Η ανταπόκριση συνυπογράφεται από τους Χρήστο Τριανταφύλλου, Νίκο Θεοδωρόπουλο και Χρήστο Λιώτη (Archivist.fm). Χρήστος Τριανταφύλλου Μέχρι τώρα, οι συναυλίες ήταν για μένα μια διαδικασία που δεν είχε χάσει τον ξεχωριστό της…

Roadburn Festival 2016 (Tilburg, Ολλανδία): 4 μέρες στο Θιβέτ του ακραίου ήχου

Η ανταπόκριση συνυπογράφεται από τους Χρήστο Τριανταφύλλου, Νίκο Θεοδωρόπουλο και Χρήστο Λιώτη (Archivist.fm).

Χρήστος Τριανταφύλλου

Μέχρι τώρα, οι συναυλίες ήταν για μένα μια διαδικασία που δεν είχε χάσει τον ξεχωριστό της χαρακτήρα, αλλά που είχε μπει σε μια κανονικότητα. Αυτή την κατάσταση ήρθε να την διαταράξει για πάντα το μεγάλο βήμα να πάω για πρώτη φορά σε μουσικό φεστιβάλ στο εξωτερικό –και μάλιστα στο απόλυτο φεστιβάλ για τα λασπωμένα υποείδη του μέταλ στα οποία αρέσκομαι ιδιαιτέρως.

Με την οργανωτική συνδρομή στελεχών του αγαπημένου μας Archivist.fm και με συνταξιδιώτη τον σεβάσμιο Νικόλαο Θεοδωρόπουλο, κινήσαμε στις 13 του Απρίλη για την Ολλανδία. Αν και είχα ξαναβρεθεί παλιότερα, αυτή τη φορά συγκράτησα από την Ολλανδία ως χώρα κυρίως δύο πράγματα: πρώτον, την απόλυτη –στο όριο της παράνοιας– απουσία υψομέτρου, που είχε ως αποτέλεσμα να μην υπάρχει απολύτως τίποτα στον ορίζοντα και, δεύτερον, ένα είδος κρύου και βροχής που δεν έχει κανένα απολύτως αποτέλεσμα πάνω σου, εκτός από το να έχεις να διηγείσαι μετά ότι «στην Ολλανδία πολύ κρύο και συνέχεια βροχή».

Τα διαδικαστικά της διαμονής μας είχαν ενορχηστρωθεί στην εντέλεια από το κλιμάκιο του Archivist στην Ολλανδία. Ένα σπιτάκι μέσα σε ένα τεράστιο πάρκο, λίγο έξω από το Tilburg (την πόλη που φιλοξενεί το Roadburn) μας περίμενε για στιγμές προ- και μετασυναυλιακής γαλήνης. Μόνη παραφωνία: οι συμμορίες από χήνες, που εισέβαλλαν βίαια στα σπιτάκια και τρομοκρατούσαν τους φιλήσυχους μουσικόφιλους. Ακόμα και στην Ολλανδία, λοιπόν, έχουν περάσει οι μέρες όπου κοιμόμασταν με τα παράθυρα ανοιχτά και τα κλειδιά πάνω στις πόρτες.

Στις 14 Απριλίου ξεκίνησε το φεστιβάλ. Η διοργάνωση αψεγάδιαστη, όπως και η διαχείριση των χιλιάδων μαυροφορεμένων ακροατών. Το φεστιβάλ διεξαγόταν σε 4 χώρους, από τους οποίους ξεχώριζαν η επιβλητική κεντρική σκηνή και το Het Patronaat, ένα πιστό ομοίωμα καθολικής εκκλησίας που προσέθετε πολλούς πόντους δέους στα ιδανικά γι’ αυτό μουσικά ακούσματα. Χαρακτηριστικό ότι σε όλους τους κλειστούς χώρους απαγορευόταν το κάπνισμα, πράγμα που παραδόξως δεν επρόκειτο να αφαιρέσει τίποτα από τη συναυλιακή εμπειρία.

 

 

 

Ημέρα πρώτη

 

 

 

Νίκος Θεοδωρόπουλος

col

Erik Luyten Photography

 

Cult of Luna (Somewhere Along the Highway)

Εν αρχή ην το Tilburg, η έκτη μεγαλύτερη πόλη της Ολλανδίας –κι όμως βυθισμένη σε μια επαρχιακή ησυχία κι έναν απέραντο ορίζοντα διώροφων σπιτιών– και το Tilburg ην προς το Roadburn. Κι όπως κάθε σωστή Δημιουργία ξεκινάει με το διαχωρισμό του φωτός από το σκοτάδι, έτσι θα άρχιζε να ξεδιπλώνεται και το φετινό lineup, με το μελωδικό ζέσταμα των Cult of Luna. Οι Σουηδοί θα έπαιζαν ολόκληρο το Somewhere Along the Highway, στο αμφιθεατρικό, ανακαινισμένο main stage του συναυλιακού χώρου 013 Poppodium, ανοίγοντας –ίσως όχι με το ιδανικότερο album τους για live– την πορεία προς την τετραήμερη κάθαρση. Την πρώτη αίσθηση αιώρησης που σου προκαλούσε η απεραντοσύνη του χώρου διαδέχθηκε ο πιο λεπτός, γλυκύτατος, ανεκδιήγητος ήχος που έλαχε ποτέ στα ταπεινά αυτιά μας να ακούσουν και που επρόκειτο –σε συνδυασμό με το blacklight που μας χτυπούσε κατάματα και τον ενθουσιασμό μας που «σε δέκα λεπτά θα δούμε Cult of Luna, το διανοείσαι;»– να προκαλέσουν μέχρι και παθολογικά side effects: ό,τι καταλληλότερο, με τη σειρά τους, για προσαρμογή στο ανοίκειο περιβάλλον του Roadburn. Τα υπόλοιπα, για την ιστορία: εξαιρετική live απόδοση των πιο δυνατών κομματιών του δίσκου (βλ. Thirtyfour) και δυνατά φωτιστικά εφέ σε άλλα εξαιρετικά, πλην πιο αργά (βλ. And With Her Came The Birds) και μόνο συγκίνηση για Finland και Dark City, Dead Man.

Μία κανονική κριτική θα συνέχιζε με Mantra Machine ή Usnea· εμείς θα παραβιάσουμε τους κανόνες, πρώτον, για να αποτυπώσουμε επαρκώς την αποπραγματοποίηση που νιώσαμε, ήδη από την πρώτη μέρα και, δεύτερον, γιατί προτιμήσαμε να αφιερώσουμε αυτές τις δυο-τρεις ώρες που θα μεσολαβούσαν μέχρι τους Hexvessel και τους Full of Hell σε εξοικείωση με τα βασικά σημεία ενδιαφέροντος του περιβάλλοντος χώρου: τον επιβλητικό νεογοτθικό καθεδρικό Heuvelse, το merch και τα McDonalds.

Αποτέλεσμα αυτής της σύντομης περιπλάνησης, απ’ την άλλη, ήταν να χαθούμε ο καθένας στο δικό του σκοτεινό μονοπάτι. Για την επόμενη ώρα, πρόλαβα να βουτήξω το κεφάλι μου στην γκραϊντκορίλα των Full of Hell, που είχαν ήδη υψώσει ψηλά τον πήχυ με τη φετινή τους συνεργασία με τους The Body στο One Day You Will Ache Like I Ache. Η ευχαρίστησή μου κράτησε όσο κι ένας μικρός θάνατος: το Green Room, ένα Κύτταρο με δέκα φορές καλύτερη ποιότητα ήχου, ήταν γεμάτο κόσμο κι ήδη πλησίαζε η ώρα για τους Oranssi Pazuzu.

