αξίες. Στο ζήτημα, τέλος, που σχετίζεται με τις επιλογές τακτικής του ΣΥΡΙΖΑ με σκοπό την κατάληψη και διαχείριση της εξουσίας, σε ένα πρώτο στάδιο, η απεμπλοκή από τον κομματικό απομονωτισμό που χαρακτήριζε την Αριστερά μέχρι πρότινος (βλ. ΚΚΕ διαχρονικά) και το άνοιγμα στην κοινωνία με μια ρητορική που ζητούσε ξεκάθαρα τον πρωταγωνιστικό ρόλο του λαού στις εξελίξεις και την Αριστερά στην Κυβέρνηση με κάθε δημοκρατικά δυνατό τρόπο κρίνεται ως εξαιρετικά επιτυχημένη. Από εκεί και πέρα πρέπει να αναγνωριστεί πως το παιχνίδι με το λαϊκισμό και η υπερβολή δεν αποφεύχθηκε ανά διαστήματα (ζουρνάδες και νταούλια) και το γεγονός πως κάτι τέτοιο τυγχάνει μεγάλης αποδοχής στην κοινωνία θα πρέπει να μας προβληματίζει όλους μας για την ουσία και τη σημασία του πολιτικού λόγου. Η συνεργασία με τους ΑΝΕΛ για τη συγκρότηση κυβέρνησης, μπορεί να ήταν ένα μεγάλο ρίσκο στο πλαίσιο του ιδεολογικού χάσματος, όμως δικαιώθηκε με το πρόταγμα της άμεσης ανταπόκρισης στις αγωνίες των πολιτών έναντι της μάταιης ιδεολογικής καθαρότητας και μάλιστα όταν αυτό το κόμμα δεν κράτησε κάποια αντίθετη στάση στα θέματα της οικονομίας που είναι και μείζονος σημασίας τη δεδομένη περίοδο. Επιπλέον, οι συντηρητικές του απόψεις δεν αποτέλεσαν κυβερνητική πρακτική, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν μπορεί να προβληματίσει κάτι τέτοιο μελλοντικά. Οι στρατηγικές επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ φάνηκε να πείθουν τουλάχιστον πως αντιμετώπισαν την εξουσία περισσότερο ως μέσο για την εξυπηρέτηση των αναγκών του λαού και λιγότερο ως αυτοσκοπό. Είναι αυτονόητο πως η εξουσία σε μεγάλο βαθμό απαιτεί πολιτική ευελιξία, σύμφωνη με τις απαιτήσεις των συγκυριών, όμως τακτικισμοί και μικροκομματικές κινήσεις θα πρέπει να παραμερίζονται. Μακιαβελικές προσλήψεις και θεωρήσεις της πραγματικότητας από μέρους της κυβέρνησης, μόνο σε μια φαύλη λογική μπορεί να καταλήξουν, χάνοντας την πραγματική ιδεολογική στόχευση της Αριστεράς.

Η πρόκληση μιας «Αριστερής Ηθικής»

Όλες οι προαναφερθείσες διαπιστώσεις, όπως εκτέθηκαν, μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως το λεγόμενο «ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς» έχει μέσα σε λίγους μήνες -και την ώρα που γράφεται αυτό το κείμενο- μετασχηματιστεί και αποκτήσει μια τελείως διαφορετική σύσταση και ερμηνεία σαν έννοια, καθώς δεν επικυρώνεται πλέον μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Αποκλειστικά υπεύθυνος για το αποτέλεσμα αυτό είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και οι πολιτικές του, όπως και αν αυτές κρίνονται. Ωστόσο, όπως και προηγούμενα  επισημάνθηκε, λιγότερο ενδιαφέρει ο στοχασμός πάνω στο κατά πόσο αυτή η έννοια έχει πια ή είχε ποτέ νόημα, ενώ η ίδια η πραγματικότητα προτάσσει την αναγκαιότητα μιας μετάβασης σε μια περίοδο όπου ο κάθε όρος αποκτά νέα σημασία. Το «πλεονέκτημα» είναι τώρα το γεγονός πως ο ΣΥΡΙΖΑ ξαναέχει την εξουσία στα χέρια του και την απόλυτη λαϊκή νομιμοποίηση, (τρεις φορές μέσα σε εννέα μήνες), αλλά και μια τελευταία ευκαιρία να αποδείξει πως ακόμη κυβερνά στο όνομα της Αριστεράς και των λαϊκών συμφερόντων. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, σημαίνει πως θα πρέπει να αναδείξει ή καλύτερα να ανακαλύψει μια ξεχασμένη «αριστερή ηθική»  μέσα σε μια αχαλίνωτα καπιταλιστική παγκοσμιότητα και μια νεοφιλελεύθερη Ευρώπη, που δεν αφήνουν περιθώρια άσκησης μιας εναλλακτικής πολιτικής, έστω και πιο κοινωνιοκεντρικής προσέγγισης και να τη χρησιμοποιήσει σαν μια καινούρια έννοια με την οποία θα χαράξει την πορεία του στο μέλλον για την πολυπόθητη «σωτηρία» της χώρας. Κάτι τέτοιο μόνο εύκολο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, με τις πιθανότητες να στρέφονται συντριπτικά κατά του, αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές.

