Το κλασικό στερεότυπο «πολύ καλό για ελληνικό» έκανα κάμποσο καιρό να το αποτινάξω. Χρειάστηκε να φύγω από την πόλη μου για σπουδές και η ταυτόχρονη άνθιση των μουσικών sites σε…

Πώς έβαλα στην άκρη τις προκαταλήψεις και έμαθα να αγαπώ την ελληνική underground μουσική

Το κλασικό στερεότυπο «πολύ καλό για ελληνικό» έκανα κάμποσο καιρό να το αποτινάξω. Χρειάστηκε να φύγω από την πόλη μου για σπουδές και η ταυτόχρονη άνθιση των μουσικών sites σε συνδυασμό με το γκελ που έκαναν στα social media ώστε να ανοίξουν οι ορίζοντές μου στο συγκεκριμένο πεδίο. Έκτοτε, σχεδόν πάντα το κινητό ή το mp3 player θα περιείχε κάποιο άλμπουμ ελληνικού συγκροτήματος που συνόδευε βόλτες, ταξίδια, διάβασμα κλπ. Ακολουθούν με αλφαβητική σειρά (και μια γερή δόση νοσταλγίας) οι πέντε κυριότεροι λόγοι για τους οποίους με κέρδισε το ελληνικό underground.

Agnes Vein – Duality: Σαπίλα και καταχνιά με γερές βάσεις στο sludge, black metal ρυθμολογία με πολύ ωραία σκισμένα φωνητικά, Bathory-κό epic feeling, κομμάτια με αναφορές στο λογοτεχνικό κόσμο του Τόλκιν (βλ. Melkor, Earendil). Τι άλλο να ζητήσει κανείς;

Lucky Funeral – Lucky Funeral: Το πρώτο τους – και ομώνυμο – άλμπουμ ήταν και το πιο «εύπεπτο». Ανεπανάληπτο groove, southern rock αλλά και sludge επιρροές στο stoner rock τους και μερικοί από τους καλύτερους τίτλους τραγουδιών της ελληνικής σκηνής (βλ. Babis the Stoned Cat, Drunk Crocodile).

Need – Siamese God: Όταν το πρωτοάκουσα, μου φάνηκε σαν ένα τζαμάρισμα μελών των Faith No More, Pain of Salvation και Slipknot. Μπορεί σε κάποιους να φανεί περίεργο χαρμάνι, αλλά στην πραγματικότητα είναι γευστικότατο. Αποτελεί έναν αληθινό progressive δίσκο με μερικά από τα καλύτερα φωνητικά της σκηνής.

Poem – The Great Secret Show: Χωρίς να θέλω να υποτιμήσω τους υπόλοιπους, είναι ο δίσκος που έχω λιώσει περισσότερο από τους άλλους 5. Είχα εντυπωσιαστεί όταν είχα μάθει πως είναι ντεμπούτο, καθώς είναι τρομερά καλοδουλεμένος. Το prog τους ταιριάζει αρκετά με αυτό των Need. Τα φωνητικά είναι υπέροχα και άκρως εθιστικά και κάποια κομμάτια έχουν έως και “poppy” σημεία. My kind of music εντελώς!

Sun of Nothing – The Guilt of Feeling Alive: Δεν ξέρω αν οι ίδιοι συμφωνούν, αλλά νομίζω ότι ο όρος post-everything χαρακτηρίζει αυτό το δίσκο. Βαρύς και ασήκωτος, γεμάτος από ζόρικα συναισθήματα, περνάει το sludge metal του από ένα ευρύ φάσμα ήχων και επιρροών μέχρι την κάθαρση που επέρχεται μέσω του τελευταίου έπους (λέγε με Hearthealer).