 

 

oranssi_pazuzu

Erik Luyten Photography

Oranssi Pazuzu

Πλώρη αμέσως, λοιπόν, για το Het Patronaat, το stage-εκκλησία με τα βιτρώ καθολικών αγίων, όπου θα προχωρούσα χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία κοντά στη σκηνή. Την ίδια τύχη δεν θα είχαν όσοι αποφάσισαν το ίδιο δέκα λεπτά μετά από μένα, βέβαια: οι ουρές άρχισαν να σχηματίζονται ήδη ένα τέταρτο πριν ξεκινήσουν – και κανένας από όσους κατάφεραν να μπουν στον παράδεισο των κολασμένων του Patronaat δεν επρόκειτο να βγει (ζωνταντός) πριν τελειώσει το σετ. Κι οι Oranssi θα μας αντάμειβαν με ένα live μέσα στο live: γύρω στα είκοσι λεπτά φωνητική προθέρμανση πριν περάσουν στο υπνωτιστικό πειραματικό black του φετινού τους άλμπουμ Värähtelijä, που ταλαντευόταν ειδολογικά ανάμεσα στο μπλακ και την ψυχεδέλεια, όπως το κοινό ανάμεσα στην κόλαση και το καθαρτήριο. Καθόλου τυχαία, εξάλλου, όπως έμαθα, ο τίτλος του άλμπουμ μεταφράζεται ως «Αρμονικός ταλαντωτής».

 

Χρήστος Λιώτης

converge_janedoe

Erik Luyten Photography

Converge (Jane Doe)

Στις 6 του Σεπτέμβρη που μας πέρασε συμπληρώνονταν 14 χρόνια από την κυκλοφορία ενός από τα σημαντικότερα άλμπουμ στην ιστορία της σκληρής μουσικής. Και ενώ λοιπόν το Jane Doe έπαιζε στο repeat για μέρες, μου ήρθε μια περίεργη σκέψη στο μυαλό: φαντάσου να κάνει σκηνικό τo Roadburn και να τους φέρει να το παίξουν όλο για την επέτειο των 15 χρόνων. Και μόνο η σκέψη έφερε ανατριχίλα, επομένως όταν στις 3 Δεκεμβρίου έσκασε η βόμβα, μόνο οι άναρθρες κραυγές που βγήκαν από το στόμα μου μπορούσαν να εκφράσουν τι συνέβαινε μέσα μου.

Πέμπτη 14 Απριλίου, ημέρα έναρξης του 18ου Roadburn, και ημέρα που γράφτηκε ιστορία. Το running order μάς ζορίζει λίγο, καθώς υπάρχει επικάλυψη Oranssi Pazuzu με το ΓΕΓΟΝΟΣ για περίπου 10 λεπτά. Σκληρό δίλημμα, αλλά βλέποντας και την τεράστια ουρά που υπάρχει για το Patronaat όπου παίζανε, αποφασίζω να τους κάψω τελείως και να πάω να στηθώ στο Main Stage μισή ώρα πριν αρχίσουν οι Converge. Κανένα ρίσκο.

Ο κόσμος αρχίζει και μαζεύεται, η ανυπομονησία χτυπάει κόκκινο, η ώρα πάει 20.30 και τα φώτα χαμηλώνουν. Η εισαγωγή του Concubine μπαίνει και κάθε ηρεμία και λογική εξαφανίζεται. Δεν ξέρω πώς, αλλά σε μια στιγμή διαύγειας συνειδητοποιώ ότι έχω βρεθεί σχεδόν στο κάγκελο. Καλή φάση, ξαναφεύγω από την πραγματικότητα. Homewrecker, The Broken Vow, Bitter and Then Some και Heaven in Her Arms στο καπάκι, πως να μην. Phoenix in Flight για να πάρουμε καμιά ανάσα, συνειδητοποιώ ότι η τσάντα στην πλάτη μου έχει άνοιξει διάπλατα. Ε τι να κάνουμε τώρα. Την κλείνω. Phoenix in Flames και ξεχνάω πάλι ότι έχω τσάντα. Ή μυαλό.

Η εισαγωγή του Jane Doe σκάει, ο Stephen Brodsky των Cave In που έχει ανέβει στη σκηνή μαζί τους αναλαμβάνει τα γυναικεία φωνητικά του κομματιού, τα μυαλά είναι ήδη κιμάς, αλλά δεν υπάρχει έλεος ή έλεγχος. Κατάθεση ψυχής και σώματος, τόσο από τους Converge όσο και από το κοινό. Τα πιο έντονα και τσιτωμένα 50 λεπτά που έχω βιώσει ποτέ στο (κατά τ’άλλα πάντα πολιτισμένο και ήρεμο από πλευράς λαού) Roadburn και μία από τις πιο αξέχαστες εμπειρίες της ζωής μου. Α, το Minsk φούτερ μου αποτέλεσε προσωρινά παράπλευρη απώλεια όταν άνοιξε η τσάντα. Αλλά μέταλ είσαι, κάποιος σύντροφος το βρήκε και το παρέδωσε στους οργανωτές, απ’ όπου και το παρέλαβα αργότερα –  κανένα άγχος.

 

 

paradise_lost

Erik Luyten Photography

Paradise Lost (Gothic)

Ξέρετε τη φάση με τις μπάντες που η πλειοψηφία λατρεύει, αλλά το αυτί σας δεν καταλαβαίνει γιατί, έτσι; Ε, οι Paradise Lost είναι για μένα μία από αυτές. Τους έχω δώσει πολλές ευκαιρίες, ωστόσο ποτέ δεν με άγγιξαν. Επομένως να με συμπαθάτε για την αδιαφορία που ακολουθεί. Από την άλλη, την ώρα της εμφάνισής τους στο Roadburn δεν υπήρχε τίποτα άλλο που να με ενδιαφέρει ιδιαίτερα, και ούτως ή άλλως, μετά το σοκ από το Jane Doe δεν ήθελα άλλες συγκινήσεις.

Σπέσιαλ σετ κι εδώ, ζωντανή απόδοση όλου του Gothic, σχεδόν όλοι ακούνε εκστασιασμένοι, εγώ απλά περνάω καλά, το ότι πριν μια ώρα βλέπαμε Converge ακόμα στο μυαλό μου. Έκατσα για περίπου μισή ώρα, μετά αποφάσισα να βγω έξω για λίγο αέρα και ηρεμία. Τα υπόλοιπα άτομα της παρέας που τους είδαν (και τους γουστάρουν) είπαν ότι γάμησαν, και παίξαν και 6 ακόμα κομμάτια έκτος Gothic. Ίσως αν ήμουν σε άλλη φάση να μου έλεγε κάτι, αλλά με όλα αυτά που συνέβησαν φέτος στο Τίλμπουργκ, πέρασε και δεν ακούμπησε.

 

 

Νίκος Θεοδωρόπουλος

mispyrming

Erik Luyten Photography

Misþyrming (Algleymi)

Το πόσο υπερπλήρεις ήμασταν μετά το Jane Doe περιγράφει το γεγονός ότι μπερδέψαμε τις αίθουσες, τρέχοντας βιαστικά να δούμε τους The Body στο Het Patronaat (εφεξής, σκέτο «εκκλησία»), που όμως παίζαν στο διπλανό Green Room. NoBody, λοιπόν, στην εκκλησία, αλλά η μεγαλύτερή μου ίσως απώλεια του φεστιβάλ αντισταθμίστηκε με μια αξιοπρεπή παρουσία επί σκηνής του φετινού Artist in Residence, των Ισλανδών Misþyrming δηλαδή –που τελικά προφέρονται «Μίσθυρμινγκ». Νέες (βαμμένες all over) φάτσες στο χώρο –έχουν μόλις ένα άλμπουμ–, νέο, εκτός δισκογραφίας, υλικό επί σκηνής και γενικά φάνηκαν να αξίζουν το χάιπ που είχε πέσει από τους διοργανωτές για χάρη τους.