Ο ρόλος της Αριστεράς όμως, αν θέλει να θεωρείται ως τέτοια, δεν είναι αυτός; Να ελπίζει και να προσπαθεί μέχρι το τέλος, να μάχεται για τις διεκδικήσεις της, δίνοντας έντιμους αγώνες, ώστε να πετύχει το καλύτερο για τους πιο αδύναμους και αδικημένους; Επανερχόμενος στο θέμα μας, για να προσδιορίσει ο ΣΥΡΙΖΑ μια «αριστερή ηθική» στον τρόπο που κυβερνά, θα πρέπει να επικεντρωθεί περισσότερο στη σύνδεσή του με τα κινήματα, όπως το έκανε στο παρελθόν, να βρίσκεται κοντά σε όσους διαδηλώνουν, καταγγέλλουν ή καταλαμβάνουν χώρους με δίκαια αιτήματα και αριστερό ιδεολογικό πρόσημο, ειδικότερα στο αντιφασιστικό μέτωπο, με τη Χρυσή Αυγή να παραμονεύει. Οι σκληροί όροι του Μνημονίου δε, μέσα στο επόμενο διάστημα, αναμένεται να στρέψουν και μεγάλο μέρος των πολιτών, οργανωμένα ή και όχι, κατά της ίδιας της Κυβέρνησης. Θεωρώ αυτονόητο πως η καταστολή πρέπει να θεωρείται σε αυτές τις περιπτώσεις απαγορευτική σαν τακτική. Προφανώς και η διακυβέρνηση ενός κράτους δε γίνεται απ΄τους δρόμους, όμως η καθιέρωση του ΣΥΡΙΖΑ, δε θα πρέπει να τον απομακρύνει απ΄τη ριζοσπαστική του ταυτότητα, όπως αυτή διαμορφώθηκε στο πρόσφατο παρελθόν. Η παρουσία των ηγετικών στελεχών του κοντά σε οργανωμένους φορείς και κινήματα πρέπει να καταστεί επιβεβλημένη, παραμένοντας έτσι αλληλεξαρτώμενος με την κοινωνική του βάση, με την οποία σε διαφορετική περίπτωση μελλοντικά θα κινδυνεύσει να διαρρηχθεί η σχέση τους. Επιπλέον, στα καθαρά οικονομικά ζητήματα, σταθερή επιδίωξη του ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να αποτελεί η στόχευση σε μέτρα με ταξικό προσανατολισμό, με την έννοια πως δε θα επιβαρυνθούν φορολογικά π.χ. το ίδιο όλες οι οικογένειες, ώστε να μη διαταραχθεί καθόλου η κοινωνική διαστρωμάτωση. Με μια δίκαιη κατανομή των βαρών, θα πρέπει να συνεισφέρουν στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό οι «έχοντες» στο πλαίσιο των λεγόμενων «ισοδύναμων» που πρέπει να βρεθούν, όπου δεν προβλέπονται συγκεκριμένες ρυθμίσεις του Μνημονίου και δε χωρά η εποπτεία. Γενικότερα η στρατηγική που φαίνεται πως θέλει να ακολουθήσει η κυβέρνηση βασίζεται σε μια κεϋνσιανικού τύπου τεχνική αντιμετώπιση της οικονομίας, κάτι που επιβάλλουν οι συνθήκες λειτουργίας της παγκόσμιας αγοράς σαν μικρότερο κακό γι’αυτήν. Ταυτόχρονα όμως θα πρέπει μια τέτοια σοσιαλδημοκρατική τακτική να εργαλειοποιείται και όχι να αφομοιώνεται στον ιδεολογικό πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ. Θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί  σαν όχημα που στο χρόνο της μετάβασής του, το προσεχές διάστημα, θα συντηρήσει τις λαϊκές δυνάμεις -οι οποίες έχουν στερέψει- και θα έχει ως τελικό προορισμό ένα πεδίο όπου ο Σοσιαλισμός θα μπορεί, έχοντας προλάβει στο μεταξύ να ανασυνταχθεί, να αναμετρηθεί με το «τέρας». Σαφώς όλα θα εξαρτηθούν απόλυτα από τις εξελίξεις σε ευρωπαϊκο επίπεδο και το ρόλο που θα παίξει η ευρωπαϊκη Αριστερά σ’ αυτές. Ο βαθμός επιτυχίας ή αποτυχίας, απ’ τη μία του ΣΥΡΙΖΑ (ως το μόνο αριστερό κόμμα που κυβερνά στην Ευρώπη) στην αντιμετώπιση της κρίσης και απ’ την άλλη των αντίστοιχων αριστερών κομμάτων της Ευρώπης στην απήχηση που θα συναντήσουν στους λαούς τους, θα παίξει ρόλο τόσο στη διαμόρφωση της ταυτότητάς τους, όσο και στη διαμόρφωση των στρατηγικών επιλογών που θα ακολουθήσουν. Αυτή η περιγραφόμενη σχέση αλληλεξάρτησης θα είναι που θα καθορίσει και τον συσχετισμό των δυνάμεων και των ενδεχόμενων συμμαχιών στην Ε.Ε. Πάντως, η διατήρηση του λόγου και του πνεύματος της Αριστεράς μέσα στην Ευρώπη μπορεί κανείς να πει πως συντέλεσε στις θετικές αποφάσεις της επί των προσφυγικών ροών. Συγκεκριμένα η απόφαση της Γερμανίας να ανοίξει τα σύνορά της σε αυτούς τους ταλαιπωρημένους ανθρώπους αποτέλεσε μια ευχάριστη έκπληξη για όλο τον προοδευτικό κόσμο και μια νίκη ενάντια στον συντηρητισμό και τον εθνικισμό, δείχνοντας έτσι ένα κοινωνικό της πρόσωπο, στο οποίο -η αλήθεια είναι- δεν μας είχε συνηθίσει.

