Το Better Call Saul ως κλασικό spin-off prequel θα ήταν κανονικά η σειρά που θα περίμενες με αγωνία να παρακολουθήσεις τη στιγμή που ανακοινώθηκε, θα έβλεπες τα πρώτα επεισόδια και…

Έγκλημα και τηλεόραση. Το σύμπαν του Breaking Bad και του Better Call Saul

Το Better Call Saul ως κλασικό spin-off prequel θα ήταν κανονικά η σειρά που θα περίμενες με αγωνία να παρακολουθήσεις τη στιγμή που ανακοινώθηκε, θα έβλεπες τα πρώτα επεισόδια και μετά θα την παράταγες στην ανυποληψία ενός ακριτικού φακέλου του υπολογιστή. Eίναι, άλλωστε, πολύ δύσκολο να κρατήσεις ζωντανή μια ιστορία, όταν ξέρεις ήδη ποιο θα είναι το τέλος της. Εδώ είναι, όμως, ένα βασικό θέμα και επίτευγμα των δημιουργών του: το Better Call Saul δεν είναι ένα prequel που απλά προσθέτει κάποιες πληροφορίες για το σύμπαν του Breaking Bad.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι μερικές από τις σημαντικότερες και πιο επιτυχημένες σειρές της αμερικανικής τηλεόρασης έχουν να κάνουν με το οργανωμένο έγκλημα. Το Breaking Bad, το Narcos, οι Sopranos, το The Wire, εν μέρει το Deadwood, το Peaky Blinders, ακόμα και το Sons of Anarchy και τώρα το Better Call Saul. Όλες αυτές οι σειρές έχουν το πρώτο κοινό χαρακτηριστικό ότι ασχολούνται με το οργανωμένο έγκλημα αφήνοντας στην άκρη το μοτίβο της «αστυνομικής» μυθοπλασίας, την οπτική δηλαδή των εκπροσώπων ενός κράτους που κυνηγάει όσα και όσους μένουν στη σκιά του, μακριά από την επιτήρησή του. Αυτό, βέβαια, ισχύει και για το Narcos (ακόμα και αν η φωνή του αφηγητή ταυτίζεται με τη φωνή του εκπροσώπου της DEA), αλλά και για το The Wire. To έγκλημα έχει μια τόσο σημαντική θέση στη σύγχρονη τηλεοπτική (και όχι μόνο) μυθοπλασία για διάφορους λόγους και το συναρπαστικό «πιστολίδι» δεν είναι ένας από αυτούς.

Οι σειρές αυτές βγήκαν σε μια περίοδο που το κοινό είχε κουραστεί από τον τρόπο που στηνόταν μια αφήγηση έντονα φιλική προς τον «καλό» αφοσιωμένο στην πάταξη της εγκληματικής δράσης του εντελώς στερεοτυπικού τρόπου που στηνόταν ο «κακός» της υπόθεσης. Στη μαζική παραγωγή των ταινιών του Hollywood ο villain ήταν το πρώτο κλισέ όλων. Ήταν Σοβιετικός (ή αργότερα Ρώσος ή Άραβας) ή ήταν σχιζοφρενής που ήθελε να φέρει το χάος παντού ή κάποιος που απλά ήθελε να βγάλει όλο και περισσότερα λεφτά παράνομα. Σε γενικές γραμμές, η δράση του προέκυπτε από μια (συνήθως ελάχιστα αναλυμένη) ανάγκη για εξουσία, χρήμα ή καταστροφή.

Συχνά, λοιπόν, ο villain μάζευε ιδιότητες που προέκυπταν από φυλετικά, ιδεολογικά, εθνικά ή άλλα χαρακτηριστικά. Οι δημιουργοί πάταγαν συχνά πάνω σε προκαταλήψεις που κατά κάποιο τρόπο τους απάλλασσαν από την ανάγκη να εργαστούν για να χτίσουν μια πολυδιάστατη προσωπικότητα. Γιατί να σπαταλήσεις χρόνο από τη δράση για να αναζητήσεις κίνητρα και back stories όταν μπορείς να δώσεις στον χαρακτήρα σου μια σπαστή προφορά αγγλικών που θυμίζει ανατολικό μπλοκ και φτιάχνει άμεσα το κίνητρο που αναζητούσες; Πολύ πρόσφατα, μάλιστα, στο πλαίσιο μιας έρευνας για το πώς στιγματίζονται οι δερματικές παθήσεις στον κινηματογράφο, φάνηκε ότι ένα μεγάλο ποσοστό των πιο επιδραστικών «κακών», σύμφωνα με μια λίστα του AFI, έπασχε από κάποια δερματική πάθηση (βλ. Darth Vader, Scarface, Scar από Lion King, Freddy Krueger και πολλοί ακόμα).