 

 

black_mountain

Erik Luyten Photography

Hell / Black Mountain

Παραμείναμε στην εκκλησία για τους Αμερικανούς Hell, ο ήχος των οποίων ήταν ένα ευχάριστο background noise που πλέον με δυσκολία μπορώ να ανακαλέσω. Καταδικασμένοι λόγω σύμπτωσης ωρών με τους Paradise Lost και τους Behold! The Monolith, μας κράτησαν ωστόσο για λίγη ώρα, όσο σταθμίζαμε τις εμπειρίες της πρώτης μας ημέρας στο Roadburn και καταστρώναμε σχέδια για την επόμενη. Σε παρόμοιο μήκος κύματος κινηθήκαμε και όσο ξεκουραζόμασταν υπό τις ονειρικές ψυχεδέλειες και τα αρμονικά γυναικεία φωνητικά των Black Mountain, μέχρι να γυρίσουμε, χορτάτοι απ’ τις χαρές της μέρας, να αναπαυθούμε, όσο το Tilburg, χαμηλόφωτο, ησύχαζε απ’ άκρη σε άκρη.

Και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωί. Ημέρα μία.

 

 

 

Ημέρα δεύτερη – Rituals for the Blind Dead Pt. 1

 

 

 

Χρήστος Λιώτης

diamanda_galas

Diamanda Galás

Όταν βάζεις τυπάρες σαν τον Lee Dorrian για curator της μιας μέρας του φεστιβάλ, μόνο όμορφα πράγματα μπορούν να συμβούν. Το πιο απρόσμενο από αυτά ήταν η προσθήκη μιας από τις μεγαλύτερες και πιο ενδιαφέρουσες προσωπικότητες της μουσικής σκηνής, της ελληνικής καταγωγής, υπέρμαχου των LGBT δικαιωμάτων, εχθρού της συντηρητικής και ομοφοβικής Καθολικής εκκλησίας, κάποτε ναρκομανούς, κάποτε πόρνης, πάντοτε αβανγκάρντ καλλιτέχνιδας Diamanda Galás.

Φτάσαμε κάπως αργοπορημένα στο χώρο του φεστιβάλ, με αποτέλεσμα να μπούμε στο Main Stage ενώ το σετ βρισκόταν ήδη περίπου στα μισά του. Όλα τα φώτα σβησμένα, οι πόρτες που οδηγούν σε αυτό κλειστές και ενισχυμένες με ειδικό υλικό ώστε να μην κάνουν θόρυβο όταν κλείνουν (!) και ένα πιάνο να δεσπόζει στη μέση της σκηνής, στο έλεος της ντίβας. Η μουσική της μπορεί να έχει ελάχιστη σχέση με αυτή που συνηθίζεις να ακούς στο Roadburn, αλλά η ατμόσφαιρα που καταφέρνει να δημιουργήσει με τη φωνή και τις απόκοσμες κραυγές και τσιρίδες της είναι ασύλληπτη. Δυστυχώς προλάβαμε να την απολαύσουμε για μόνο 20 λεπτά, ενώ από το σετ της δεν έλειψε και το «Άνοιξε πέτρα» της Μαρινέλλας.

 

 

sinistro

Erik Luyten Photography

Sinistro

Μια απο τις επικαλύψεις που με έτσουξε περισσότερο όταν ανακοινώθηκε το Running Order του φεστιβάλ ήταν αυτή του Steve von Till με τους Sinistro. Ωστόσο, η τεράστια ουρά που υπήρχε και πάλι για το ήδη γεμάτο Patronaat όπου έπαιζε ο Steve έβγαλε το δίλημμα από τη μέση.

Οι Πορτογάλοι με σκάλωσαν από την πρώτη στιγμή που τους άκουσα, κάπου 4-5 μήνες πριν (εξ’ου και η παρουσία τους στα Obsessions του Φλεβάρη, διαφημίσεις τέλος) και ήταν ένα από τα «μικρά» λάηβ του φεστιβάλ που ανυπομονούσα να βιώσω. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν ήμουν προετοιμασμένος για αυτό που επρόκειτο να συμβεί.

Οι Sinistro, λοιπόν, παίζουν σλατζοντούμ. Με τη ζυγαριά να γέρνει προς το ντουμ. Επίσης, οι Sinistro στον πρώτο τους, ομώνυμο δίσκο, είναι κατά βάση instrumental. Το 2013 έκαναν μια συνεργασία με μία τύπισσα, ονόματι Patricia Andrade, που είχε ως αποτέλεσμα το δίσκο Cidade. Η συνεργασία αυτή ήταν απόλυτα πετυχημένη, καθώς τα καθαρά και μελωδικά φωνητικά της Patricia έδεσαν άψογα με το μουσικό ύφος της μπάντας, και οδήγησε στην καθιέρωσή της ως frontwoman των Sinistro. Όλα αυτά βέβαια μπορείς να τα μάθεις ακούγοντας τους δίσκους τους και διαβάζοντας ένα-δυο πράγματα για την μπάντα στο ίντερνετ.

Αυτό που δεν θα μάθεις ή δεν θα νιώσεις όμως είναι το σοκ του να τους βλέπεις ζωντανά. Ή μάλλον, να ΤΗΝ βλέπεις ζωντανά. Επί σκηνής, η Patricia είναι το σκάλωμα το ίδιο. Το συναίσθημα και η ένταση που βγάζει είναι απίστευτα, ειδικά αν δεν έχεις ιδέα τι πας να δεις. Δεν περιορίζεται στο ρόλο της τραγουδίστριας, αλλά προσθέτει σε αυτόν μια θεατρική, γεμάτη συναίσθημα live performance που σε αφήνει μαλάκα. Αλήθεια τώρα. Η κοπέλα είναι μαγεία. Ακούστε τους. Αγαπήστε την. Αλλά να θυμάστε ότι εγώ την είδα πρώτος.

 

 

Χρήστος Τριανταφύλλου

Μετά το χωροταξικό fail της πρώτης μέρας, ήμασταν αποφασισμένοι να τα κάνουμε όλα όπως έπρεπε. Έτσι, φτάσαμε εγκαίρως, περάσαμε από την Diamanda Galás για ένα πεντάλεπτο και φύγαμε για να εκκλησιαστούμε στο Het Patronaat.

 

 

steve_von_till

Erik Luyten Photography

Steve von Till

Πρώτος στο μενού ο ένας ιθύνων νους των Neurosis, Steve von Till, σε ακουστικό σετ από την προσωπική του δισκογραφία. Το ποίμνιο σεβάστηκε τον χώρο και τον φαλακρό ιερέα με το στενόμακρο μούσι, κάνοντας απόλυτη ησυχία. Ο von Till μόνο με μια κιθάρα κινήθηκε σε folk μονοπάτια, συγκινητικά μέσα στην απλότητά τους. Ο ίδιος παρουσιάστηκε απλός και ήπιος, σε αντίθεση με το πρόσωπο που βγάζει όταν παίζει με τους Neurosis. Αυτή η εναλλαγή έντασης-γαλήνης άλλωστε είναι και η πεμπτουσία της τέχνης που υπηρετεί.

 

 

scott_kelly

Scott Kelly

Στη συνέχεια εμφανίστηκε ο έτερος ιθύνων νους αυτού του τεράστιου συγκροτήματος, ο Scott Kelly. Σε εξίσου ήπια μονοπάτια, αλλά με μια πιο απλοϊκή μουσική φόρμα και με λιγότερο συναισθηματικές ερμηνείες, εξέφρασε την αγυάλιστη (αλλά εξίσου νευραλγική) πλευρά του δημιουργικού πυρήνα των Neurosis. Το αποκορύφωμα της ερμηνείας του ήταν η εμφάνιση στη σκηνή του Colin H. van Eeckhout των Amenra, με τον οποίο τραγούδησαν μαζί, σε μια άκρως ανατριχιαστική στιγμή.