Φυσικά, μια τέτοια απόφαση εξυπηρετεί σε βάθος και μια νεοφιλελεύθερη Αρχή, που είναι η ανάγκη από ανασφάλιστη εργασία, με φθηνά εργατικά χέρια, ενώ σε καμιά περίπτωση δεν εξισώνεται το δράμα της Συρίας με την ελληνική κρίση. Όμως, δεν μπορεί να παραβλεφθεί το γεγονός πως σε μια διαφαινόμενη πανευρωπαϊκή καπιταλιστική κρίση υπάρχουν ακόμα ελπίδες ο ΣΥΡΙΖΑ να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία να πετύχει ρωγμές και να καταδείξει την τάση για μια αναγκαία αριστερή στροφή. Ακολουθώντας σε μεγάλο βαθμό αυτές τις προτάσεις, θα κατάφερνε και να διαφοροποιηθεί αρκετά από πολιτικές που ακολούθησε το ΠΑΣΟΚ στις αρχές του ΄80 και έπειτα, την ομοιότητα με το οποίο του προσάπτουν, κυρίως λόγω της αντιστοιχίας του επικοινωνιακού χαρίσματος των δύο ηγετών των κομμάτων. Η ειδοποιός διαφορά ωστόσο του ΣΥΡΙΖΑ με εκείνο το ΠΑΣΟΚ και η αποφυγή μιας ενδεχόμενης «πασοκοποίησής» του θα πρέπει να είναι ο συνεχής πόλεμος στη διαφθορά και τη διαπλοκή, η διαφάνεια σε όλες τις διαδικασίες και η προσπάθεια αποδόμησης και ανακατάληψης ενός κρατικού μηχανισμού ρουσφετιών. Επίσης, τραγικοί χειρισμοί στο πρόσφατο παρελθόν, που άπτονται αποκλειστικά της Κυβέρνησης και όχι των επιταγών των δανειστών, θα πρέπει να προβληματίσουν σοβαρά και μελλοντικά να επανεξεταστούν ή να αποφευχθούν. Σταχυολογώντας θα αναφέρω δύο επιμέρους τέτοιες περιπτώσεις: πρώτον, την απόσυρση της πρότασης για την με αξιοπρεπείς όρους απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών των παιδιών όσων γονιών το επιθυμούν, ώστε να μην διαταραχθούν παραδοσιακές σχέσεις κράτους–εκκλησίας. Στην πραγματικότητα, πρέπει επιτέλους και συνταγματικά να διαχωριστούν όπως σε όλα τα σύγχρονα δυτικά κράτη και η δικαιολογία του αποκλειστικού άμεσου ενδιαφέροντος για την οικονομική κρίση που επείγει, δεν μπορεί να διαιωνίζει μια κατάσταση που «βάζει στον πάγο» το νριζοσπαστισμό, όταν αυτός δεν φαίνεται να είναι πολυτέλεια· δεύτερον, την υπερφορολόγηση στην ιδιωτική εκπαίδευση, με τον τρόπο που προτάθηκε να θεσπιστεί απ’ την ελληνική πλευρά. Ακόμα και με τη νεότερη ρύθμισή της, πλήττει σε τεράστιο βαθμό, στην πραγματικότητα, σχεδόν όλες τις ελληνικές οικογένειες και όχι αυτές των πλουσίων όπως αρχικά λανθασμένα ενδεχομένως σταθμίστηκε. Είναι ένα μέτρο άδικο, αλλά όταν αυτό έγινε πια αντιληπτό, ήταν πολύ αργά.

