(Οι φωτογραφίες αποτελούν ευγενική παραχώρηση της Βασιλικής Παναγοπούλου)     Onward, forward. Like the old seafarers, we explored the vastness of space. Not bound by physical laws we pass the…

Smoke the Fuzz Fest: Post-Mortem edition (5-6/11/2016) @Vox : Αυτό που μένει μετά

(Οι φωτογραφίες αποτελούν ευγενική παραχώρηση της Βασιλικής Παναγοπούλου)

 

 

Onward, forward. Like the old seafarers, we explored the vastness of space. Not bound by physical laws we pass the speed of light and chase the expansion of space until we reach its limit. And then, we continued on and disappeared. This is our story.
Cult of Luna

 

Η επιτυχία του Smoke the Fuzz Fest, που άνοιξε την αυλαία του με το Fall of Doom στις 17 Σεπτεμβρίου και συνέχισε να ταράζει τα μουσικά νερά της Αθήνας με το Howler στις 22 Οκτωβρίου, ήταν ήδη δεδομένη για τους οπαδούς του ακραίου ήχου, πριν τον επίλογο του Post-Mortem το περασμένο σαββατοκύριακο. Από το Gagarin στην Ιερά Οδό κι έπειτα στο Vox, η συγκρότηση της Smoke the Fuzz gigs επέτρεψε σε καθεμιά από τις τρεις εκδοχές του φεστιβάλ να εκφέρει τη δική της πνοή, σε ένα φάσμα που ξεκινούσε από το sludge/doom, περνούσε από το stoner και την ψυχεδέλεια και κατέληγε στην post-metal.

Ένα δέλτα, λοιπόν, στο μουσικό ταξίδι που ξεκίνησε από τον Σεπτέμβριο και έμελλε να εκβάλει στον ωκεανό των Russian Circles και Cult of Luna + Julie Christmas: να ένας πρώτος καλός τρόπος να περιγράψεις ό,τι συνέβη στο Post-Mortem. Αλλά ας δούμε πιο αναλυτικά τι μεσολάβησε αυτό το σαββατοκύριακο και γιατί ήταν τόσο σημαντικό.

 

 

Russian Circles, Helen Money, 5/11/2016 @Vox

Η Ιερά Οδός είναι ένας συναυλιακός χώρος που έχει φιλοξενήσει πολλές από τις νιωστικές μας αναμνήσεις, τουλάχιστον τον τελευταίο χρόνο: τα αποκαΐδια μας από την κατάθεση ψυχής του Bobby Liebling στο Desertfest, στις 8 Οκτωβρίου, αιωρούνταν ακόμη κάπου στη σκηνή της Ιεράς Οδού. Όταν, λοιπόν, μία μέρα πριν από το Post-Mortem, ανακοινώνεται πως το φεστιβάλ θα μετακινηθεί στο Vox, μαζί με το αρχικό ξάφνιασμα ξυπνά μέσα σου κι η προσμονή μπροστά στο καινούριο που έρχεται να σηματοδοτήσει αυτή η μετάβαση.

Κι έτσι μπαίνεις σε έναν χώρο αισθητά μικρότερο από την Ιερά Οδό· περιεργάζεσαι για λίγη ώρα την κλειστότητά του, προσπαθείς να αντιληφθείς τη δική σου, ατομική θέση, κάτω από δύο πατώματα και, πριν προλάβεις να ανταλλάξεις αναγνωριστικά βλέμματα με τον κόσμο γύρω σου, έρχεται επί σκηνής μία μορφή με τσέλο, που καλείται να εκκινήσει το φεστιβάλ: η Helen Money.

Έχοντας συνεργαστεί στο παρελθόν με ένα φάσμα καλλιτεχνών που ξεκινάει από τους Mono και φτάνει μέχρι και τους Disturbed, η τσελίστα ήξερε πολύ καλά –με τις πειραματικές της λούπες, τα βάναυσα μπάσα στα πεντάλ και την επιθετικότητα απέναντι στις χορδές του τσέλο– πώς να σου προκαλέσει την απαραίτητη ανοικείωση, έτσι ώστε οι Russian Circles να μοιάσουν σαν ήχος που δεν είχες ξανακούσει.