 

 

chve

CHVE

Τρίτος στη σειρά ήταν ο Colin H. van Eeckhout (CHVE), ο οποίος επέλεξε επίσης υλικό από την προσωπική του δισκογραφία. Καθισμένος στο πάτωμα της σκηνής, με τη συνδρομή ενός ακόμα μουσικού και με καταπληκτικά visuals να προβάλλονται στο πίσω μέρος, παρουσίασε μια ενιαία ερμηνεία σε drone ύφος. Όπως και οι δύο προαναφερθέντες, ξετύλιξε και αυτός την πιο ήπια πλευρά του. Γενικά, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να βλέπει κανείς μουσικούς αυτού του διαμετρήματος να παράγουν solo έργα που δεν είναι απλώς η προσωπική τους φιλοδοξία ή τα «ήρεμα τραγούδια» τους, αλλά ένα διαφορετικό, εξίσου αξιόλογο καλλιτεχνικό σύμπαν που βρίσκεται στην πραγματικότητα σε απόλυτη σύνδεση με την κύρια δραστηριότητά τους.

 

 

dark_buddha_rising

Dark Buddha Rising

Μετά από ένα γρήγορο πέρασμα από το ηχητικό χάος των G.I.S.M., ξανακατευθυνθήκαμε προς την εκκλησία για να δούμε τους Dark Buddha Rising. Μάλλον πρόκειται για το καλύτερο συγκρότημα με το χειρότερο όνομα. Η μόνη εξήγηση που μπορώ να σκεφτώ είναι ότι κάποιο από τα μέλη το έγραψε με μπλάνκο στο θρανίο του στο σχολείο και μετά έμεινε λόγω συναισθηματικής αξίας. Όπως και να ‘χει, η απόδοσή τους ήταν εξαιρετική και απόλυτα ταιριαστή με τον χώρο. Το βαρύ ψυχεδελικό τους doom ξεπηδούσε από τα ηχεία με άψογη ποιότητα ήχου, και η πυκνότητα του κοινού ήταν τέτοια ώστε να ενισχύει το immersion στη μουσική χωρίς να γίνεται πνιγηρή. Προς το τέλος του σετ ξεκίνησαν και κάποιες ψαλμωδίες που απογείωσαν το αποτέλεσμα.

 

 

Χρήστος Λιώτης

pentagram

Erik Luyten Photography

With the Dead / G.I.S.M / Pentagram / The Skull

Όπως συνηθίζεται, ο curator κάθε Roadburn παίζει με την μπάντα του ως headliner της αντίστοιχης ημέρας. Ο Lee Dorrian, δυστυχώς, δεν επανένωσε τους Cathedral, αλλά εμφανίστηκε με το τελευταίο του project, ονόματι With the Dead. Σε αυτό, συνεργάστηκε με τον Tim Bagshaw και τον υπερμαλάκα – αλλά, οκ, καλό drummer για ντουμιές– Mark Greening. Ωστόσο, μάλλον αφού συνειδητοποίησε για τα καλά πόσο μαλάκας είναι, τον πέταξε έξω από την μπάντα, και στο Roadburn πίσω από το drum kit ήταν ο Alex Thomas, drummer των Bolt Thrower στο Mercenary. Κλασικό, βαρύ ντουμ, παιγμένο όπως του αρμόζει, αλλά όχι κάτι τόσο ξεχωριστό ώστε να μπει στα highlights του φεστιβάλ.

Πέραν της Diamanda Galás, ο Lee Dorrian έκανε άλλη μια τρίπλα φέτος, προσκαλώντας τους σαλεμένους, καλτ Γιαπωνέζους πάνκηδες G.I.S.M. για την πρώτη τους συναυλία εκτός Ιαπωνίας στα 25 χρόνια ύπαρξής τους. Χωρίς να είμαι τρελός φαν της μουσικής τους, είχα μια περιέργεια να τους δω λάιβ, καθώς είχα ακούσει και διαβάσει πολλά και διάφορα για τις ζωντανές τους εμφανίσεις και την τρέλα που δέρνει τον frontman τους. Όχι ότι πίστευα πως θα υπάρξουν τίποτα ακραία σκηνικά (ο τύπος έχει βγει με αλυσοπρίονο στη σκηνή, συνηθίζει να ορμάει και να ρίχνει ξυλίκια στο κοινό, καμιά φορά τους ρίχνει με flamethrower κτλ), αλλά έναν χαβαλέ και ένα πανηγύρι το περίμενα.

Απογοητεύτηκα. Απρόσμενα βαρετή σκηνική παρουσία, η μουσική τους ούτως ή άλλως δεν είναι και πολύ του γούστου μου, στο 15λεπτο πάνω έφυγα. Υπήρχε πάντως κόσμος που ήρθε μόνο γι’ αυτούς την Παρασκευή, και υπήρχε και κόσμος στην παρέα που γούσταρε την μουσική τους. Οι δικές τους εντυπώσεις, που μάλλον μετράνε περισσότερο για κάποιον που είναι οπαδός της μπάντας, ήταν θετικότατες. Άρα, γενικά, οι G.I.S.M. γάμησαν, αλλά όχι εμένα.

Και φτάνουμε στον πραγματικό headliner της δεύτερης μέρας του Roadburn. Τους ζωντανούς θρύλους Pentagram. Η συναυλία τους στην Αθήνα το 2011 ήταν από τις πλέον αξέχαστες της ζωής μου, επομένως ο πήχυς ήταν αρκετά ψηλά και οι αμφιβολίες περί του αν θα την παλέψει ο θείος Bobby ήταν αρκετές. Αμφιβολίες που εξαφανίστηκαν με το που βγήκαν επί σκηνής. Τόσο ο θείος, όσο και ο άρχοντας Griffin ήταν σε πολύ μεγάλα κέφια και αναπόφευκτα παρέσυραν όλο το 013 σε ένα ντουμ πάρτυ, με αποτέλεσμα να ξεχάσω τελείως ότι στο Patronaat την ίδια ώρα παίζανε οι Dark Buddha Rising που ήθελα επίσης να δω. Εκπληρώθηκε όμως (σχεδόν) το απωθημένο του να ακούσω το Be Forewarned live, αφού το παίξανε μεν, αλλά κουτσουρεμένο και αλλαγμένο δε. Δε μ’άρεσε πολύ. Αλλά περάσαμε γαμώ.

Η δεύτερη μέρα του φεστιβάλ έκλεινε με τους The Skull, μπάντα του πρώην τραγουδιστή των Trouble Eric Wagner – εξ’ου και το όνομα (τίτλος του δεύτερου δίσκου των Trouble). Παρά το ότι το σετ τους ήταν αφιερωμένο στα πρώτα 3 άλμπουμ των Trouble, η εμφάνισή τους ξεκινούσε στις 00.30 και τραβούσε μέχρι τη 1.30, με αποτέλεσμα η κούραση να υπερισχύσει και να αποχωρήσουμε μετά από 3-4 κομμάτια, καθώς η επόμενη μέρα προβλεπόταν ΜΕΓΑΛΗ.

 

 

Ημέρα τρίτη

 

 

 

Χρήστος Λιώτης

bosc

via Niels Vinck

Brothers of the Sonic Cloth / Tau Cross / Beastmaker

Ημέρα ονειρώξεων, καθώς το απογευματινό πρόγραμμα έλεγε Converge, Amenra και Neurosis στο καπάκι στο Main Stage. Εν αναμονή τούτων, το μεσημέρι ήταν χαλαρό, με βόλτες από τη μια σκηνή στην άλλη. Η αρχή έγινε στο Main Stage με τους Brothers of the Sonic Cloth, που πέρισυ κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους μέσω της Neurot. Πιστοί ακόλουθοι των Yob, κατάφεραν να αφήσουν πολύ καλές εντυπώσεις στα 20 περίπου λεπτά που τους είδα. Ακολούθησε αποτυχημένη απόπειρα να τσεκάρω τους Astrosoniq στο γεμάτο Green Room, επομένως επιστροφή στο Main Stage για την εμφάνιση των Tau Cross.