 

Όλο αυτό δημιούργησε μια δίψα δημιουργών και κοινού για ενασχόληση με τους βαθύτερους λόγους που οδηγούν έναν άνθρωπο ή μια ομάδα ανθρώπων στην απέναντι πλευρά. Η αναζήτηση και η ανάδειξη της σημασίας του αντιήρωα (με την ευκαιρία να πω εδώ ότι δεν μου αρέσει καθόλου ο όρος) και των παραγόντων που τον οδήγησαν στη βία και την εγκληματικότητα δεν είναι βέβαια καθόλου τωρινή. Για πολύ καλή μας τύχη, όμως, τα identity politics πέρασαν και στην ποπ κουλτούρα, ώστε ξεπεράστηκε η αποκλειστικά ψυχιατρικού τύπου σύσταση του «κακού» και τα φυλετικά ή άλλα χαρακτηριστικά του περιθωριοποιημένου παρανόμου και αναζητήθηκαν οι τρόποι διαμόρφωσης της εγκληματικής φυσιογνωμίας σε επίπεδο ατόμου ή κοινότητας. Κάπως έτσι ίσως και να υποβοηθιέται από την πλευρά της ποπ κουλτούρας η αναγνώριση κοινωνικών αιτιών πίσω από το έγκλημα. Όπως περίπου είχε πει κάπου ο Hayao Miyazaki, το μοτίβο του να στήνεις το κακό και μετά να το καταστρέφεις μπορεί να θεωρείται στη βάση του mainstream, αλλά στη βάση του είναι σάπιο. Αυτή η ιδέα του ότι για οτιδήποτε κακό μπορεί να συμβεί, κάποιος πρέπει να πάρει το φταίξιμο και να τιμωρηθεί είναι απελπιστική στο επίπεδο της πολιτικής και της ζωής γενικότερα.

Εκτός από αυτό, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι σειρές απεικόνισης του κόσμου του εγκλήματος αποκτούν και έναν χαρακτήρα ντοκιμαντέρ. Ξέρουμε ότι αυτός ο κόσμος υπάρχει, ο κόσμος της παρανομίας, κινείται παράλληλα με εμάς, δίπλα μας, χωρίς να έχουμε ιδέα για το πώς λειτουργεί. Δεν είναι τυχαίο το πώς η πρόσληψη του πραγματικού κόσμου του εγκλήματος διαβάζεται πάντα με όρους και εικόνες που μάθαμε μέσα από την ποπ κουλτούρα. Όλοι ξέρουμε τι σημαίνει ξέπλυμα μαύρου χρήματος, αλλά πλέον το εικονοποιούμε με το “Los Pollos Hermanos”.

Το Better Call Saul και το Breaking Bad είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση με κυρίαρχο θεματικό πυρήνα τον τρόπο που ένας καθηγητής μέσης εκπαίδευσης που διαγνώστηκε με καρκίνο και ένας δικηγόρος με μέτριες σπουδές οδηγήθηκαν στη σκιερή πλευρά της παραοικονομίας και των ναρκεμπόρων. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, το ουσιαστικό θεματικό κέντρο των δύο σειρών είναι η ίδια η μεταστροφή ανθρώπων που δεν χώρεσαν στη «δική μας» κανονικότητα και πέρασαν στην απέναντι πλευρά.

 

Το Breaking Bad ήταν μια ανάγνωση πάνω στο έγκλημα ως τρόπο «νοηματοδότησης» της ζωής ενός μεσοαστού καθηγητή χημείας που ένιωσε ότι η ύπαρξή του έφτανε στο τέλος της, χωρίς ποτέ να ξεπεράσει τη μετριότητα. Το οργανωμένο έγκλημα έγινε το καταφύγιο για να ξεπεράσει ο πρωταγωνιστής του την καταθλιπτική ζωή του καθωσπρεπισμού και της συμβατικής ηθικής τάξης που εντέλει ελάχιστη αποζημίωση του προσέφερε τόσο από οικονομική άποψη όσο και από άποψη κύρους.