 

russian_circles_1

Photo: Βασιλική Παναγοπούλου

 

Και, πράγματι, αποδείχθηκε πως δεν ήταν καθόλου δύσκολο να μπεις στο mood του πρωτάκουστου ήχου. Με το που εμφανίζεται στη σκηνή το τρίο και τα πρώτα visuals να φτιάχνουν ατμόσφαιρα, ανεβοκατέβαζες ρυθμικά το κεφάλι με την εντυπωσιακή ποιότητα και διαύγεια του ηχοτοπίου που εισέβαλλε στον οργανισμό σου, επιδοκιμάζοντας κατά κάποιο τρόπο και την επιλογή του χώρου για το live, μετά από την πρώτη απορία, κατά την είσοδό σου. Η αρχή έγινε με τα «Asa» και «Vorel» κι ενώ νόμιζες ότι κάλλιστα θα συνέχιζαν με το υπόλοιπο Guidance, να σου το blast from the past από το Memorial και καπάκι από το Empros, για να επιστρέψουν στο φετινό τους άλμπουμ. Κατόπιν ξανά Memorial και κλείσιμο με «Mládek» από Empros, πριν να επανέλθουν θριαμβευτικά στη σκηνή με encore από το μνημειώδες Station.

 

russian_circles_4

Photo: Βασιλική Παναγοπούλου

 

Από όπου κι αν το πιάσεις, ήταν ένα συγκλονιστικό σόου: μοναδική δυναμική στα κομμάτια που πλησίαζαν προς την post-metal και πιο εκφραστική –και ενδεχομένως αποδοτική– ερμηνεία σε όσα τονίζονταν οι indie αποχρώσεις τους. Φαίνονταν, με άλλα λόγια, να προλαβαίνουν όποιες τεχνητές δοκιμασίες μπορούσες να στήσεις με το μυαλό σου, όπως: «Οκ, μόνο σέβας για τα τύμπανα, αλλά θα καταφέρουν να τα πάνε εξίσου καλά στα λιγότερο βαριά τους κομμάτια;». Χτίσιμο συναισθημάτων και μονομιάς γκρέμισμά τους, χωρίς περιττά riffs και ξανά πέρασμα σε πιο σκοτεινούς ήχους που έμπαιναν σε ένα ειδολογικό μπλέντερ που σε έκανε να χάνεις την επαφή με τον χώρο γύρω σου, αυτό ήταν που συγκροτούσε τη συνολική πανδαισία από την οποία αποσπαστήκαμε ξαφνικά μετά το «Youngblood» το βράδυ του Σαββάτου.

 

russian_circles_19

Photo: Βασιλική Παναγοπούλου

 

 

Cult of Luna + Julie Christmas, 6/11/2016 @Vox

Όλα τα παραπάνω θα ήταν απλώς απομεινάρια μιας ξεχωριστής ανάμνησης, αν δεν ήταν συντεταγμένα με ό,τι επρόκειτο να ακολουθήσει την επόμενη μέρα στον ίδιο χώρο. Παίρνοντας μαθήματα από τον συνωστισμό του Σαββάτου, κολλήσαμε από νωρίς κοντά στο κάγκελο την Κυριακή το βράδυ, σε μια προσπάθεια να αποκτήσουμε την ευκαιρία μιας άνετης ανάσας στο πιο αναμενόμενο βράδυ του φετινού φθινοπώρου. (Εκεί είχα την καλή τύχη να παρατηρήσω συγκεντρωμένο και έναν κύκλο αφιχθέντων με μπλούζες Amenra, σχεδόν σαν αίρεση που ανταποκρινόταν στο μυστικό της κάλεσμα)

Κάποια αξιοσημείωτα αυτονόητα: το Mariner, αν πιστέψουμε τα λεγόμενα στην ιστοσελίδα των Cult of Luna, δεν προοριζόταν ποτέ να παιχτεί ζωντανά. Το σπάσιμο του όρκου για έναν μεγαλύτερο, στην προκειμένη περίπτωση, δεν προβλέπει πια και να ξαναπαιχτεί –πράγμα που σημαίνει ότι η Αθήνα έμελλε να είναι μια στιγμή μοναδικότητας, ο τελευταίος σταθμός ενός tour που επρόκειτο να λάμψει σαν κομήτης στο μουσικό στερέωμα και να εκλείψει οριστικά στο μέλλον, κεντρίζοντας ακραίες αντιδράσεις σε όσους είχαν τη δυνατότητα παρατήρησής του.