Οι Tau Cross κατάφεραν να τραβήξουν αρκετά βλέμματα με την κυκλοφορία του self-titled δίσκου τους το 2015, ο οποίος εμένα προσωπικά δε με έπεισε – κάτι με χαλάει στα φωνητικά τους. Ψήθηκα τελικά να πάω να τους δω από περιέργεια, αλλά καμία ελπίδα. Μετά από 10 λεπτά αποχώρησα, και έφυγα για το Patronaat όπου παίζανε κάποιοι Beastmaker.

Καμία απολύτως ιδέα του ποιοι είναι και τι παίζουν, αλλά αυτά είναι τα ωραία του Roadburn. Οι Αμερικάνοι μας κάνανε να καραγουστάρουμε, κλασικό heavy doom, προσκύνημα στους Black Sabbath και τους Pentagram, διαμαντάκι το οποίο μάλλον θα μας απασχολήσει στο μέλλον.

 

 

converge_bloodmoon

Erik Luyten Photography

Converge – Blood Moon

Το σοκ της Πέμπτης με το Jane Doe έμελλε να μην είναι το μόνο στίγμα με το οποίο θα μας άφηναν οι Converge. Αυτή την περίοδο, η μπάντα περιοδεύει με τη συνοδεία της Chelsea Wolfe, του Ben Chisholm και του Stephen Brodsky στα πλαίσια του τελευταίου τους project, ονόματι Blood Moon”. Ε και μιας και ήταν και οι Neurosis στην περιοχή, γιατί να μην έχουμε και guest συμμετοχή από τον Steve von Till. Έστω και για ένα μόνο κομμάτι.

Η αλήθεια είναι ότι δεν ήξερα ακριβώς τι να περιμένω, οι πληροφορίες έλεγαν ότι πρόκειται για μια διαφορετική απόδοση ορισμένων από τα πιο αργά και ιδιαίτερα κομμάτια της ιστορίας τους. Μου αρκούσε, αποφάσισα να μην ψαχτώ περισσότερο, καμιά φορά ο “όχι spoilers” κανόνας του συνονόματου συντρόφου ισχύει. Σε πιο συγκροτημένη και ήρεμη κατάσταση αυτή τη φορά, καθώς ακολουθούσαν το Afterlife acoustic show των Amenra και το πρώτο από τα 2 σετ των Neurosis. Χρειαζόμασταν αποθέματα.

Αυτό που βιώσαμε ξεπέρασε κάθε προσδοκία και υποψία. Μερικά από τα πιο μεγαλεπήβολα εγχειρήματα τους από τα No Heroes, Axe to Fall, All We Love We Leave Behind και You Fail Me αποδίδονται εξαιρετικά, με την εκπληκτική φωνή της Chelsea να τα απογειώνει. Αποκορύφωμα φυσικά, το Cruel Bloom από το Axe to Fall, όπου ο Bannon παραδίδει το μικρόφωνο στον Steve von Till και πιάνει το μπάσο, ενώ ο Nate πιάνει την ακουστική κιθάρα. Απαραίτητο τρίβια, ο Steve von Till τραγουδάει και στη στούντιο εκτέλεση του κομματιού, ενώ συμμετείχε και στο γράψιμο του. Ούτε το μεγαλειώδες κλείσιμο με το Last Light μπόρεσε να ξεπεράσει την ανατριχίλα που προκάλεσε ο Steve στο ξέσπασμα στο τελευταίο λεπτό του κομματιού. Ακόμα μια μοναδική εμπειρία ζωής, από αυτές που μόνο το Roadburn μπορεί να προσφέρει.

 

dtadw

Erik Luyten Photography

 

Dead to A Dying World

Η εταιρεία που ανέδειξε τους Fall of Efrafa, μόνο αγάπη και σεβασμό αξίζει. Πόσο μάλλον όταν ονομάζεται Alerta Antifascista, και όταν έχει καταπληκτικό γούστο στις μπάντες που προωθεί. Οι χώροι στους οποίους κινείται είναι κυρίως το crust/punk, το post-hardcore και αυτό που λέμε blackened sludge (ή καλύτερα, η επιτομή και των τριών), και οι Dead to A Dying World είναι από τα καλύτερα πουλέν τους.

Στριμωγμένοι στη σκηνή του Green Room, με 2 κιθάρες, 1 ηλεκτρικό βιολί, ένα μπάσο, ντραμς, και 2 τραγουδιστές, τα παλικάρια κατάφεραν να μας σκαλώσουν, παρά το ότι μόλις είχαμε βιώσει το Blood Moon. Οι εναλλαγές και η συνύπαρξη μεταξύ των brutal φωνητικών του Mike και των black metal φωνητικών της Heidi έδεσαν εξαίσια, ενώ αξιοσημείωτη είναι η δομή των κομματιών τους, που παρά την αρκετά μεγάλη διάρκεια (τα περισσότερα ειναι άνω του 10λεπτου), δεν είχαν κανένα αδύναμο σημείο. Τα ήρεμα περάσματα ενισχύονται με τη μελωδία του βιολιού, συμβάλλουν στην κορύφωση, με τα ξεσπάσματα να είναι καθαρτικά. Μαζί με τους Sinistro, τα 2 καλύτερα «μικρά» live του φετινού Roadburn.

 

Νίκος Θεοδωρόπουλος

astrosoniq

Erik Luyten Photography

Astrosoniq

Το σχέδιο κανονικά θα προέτασσε τις προβολές δύο ταινιών μικρού μήκους της avant-garde ιέρειας Diamanda Galás στην εκκλησία (Het Patronaat), αλλά μας δέσμευε η απόσταση από την πόλη του Tilburg, μην επιτρέποντάς μας να ξεκινήσουμε πριν τη 13:30. Φτάνοντας, έτσι, σχετικά αργά στην πόλη, πήγαμε να τσεκάρουμε τι είναι οι Astrosoniq στο Green Room.

Καθαρή στονεροψυχεδέλεια με ενέσεις space rock, έδειχνε να το γλεντάει με την ψυχή της κι έχοντας απόλυτη επίγνωση των ειδολογικών της ορίων, μας κράτησε καθηλωμένους επί μία ώρα, παρότι –ή μάλλον, επειδή– ενδυματολογικά φαίνονταν να έχουν βγει απευθείας από το Fear and Loathing in Las Vegas. Μαζί με άλλα πράγματα που σκεφτόσουν εκείνη την ώρα, ήταν και ευκαιρία να θυμηθείς τις σχετικές μουσικές καταβολές του φεστιβάλ, όπου μια δεκαετία πριν κυριαρχούσε το stoner, αλλά και τη δυνατότητα συνύπαρξης τόσο ετερόκλητων καλλιτεχνών εντός του, όσο οι Astrosoniq και η Diamanda Galás με τους Converge και τους Amenra. Και, ναι, εκείνη τη στιγμή άναβε μια σπίθα στο μυαλό σου, καταλάβαινες ότι το Roadburn είναι κάτι συνθετότερο από ένα φεστιβάλ της post-metal, χαμογελούσες κουνώντας συνθηματικά το κεφάλι και κατέβαζες λίγη ακόμη από την μπύρα που σε βοήθησε να το συνειδητοποιήσεις.