Το Better Call Saul, από την άλλη, είναι η ανάγνωση της στροφής προς την παρανομία για έναν άνθρωπο, τον οποίο δεν πίστεψε κανείς και ο οποίος είχε ανέκαθεν μια σχέση αγάπης και μίσους με τη μορφωμένη και νομιμόφρονα ελίτ (κυρίως μέσω της πατρικής φιγούρας του αδερφού του), η οποία τον περιέβαλλε κρατώντας τον κλεισμένο σε όρια προκαθορισμένα από την ίδια και αντιδρώντας σφοδρά, όταν εκείνος άρχισε να νιώθει ότι τα όρια αυτά τον στενεύουν. Οι περίεργες γραβάτες, τα άθλια σποτ και η γενικότερη αισθητική του Saul Goodman δεν έχουν απλά κωμικές προεκτάσεις. Είναι ένας περαιτέρω τρόπος να φωτιστεί αυτή η διάσταση του πρωταγωνιστή απέναντι στην καλοντυμένη ελίτ που πρώτα τον έδιωξε από τις τάξεις της και στη συνέχεια τον στιγμάτισε ως μέλος της απέναντι πλευράς.

H πρώτη σεζόν του Better Call Saul παρουσιάζει έναν Jimmy ως έναν άνθρωπο που έχοντας μπει στην «παραγωγική ηλικία» δεν έχει βρει ακόμη καμία κατεύθυνση ως προς το τι θα κάνει στη ζωή του. Η δεύτερη, έναν Jimmy που βρίσκει μια άκρη στον ορίζοντα, αλλά τη χάνει τη στιγμή που ταυτοποιείται ως ανίκανος να ταιριάξει με την παραδοσιακή δικηγορική ελίτ. Στην Τρίτη, η οργή του Jimmy οδηγεί στη δημιουργία μιας νέας παραβατικής προσωπικότητας. Εδώ περνάμε από τον Jimmy στον Saul.

 Δεν πρέπει, όμως να θεωρήσουμε το BCS ως μια ιστορία του τρόπου που κάποιος ακροβατούσε ανάμεσα στο καλό και το κακό και τελικά διάλεξε το τελευταίο. Ο Saul Goodman είναι ο κατεξοχήν ήρωας που δεν βλέπει την ηθική με όρους μαύρου και άσπρου. Η ηθική τάξη του εγκλήματος φαίνεται σε μια εξήγηση του σπουδαίου χαρακτήρα της σειράς, του Mike Ehrmantraut:

I’ve known good criminals and bad cops, bad priests, honorable thieves. You can be on one side of the law or the other. But if you make a deal with somebody, you keep your word. You can go home today with your money and never do this again. But you took something that wasn’t yours, and you sold it for a profit. You’re now a criminal. Good one, bad one, that’s up to you.

Και εδώ φαίνεται πώς το σύμπαν του BB και του BCS αντιμετωπίζει το έγκλημα σε αντίθεση με την παραδοσιακή οπτική που βλέπει την ταυτότητα του εγκληματία ως ταυτόσημη με την ταυτότητα του «κακού» και του ανήθικου. Το πέρασμα στην απέναντι πλευρά δεν συνεπάγεται αυτόματη συμπαράταξη στην «τάξη των κακών».

 

Σε γενικές γραμμές, η μεγάλη φόρμα της τηλεοπτικής σειράς ενδείκνυται για την παρουσίαση ενός χαρακτήρα που δεν παρουσιάζεται a priori εγκληματικός, αλλά περνάει σταδιακά και για διάφορους λόγους έξω από τον ορίζοντα της νομιμοφροσύνης. Αν το The Wire έδειξε τον τρόπο που νομοτελειακά σχεδόν μια ολόκληρη κοινότητα εξαναγκάζεται να οδηγηθεί στην παρανομία λόγω συστήματος και κρατικής αδιαφορίας, το σύμπαν του BB και κυρίως του BCS πέρασε στην οθόνη τους λόγους της ένταξης δύο ατόμων πια που έζησαν μέρος της ζωής τους στην πλευρά της νομιμότητας και εντέλει δεν ανταμείφτηκαν για την επιλογή τους αυτή.