LhJZjIJ

Μια ευκαιρία που δεν χάνεται

Συνοψίζοντας, λαμβάνοντας στα σοβαρά υπόψιν ο ΣΥΡΙΖΑ όλους αυτούς τους παράγοντες και με την προϋπόθεση πως ταυτόχρονα δεν θα υποκύψει σε άλλες υποχωρήσεις υπέρ της Τρόικα, καθώς δεν υπάρχουν πλέον τα αντικειμενικά περιθώρια για κάτι τέτοιο, είναι επιτακτική ανάγκη να συνειδητοποιήσει πως έχει ίσως μια ιστορική ευκαιρία να ανασύρει απ’ την θεωρία στην πράξη μια «Ηθική της Αριστεράς». Επαναλαμβάνω ότι αυτή η προσπάθεια μπορεί να φαίνεται καταδικασμένη εξαρχής να αποτύχει, ειδικά όταν δεν χρειάζεται να πάμε πολύ μακριά στο παρελθόν και στο παράδειγμα των σοσιαλδημοκρατικών ευρωπαϊκων κομμάτων, τα οποία ενώ αρχικά οραματίστηκαν μια Ευρώπη των αξιών και των ιδεών της αξιοπρέπειας και της αλληλεγγύης, όταν έπαιξαν κυρίαρχο ρόλο στη δημιουργία της Ενωμένης Ευρώπης, ενέδωσαν τελικά σε μια νεοφιλελεύθερη φιλοσοφία, η διαφθορά τα αποσάθρωσε και απορροφήθηκαν απ’ το καπιταλιστικό σύστημα. Απέναντι σ΄αυτή τη λογική του μηδενισμού, ο ΣΥΡΙΖΑ φαντάζει μονόδρομος εκπροσωπώντας την Αριστερά, η οποία δεν μπορεί να βρεί στα υπόλοιπα ελληνικά κόμματα τους εκφραστές της αναγκαίας ελπίδας. Το ΚΚΕ ως γνωστόν, μένει προσκολλημένο σε ξεπερασμένες αντιλήψεις, δεν παρουσιάζει πλουραλισμό θέσεων και αντιμετωπίζει όλα τα προβλήματα με την ίδια λογική σε έναν κόσμο που οι εξελίξεις προχωρούν με αλματώδεις ρυθμούς, είναι γενικότερα ένα συντηρητικό κόμμα και το κυριότερο, δεν διεκδικεί τη διαχείρηση της εξουσίας και παραμένει αδρανές, προφασιζόμενο πως ο λαός θα επαναστατήσει και θα καταλάβει ο ίδιος την εξουσία όταν επέλθουν οι «αντικειμενικές συνθήκες» κατά την ορθόδοξη μαρξιστική προσέγγιση. Από την άλλη, ΛΑΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το καθένα σε διαφορετικό βαθμό, έχουν συρρικνωθεί και δεν συντελούν στη συσπείρωση της Αριστεράς, γιατί πέρα από το σύνθημα της ρήξης, δεν μπορούν να πείσουν ότι την επόμενη μέρα υπάρχει ένα συγκεκριμένο πλάνο και πρόγραμμα για την αντιμετώπιση της κρίσης, καθώς και τα ίδια τα κόμματα φιλοξενούν στους κόλπους τους διαφορετικές απόψεις – οργανώσεις, με αποτέλεσμα να μη συγκροτούν μια ενιαία πολιτική γραμμή του κόμματος. Επιπρόσθετα, το επιχείρημα πως ο λαός θα αυτοοργανωθεί και από μόνος του θα διαμορφώσει τις κοινωνικές δομές αλληλεγγύης δεν δύναται να εφαρμοστεί πρακτικά, χωρίς έναν προηγούμενο σοβαρό σχεδιασμό. Εν κατακλείδι, αν τελικά όντως η Κυβέρνηση αργά ή γρήγορα αποτύχει πολιτικά, προσωπική μου πεποίθηση είναι πως δεν θα έχει χαραμιστεί η προσπάθειά της, αν αυτή λειτουργήσει σαν μια άλλη Ιφιγένεια στο βωμό της ζύμωσης και αναδιοργάνωσης της Αριστεράς, που στο μεταξύ θα πρέπει να έχει ανασυνταχθεί για το ταξίδι στους μελλοντικούς αγώνες της προς την ανατροπή. Η παγίδα στην οποία, όπως και να έχει, δεν πρέπει να πέσει η Αριστερά, είναι να μη γίνει η αιτία για την εμφάνιση ενός «Ηθικού πλεονεκτήματος της Δεξιάς».