Τι εννοώ; Από την ίδια τη χωροταξία των σκηνών, μέχρι το lineup, ήταν σαν όλα να έχουν στηθεί με βάση μια αυτοαναφορική για την post-metal στρατηγική. Το κλειστό, αλλά θριαμβικά απέραντο main stage ήταν το κρεσέντο μιας δυναμικής που ξεκινούσε από τρεις μικρότερες: το Cul de Sac, στενό και –κυριολεκτικά–underground στέκι με χώρο όσο τα λίγα τετραγωνικά μέτρα μπροστά από το κάγκελο του An, μετά το Extase, μια επίπεδη, χαμηλοτάβανη, κλειστοφοβική τρύπα όπου κάλλιστα φανταζόσουν ότι θα έκανε ντεμπούτο μια μπάντα πάνκηδων που θα ξέβραζαν δαίμονες και, τέλος, το Het Patronaat, η περιώνυμη εκκλησία, χτισμένη κολλητά σχεδόν στον καθεδρικό Heuvelse και πιο κοντά απ’ όλα στο Poppodium 013. Και μέσα στο τελευταίο, εν είδει καθαρτηρίου, το Green Room. Όλα τους μοιάζαν να σου διηγούνται την ιστορία του είδους: τις hardcore καταβολές, την καταβύθισή του σε πιο ambient μονοπάτια και την τελική αποστροφή προς το Ιερό – και πριν αισθανθείς έτοιμος να κοινωνήσεις την Αποκάλυψη, ξαναβουτούσες ως τελική δοκιμασία στα industrial επίγεια.

 

 

afterlife

Amenra (Afterlife)

Η κορύφωση του φεστιβάλ δεν ήταν, με αυτή την έννοια, η τελευταία ημέρα, αλλά η τρίτη, με το τελικό, επετειακό σετ των Neurosis· κυρίως επειδή είχε προηγηθεί μια γρήγορη, κλεφτή στη μια της ώρα ματιά στη ζωή μετά θάνατον από τους Amenra, με το ακουστικό Afterlife. Έχοντας εμμείνει στα δυνατά κομμάτια των Mass I-V και κρατώντας αποστάσεις από το έτερον αιθέριο ήμισυ της δισκογραφίας τους, είχα ήδη προϊδεαστεί από τα drone του CHVE στο Patronaat την περασμένη ημέρα για το μέγεθος του δέους που με περίμενε στο Afterlife· αυτό που τελικά είδα ήταν πέραν κάθε φαντασίας και τέχνης: μια πλήρως θρησκευτική μυσταγωγία.

Από τον Colin μέχρι τον πρώην μπασίστα των Amenra Maarten Kinet, όλοι καθισμένοι πρόσωπο με πρόσωπο σε ένα σκοτεινό κύκλο που διέκοπταν διακριτικές δεσμίδες φωτός, ένας σταυρός στην πλάτη της καρέκλας του Colin, μπροστά από ασπρόμαυρα visual με υπαίθρια γυμνά τοπία όπου υψωνόταν ενίοτε άλλος ένας σταυρός – και ξεκινά η περιπλάνηση σε έναν υπερβατικό ηχότοπο υπό τα ακουστικά αντίστοιχα των Aorte, Razoreater και Nowena.

Με δυσκολία μπορούσα να κουνήσω οποιοδήποτε μυ του σώματός μου, όσο βυθιζόμουν στον ίλιγγο της αποκάλυψης και σκεφτόμουν πως η άλλη όψη αυτών των γοερών αριστουργημάτων ήταν ένας τόσο λεπτός λυγμός. Αναρωτιόμουν τι καλλιτεχνικό μεγαλείο κρυβόταν πίσω από αυτό τον απροσδόκητο δυϊσμό. Το κοινό, τηρώντας σχεδόν καθ’ ολοκληρία την κατανυκτική σιωπή που ζήτησαν και ρητά, λόγω νευρικότητας, οι επί σκηνής ιερουργοί – κι όταν έπεσαν κάπου κάτι υπερβολικά cheerings, ο Colin να γυρνά και να τους κοιτά με θυμό, προτείνοντας επικριτικά τον δείκτη του. Το μυαλό μου αναζήτησε αυθόρμητα καταφύγιο στους Tool, σε μια προσπάθεια να καταστείλω τον ακραίο ψυχικό κλυδωνισμό με το μόνο που θεωρούσα μουσικά αξεπέραστο. Και τότε ακούγονται οι πρώτες νότες από το Parabol… Αλλά ένα Parabol ανασκαμμένο, που έφερνε στο φως την τελετουργική τονικότητα του προτύπου. Ανίκανος να προσπελάσω ό,τι συνέβαινε, τα δακρυσμένα μάτια μου σαν να βγαίνουν από τις κόγχες τους, η ψυχή μου από το σώμα, το σώμα μου να μετεωρίζεται. Υποθέτω πως αυτή η αποπροσωποποίηση –ό,τι πλησιέστερο σε μεταθανάτια εμπειρία– ήταν ακριβώς και ο προγραμματικός στόχος των Amenra με το Afterlife: η εύθραυστη σπουδή τους στον αποσωματοποιημένο πόνο χωρίς σχήμα σού αποκάλυπτε τον αρμονικό σκελετό μιας μουσικής που την επόμενη ημέρα θα άκουγες σε όλη της την τραγική, σπαρακτική ένταση.

 

 

neurosis_svt

Erik Luyten Photography

Neurosis (“30th Anniversary”)

Όταν το Afterlife έκλεισε, με τη διασκευή ενός μελαγχολικού βελγικού φολκ κομματιού, δεν πιστεύαμε ότι απέμεναν και πολλά πράγματα να κάνουμε στην Ολλανδία. Η εμφάνιση των Neurosis ήταν το μεγάλο αναμενόμενο γεγονός του φεστιβάλ· το μόνο της μειονέκτημα ήταν η βεβαιότητα της επιτυχίας. Πήραμε μια βαθιά ανάσα, ξαναμπήκαμε στο main stage, στεκόμενοι πίσω πίσω, για να κάνουμε τόπο στις χιλιάδες κοινού που ‘χαν κατακλύσει τον χώρο για την μπάντα που άλλαξε για πάντα τη μουσική. Οι ίδιοι, κουβαλώντας όλη την εμπειρία και την ενέργεια τριάντα χρόνων, τη γιόρτασαν μαζί μας επί σκηνής, ξεκινώντας in medias res, με το Lost από το Enemy of the Sun, μπάζοντάς μας έτσι αργά, βαθμιαία στο νόημα της βραδιάς. Έπειτα, ένα ρεσάλτο εμπρός, προς το Times of Grace και το Given to the Rising – και, ξαφνικά, ένα ταξίδι στο χρόνο και την αρχική τους, απλοϊκή πανκοφάση. Για πολλή ώρα παίζαν κομμάτια από το Pain of Mind και το Souls at Zero, πλημμυρίζοντας με κραστίλα και νεύρο το main stage και προκαλώντας μας να τα δούμε, με το ντετερμινιστικό βλέμμα της σημερινής γνώσης, ακριβώς σαν μια αφήγηση όχι μόνο της ίδιας τους της ιστορίας, αλλά και της ιστορίας της post-metal γενικά. Μεγάλη έκπληξη η διασκευή του Day of the Lords των Joy Division, φάνηκε να τονίζει αυτή την απουσία παρθενογένεσης στο σύμπαν της μουσικής. «Where will it end?» αναρωτιόμασταν κι εμείς, καθώς έμπαινε το An Offering από το Sovereign, αυτό το αριστουργηματικό EP τους – και πήραμε την καλύτερη απάντηση που μπορούσε να μας δοθεί. Το προσωπικό αγαπημένο τους, Stones from the Sky, αυτό το δυναμικό ελεγείο προς τη διάψευση και την κάμψη της ανθρώπινης βούλησης, από τις αρχικές καμπάνες μέχρι τα τελικά riffs που βυθίζουν τη φωνή του Scott Kelly στο κενό, καίγοντας επί δέκα λεπτά τα στήθη μας με εγκαρτέρηση, έκλεισε ένα σπάνιο, αδύνατο να το ξεχάσεις σετ ιδανικά.