Η καθυστέρηση ενός τετάρτου για την εμφάνιση των Cult of Luna και της Julie Christmas επί σκηνής επέτεινε ακόμη περισσότερο αυτή την αίσθηση προσμονής για τη μεγάλη έκρηξη. Η ατμόσφαιρα γινόταν όλο και πιο δυναμιτισμένη, η ταχυπαλμία αυξανόταν λεπτό προς λεπτό. Τα πρώτα riffs από το «A Greater Call» αρχίζουν να παίζουν, η στιγμή φτάνει, οι άνθρωποι κοιτούν εκστατικά από χαμηλά –και έπειτα το χάος. Για όσα μεσολάβησαν μέχρι και το τέλος του «The Wreck of SS Needle» δεν έχω σχεδόν τίποτε να πω. Απροσδιοριστία, διάχυση, εντροπία. A toothless shift to dark again. Δεν γίνεται –και δεν χρειάζεται– να τα περιγράψεις όλα· πρέπει κάποιες στιγμές να αφήνεις στο Άγνωστο χώρο για να αναπνεύσει. Και νομίζω πως αυτή η εσωτερίκευση της παλινδρόμησης μεταξύ χάους και ζωής συνάδει με το μοτίβο της θυσίας προς ένα “greater call”, που χαρακτηρίζει και τη θεματολογία του άλμπουμ.

 

 

Το Mariner συνεχίστηκε με την Julie Christmas να εγκαταλείπει προσωρινά τη σκηνή για το ιντερμέδιο που λέγεται «Approaching Transition». Για λίγα λεπτά επικράτησαν αργοί ρυθμοί, κατάπαυση της έντασης κι αυτή ήταν ίσως και η μόνη στιγμή το βράδυ της Κυριακής όπου είχες τη δυνατότητα να ανασυνταχθείς και να αναστοχαστείς πάνω σε αυτό που είδες. Κι αμέσως μετά το «Cygnus», το κομμάτι που εμπνέεται από την περίφημη σκηνή στο 2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος και το ταξίδι πέρα από το άπειρο.

Το setlist στους υπόλοιπους σταθμούς του τουρ έκλεινε με το «Cygnus» κι όλοι περιμέναμε να κλείσει εκεί η βραδιά. Κι όμως, έρχεται και η έκπληξη, με δύο κομμάτια από το τόσο συγγενές Vertikal ως encore, τραβώντας σε με μανία πίσω στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησε ένα ταξίδι που συνομιλεί με αυτό του Discovery One στο αριστούργημα του Kubrick. Το «I: The Weapon» και η απόκοσμη βαρύτητα του post-metal στο «In Awe Of» ήταν τα δώρα που θα άφηναν οι Cult of Luna στην Αθήνα, σε αυτή τη μοναδική πορεία που ξεκίνησε στις 2 Νοεμβρίου στη Στοκχόλμη.

 

Όταν όλα σιγούσαν κι ερχόταν η ώρα να αναμετρηθείς με τον εαυτό σου, ανακάλυπτες πως τα αυτιά σου δεν βούιζαν στο παραμικρό, πως ο χρόνος είχε περάσει από πάνω σου χωρίς να το αντιληφθείς και πως σου είχε χαριστεί η επιστροφή σε μια πρώτη αθωότητα κι όλα ήταν πια έτοιμα για να ξεκινήσεις πάλι από την αρχή. Από δω και πέρα θα χρειαζόταν θάρρος για να περιγράψεις αυτό που βίωσες.

Στο μυαλό μου επανερχόταν καθ’ όλη τη διάρκεια των δύο ημερών, σαν μικρός δαίμονας, ένα σχόλιο τριών λέξεων, που είχα πετύχει όταν πρωτομάθαινα για το φεστιβάλ: «ένα μικρό Roadburn». Προσπάθησα, όσο γινόταν, να τον κάνω να σιωπήσει και να αφουγκραστώ μια άλλη, λογική, αγγελική φωνή: τον παλμό αυτής της πρωτοφανούς για τα ελληνικά δεδομένα διοργάνωσης, έξω από κάθε αβάσιμη σύγκριση με μεγέθη του εξωτερικού και φουσκωμένα προσωπικά βιώματα. Και κοιτώντας προς τα πίσω πλέον, μπορώ με δυσκολία να ακούσω αυτή την πρώτη φωνή: ήταν μια διοργάνωση που απλά απογείωσε την εγχώρια πολιτιστική ζωή.