Όσοι έφυγαν εκείνη την ημέρα από το φεστιβάλ, φαντάζομαι πως ήδη θα αισθάνονταν πλήρεις (ημερών). Για τους υπόλοιπους, σε μια πορεία αντίστροφη από την δαντική Θεία Κωμωδία, ήταν ώρα για την κόλαση του Afterburner.

Εδώ σας αφήνω –κι εσένα που αντέχεις και διαβάζεις μέχρι στιγμής, per ch’ io te sovra te corono e mitrio.

 

 

 

Ημέρα τέταρτη

 

 

 

Χρήστος Λιώτης

jakob

Erik Luyten Photography

Green Carnation / Jakob

Παρά το ότι συνήθως αποτελεί ένα “ήρεμο” σβήσιμο, το φετινό Afterburner ήταν από τα πλέον γεμάτα και έντονα στην ιστορία του φεστιβάλ. Ηλεκτρικό σετ Amenra και 2ο επετειακό σετ Neurosis, τι άλλο να πω δηλαδή. Βασικά δε θα πω τίποτα άλλο περί αυτών, οι σύντροφοι ριπόρτερς είμαι σίγουρος ότι θα με καλύψουν πλήρως.

Πάμε στα άλλα της μέρας. Ξεκίνημα με Green Carnation στο main stage, άλλο ένα σπέσιαλ σετ, ζωντανή απόδοση ολόκληρου του Light of Day, Day of Darkness. Αυτά. Αν σας αρέσουν, τότε λογικά θα τη βρίσκατε άγρια στο συγκεκριμένο λάηβ. Εγώ έκατσα 5 λεπτά και έφυγα τρέχοντας, ούτε οι Anathema στο περσινό Roadburn δε με είχαν χαλάσει τόσο. Απόπειρα να δω Syndrome, παταγώδης αποτυχία αφού το Cul de Sac στο οποίο παίζουν είναι γεμάτο, επόμενη στάση οι Jakob στο Main Stage.

To post rock κι εγώ έχουμε μία ιδιαίτερη σχέση. Από τη μία το καραγουστάρω, από την άλλη το μισώ γιατί έχει την ικανότητα να μου τρώει την ψυχή. Κάτι που έκαναν στο έπακρο και οι Jakob. Έχοντας αράξει στα σκαλάκια, νηφάλιος, με σκοπό να τη βγάλω στο χαλαρό, κατέληξα χαωμένος να κοιτάω το άπειρο, ενώ οι Αυστραλοί μου καταπλάκωναν την ψυχή επί 1 ώρα. Και σε λίγη ώρα θα έρχονταν οι Amenra και οι Neurosis να την τσακίσουν.

 

Χρήστος Τριανταφύλλου

Συνήθως τα τελετουργικά γεγονότα ακολουθούν μια πορεία που οδηγεί νομοτελειακά προς μια κορύφωση που απελευθερώνει ό,τι κρατιόταν κρυμμένο ή συγκρατημένο στα προηγούμενα στάδια. Όσα συνέβησαν την τρίτη μέρα δεν αλλοίωσαν αυτή την πορεία, αλλά σίγουρα δημιούργησαν προβλήματα σε κάποιον που θα προσπαθούσε να  αποτυπώσει την πορεία του φετινού Roadburn σε μορφή καμπύλης (δεν ξέρω γιατί να προσπαθούσε να το κάνει κάποιος αυτό βέβαια). Οι ίδιοι οι ιθύνοντες του φεστιβάλ φαίνεται πως έχουν κάνει κάποιες παρόμοιες σκέψεις, γιατί η τελευταία του μέρα ονομάζεται «Afterburner». Αυτό σημαίνει πως όλη η φλόγα (που είναι, ας μην ξεχνάμε, ένα από τα βασικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται στην εικονοποιία και στιχουργική του post-metal) καταναλώνεται στις τρεις πρώτες μέρες και στην τελευταία μέρα ο καθένας πορεύεται με ό,τι του έχει απομείνει. Ειδικά μετά από όσα συγκλονιστικά είδαμε την τρίτη μέρα, με αποκορύφωμα την εμπειρία ζωής που λεγόταν «Afterlife», πώς θα μπορούσε η καμπύλη να είναι ακόμα ανοδική; Με ποια φλόγα;

 

 

20160417_155558

Syndrome

Η σκληρή πραγματικότητα αγνόησε, βέβαια, αυτά τα δεδομένα. Όπως αναμενόταν, καθυστερήσαμε να φτάσουμε, με αποτέλεσμα να μην προλάβουμε να δούμε άλλο ένα project του Scott Kelly, τους Mirrors for Psychic Warfare. Η αλήθεια είναι, βέβαια, ότι μετά από τα ακουστικά σετ της δεύτερης ημέρας και, κυρίως, μετά από την απίστευτη απόδοση των Neurosis την τρίτη μέρα, το κακό δεν ήταν και τόσο μεγάλο. Πορευτήκαμε, λοιπόν, χωρίς πολλές τύψεις στο μπαρ-τρύπα ονόματι «Cul de Sac» για να δούμε τους Syndrome, τον κιθαρίστα δηλαδή των Amenra Mathieu van de Kerckhove με την κιθάρα του. Όπως και στις άλλες σκηνές του φεστιβάλ, έτσι και εκεί ο ήχος ήταν άψογος, ειδικά αν υπολογίσει κανείς ότι το Cul de Sac έχει μέγεθος όσο οι τουαλέτες στην κεντρική σκηνή και χαμηλό ταβάνι. Ο Mathieu έπαιξε ένα σχετικά μικρό ambient σετ, με ολίγη από post-rock και –όπως σε οποιαδήποτε συγκυρία περιλαμβάνει κάτι από Amenra– με πολύ συναίσθημα, εν προκειμένω εγκατάλειψης.

 

 

blind_idiot_god

Erik Luyten Photography

Blind Idiot God

Η συνέχεια απαιτούσε ένα συναισθηματικό διάλειμμα, οπότε κινηθήκαμε προς το green room για να δούμε τους Blind Idiot God. Φορμαρισμένοι μεσήλικες με progressive/space διαθέσεις και καταπληκτική τεχνική κατάρτιση. Έχω καταντήσει γραφικός, αλλά και εκεί ο ήχος ήταν εξαιρετικός. Όχι συγκρότημα πρώτης γραμμής, αλλά κάτι που σίγουρα αξίζει να ψάξετε και να δείτε ζωντανά.

 

 

amenra

Erik Luyten Photography

Amenra

Τους Amenra τους εκτιμούσα αφάνταστα και πριν από το φεστιβάλ. Τους είχα τοποθετήσει ήδη ανάμεσα στα πιο ξεχωριστά μου ακούσματα, δεν μπορούσα να τους ακούσω χωρίς να ανατριχιάσω και φρόντιζα πάντα οι συνθήκες ακρόασης να είναι οι ιδανικές. Το καλλιτεχνικό project που λέγεται Church of Ra έδινε σαφή δείγματα περί τίνος πρόκειται, αλλά όλα αυτά δεν μπορούσαν να κοινωνηθούν χωρίς τη ζωντανή επαφή. Μετά το Roadburn, όλα αυτά έγιναν ξαφνικά πολύ λίγα. Η πρωτόγνωρη συναισθηματική ένταση του ακουστικού σετ δεν απελευθερώθηκε ποτέ, ενώ η, σύντομη έστω, συζήτηση με το συγκρότημα –και ιδίως με την ασκητική μορφή του CHVE– το βράδυ της τρίτης μέρας ενίσχυσε αυτή την αποκαλυπτική διαδικασία. Όλα ήταν λοιπόν σχεδιασμένα ώστε το δεύτερο, «κανονικό» τους σετ να λειτουργήσει ως απελευθέρωση όλης της φλόγας που έκαιγε. Και πράγματι, έτσι έγινε. Το συγκρότημα ανέβηκε στη σκηνή, ο CHVE κάθισε –όπως πάντα– πλάτη στο κοινό αρχικά στα γόνατα και σύντομα ξεκίνησε η διαδικασία της κάθαρσης. Με τον πιο στιβαρό και δεμένο ήχο που έχω ακούσει ποτέ σε συναυλία, ξετύλιξαν όλα τους τα ακραία αριστουργήματα και μας βοήθησαν να βγάλουμε από μέσα μας ό,τι μας έκαιγε από το προηγούμενο τους σετ. Τα σπαραχτικά ουρλιαχτά του CHVE θαμμένα μέσα στο τείχος συμπαγών riffs ήταν η κορωνίδα, καθώς τον παρακολουθούσαμε να συσπάται και να πολεμάει τους δικούς του δαίμονες πάνω στη σκηνή. Δεν μπορούσαμε παρά να τον ακολουθήσουμε σε αυτό το ταξίδι. Φως και σκοτάδι, βουβή θλίψη και απελευθερωτικός σπαρακτικός θρήνος για όσα δεν μπορούν να εκφραστούν με λέξεις. Το όχημα της προσωπικής λύτρωσης που λέγεται Amenra λειτουργεί με δίπολα, που στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου μα καθόλου αντίθετα μεταξύ τους. Το μόνο συγκρίσιμο μέγεθος σε αυτό το επίπεδο είναι οι Tool, με τη διαφορά ότι οι τελευταίοι καταπιάνονται απευθείας με την ανύψωση χωρίς να περάσουν πρώτα από τον πόνο και την καθαρτική διαδικασία. Το set ήταν αναγκαστικά σύντομο∙ κανένα αλεξικέραυνο, ακόμα κι αν είναι τόσο αλύγιστο όσο ο CHVE, δεν μπορεί να αντέξει αυτή την ένταση για μεγάλο διάστημα. Μπορεί να είμαστε αιώνιοι και όλος αυτός ο πόνος να είναι μια παραίσθηση, όπως λένε οι Tool, αλλά πριν από αυτά υπάρχουμε εδώ, για να τα υποστούμε όλα και να βαδίσουμε σπαράζοντας προς το αβέβαιο.

 

 

neurosis_sk

Erik Luyten Photography

Neurosis

Ακόμα και μετά από αυτό όμως, η φεστιβαλική διαδικασία έπρεπε να συνεχιστεί –και μάλιστα με τον καλύτερο τρόπο. Οι τριακονταετείς πλέον Neurosis ήταν έτοιμοι να μας δείξουν για δεύτερη συνεχόμενη μέρα ποιος εφηύρε αυτή τη μουσική. Ήταν έτοιμοι να μας δείξουν παραστατικά πώς ένα hardcore punk συγκρότημα εξελίχθηκε σε πατέρας ενός νέου υπέροχου είδους, κρατώντας κάποια πράγματα από την καταγωγή του και πετώντας άλλα, χωρίς όμως ποτέ να ξεχνάει από πού ξεκίνησε. Γιατί όλο αυτό δεν θα ήταν ποτέ εφικτό χωρίς την ωμότητα του punk ως εκφραστικό μέσο. Αυτή την ωμότητα οι Neurosis την έκαναν εργαλείο, τη μπόλιασαν μουσικά με το metal και κατάφεραν να δημιουργήσουν το υποείδος που βασίζεται κατεξοχήν στο χτίσιμο, στην εναλλαγή, στην κορύφωση και τελικά στη λύτρωση. Ο δρόμος που δημιούργησαν μόνο επιφανειακά έμοιαζε με τον δρόμο ομότεχνών τους όπως οι Melvins, κι ας εντάσσονται και οι δύο στο sludge. Γι’ αυτή την τόλμη η μουσική τούς οφείλει πολλά. Στα 2 σετ τους, λοιπόν, μας επεξήγησαν λεπτομερώς αυτή τη διαδικασία, έχοντας και καταπληκτικό ήχο που συγκρινόταν μόνο με αυτόν των Amenra (τους οποίους έχουν πάρει πλέον κάτω από τη φτερούγα τους). Ο ήχος ήταν τόσο καθαρός και η απόδοσή τους τόσο καλή, που άκουσα για πρώτη φορά πράγματα που δεν έχω προσέξει ποτέ στους δίσκους τους. Προφανώς δεν υφίσταται σύγκριση με την εμπειρία μου όταν τους είχα δει στην Αθήνα το 2014. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι σε συνολική εμφάνιση 4 ωρών, δεν επανέλαβαν κανένα κομμάτι μεταξύ των δύο σετ. Επειδή διαβάζοντας κανείς αυτό το κείμενο, καταλαβαίνει ότι η πραγματική σύγκριση που πρέπει να γίνει είναι με τις εμφανίσεις των Amenra, θα πω ότι είναι συγκινητικό να βλέπεις ένα τόσο σημαντικό συγκρότημα να ξεδιπλώνει επί σκηνής το πνευματικό του τέκνο (το post-metal) με τόση απλότητα, αμέσως μετά από τη συγκλονιστική εμφάνιση της αιχμής του είδους αυτού. Αυτό προφανώς δεν καθιστά τους Neurosis νοσταλγικούς γέροντες∙ το πάθος τους γι’ αυτό που έχουν δημιουργήσει είναι το καλύτερο καύσιμο, και οι τελευταίοι τους δίσκοι η καλύτερη απόδειξη ότι ο θρόνος που έφτιαξαν είναι ακόμα δικός τους. Από αυτή την άποψη, ίσως θα έπρεπε να έκλειναν το δεύτερο σετ, αντί για το πρώτο, με το καλύτερο τραγούδι που έχει γραφτεί ποτέ σε αυτό το είδος, το Stones from the Sky.

 

 

buried_at_sea

Buried at Sea

Μετά από ένα τρίωρο που ήταν ικανό να σου αλλάξει την αντίληψη για τη μουσική, οι Buried at Sea είχαν το απίστευτα δύσκολο έργο να προκαλέσουν το ενδιαφέρον μας. Τα κατάφεραν αρκετά καλά, παίζοντας ένα πολύ βαρύ post/doom και βγάζοντας την ένταση που θα περίμενε κανείς. Κάτι παραπάνω για το σετ δεν μπορώ να πω, γιατί δεν ήμουν σε θέση να δώσω την απαραίτητη σημασία.

 

Έξοδος

Συνολικά, το Roadburn ήταν μια εμπειρία ζωής για κάποιον που παρακολουθεί αυτά τα υποείδη του metal. Σε ένα άψογο περιβάλλον, χωρίς καμία διάθεση ανούσιου εντυπωσιασμού, μπορούσες με κάθε άνεση να βυθιστείς σε αυτό που εύστοχα η σελίδα του φεστιβάλ στο FB ονόμασε «συναισθηματικό ταξίδι». Το παράδειγμα των Amenra που προσπάθησα να εξηγήσω είναι η καλύτερη απόδειξη για το ότι το φεστιβάλ ανάγει τις μουσικές προτιμήσεις και αγάπες σε νέα επίπεδα. Η μουσική, η κάθε μουσική, είναι κυρίως συναίσθημα. Όταν λοιπόν αυτό το συναίσθημα γίνεται και βίωμα, το αποτέλεσμα δεν μπορεί να κάνει τίποτα λιγότερο από το να σε σημαδέψει ανεξίτηλα και βαθιά. Δεν μπορεί να κάνει τίποτα λιγότερο από το να σε αλλάξει.

 

  • Social Links: