Αυτό το μάθημα πάντα το έπαιρναν πολλά άτομα γιατί ήταν φαίνεται ενδιαφέρον και πρέπει οι καθηγητές να έβαζαν και καλούς βαθμούς στο τέλος. Τους είχε εντοπίσει μέσα στο πλήθος των…

Mindtruck 9 : Το τέλος του μαθήματος

Αυτό το μάθημα πάντα το έπαιρναν πολλά άτομα γιατί ήταν φαίνεται ενδιαφέρον και πρέπει οι καθηγητές να έβαζαν και καλούς βαθμούς στο τέλος. Τους είχε εντοπίσει μέσα στο πλήθος των ατόμων που έμπαιναν εκείνη τη στιγμή στο αμφιθέατρο. Της άρεσαν πολύ και οι δύο από εκείνη την πρώτη στιγμή. Άραγε να είχαν κάποια κοπέλα; Πόσο συνηθισμένο, πόσο κοινότοπο να σου αρέσει κάποιος από την πρώτη στιγή που τον βλέπεις; Ντρεπόταν. Αυτά τα δύο αγόρια ήταν διαφορετικά μεταξύ τους σε αρκετά πράγματα, αλλά έδειχναν να κάνουν κολλητή παρέα. Ο ένας ψηλός, ο άλλος κοντύτερος, ο ένας ανοιχτόχρωμος, ο άλλος μελαχρινός, ο ένας αδύνατος, ο άλλος γυμνασμένος, ο ένας babyface, ο άλλος σκληρά χαρακτηριστικά, ο ένας κοινωνικός και πρόσχαρος, ο άλλος απρόσιτος και μυστηριώδης και ούτω καθεξής. Σαν μια άψογη διαλεκτική σχέση μεταξύ τους, ο ένας συμπλήρωνε τον άλλο, ό,τι έλειπε στον ένα, το έβρισκε στον άλλο. Όμως της άρεσαν κι οι δύο εξίσου. Καιρό πάλευε να ξεχωρίσει έναν. Πότε μπορεί να έπαιρνε κάποιος προβάδισμα, αλλά στο τέλος της μέρας πάντα κατέληγαν γι’ αυτήν το ίδιο επιθυμητοί. Πόσο πραγματικά μπορεί να είναι όλα αυτά και πόσο πιθανό να τα έχει δημιουργήσει το μυαλό της, τη στιγμή που δεν τους γνώρισε ποτέ, δεν τους έχει μιλήσει καν. Προφανώς έφτιαχνε η ίδια αυτά τα συναισθήματα και τους έδινε τη δραματικότητα που αρμόζει ελλείψει άλλων πραγματικοτήτων, άλλων υπαρκτών προβλημάτων στη ζωή της. Γιατί το ήξερε ότι αυτό που σίγουρα ήθελε στη ζωή της είναι να την αγγίζουν κι όχι να την πιάνουν, μα και να την γραπώνουν και να σφίγγει κι αυτή στην αγκαλιά της παντού πάνω της ένα σώμα κι ένα πρόσωπο και να ακουμπά πάνω τους ελαφρά όλη της την επιφάνεια και την ύπαρξη. Ο ξένος ιδρώτας και η γεύση του της ήταν αναγκαίος και το ίδιο η φρέσκια μυρωδιά του νεανικού κορμιού, όπως αναδύεται από κάθε πόρο του δέρματος και φέρνει στο νου λουλούδια κι ανθούς και νωπούς αγρούς που ξεχύνονται κάτω από ένα πρώιμο ηλιοβασίλεμα.

Εκείνος που της είχε μιλήσει στο facebook και στην αρχή ψυχρά του απαντούσε με μονολεκτικές εκφράσεις, τώρα σταδιακά την κέρδιζε με τους παιχνιδιάρικους κι ευχάριστους τρόπους, γιατί ήξερε να κατευθύνει το μυαλό της σε αγνώριστα μέρη, αλλά χωρίς στόχο την κατάκτηση ή τον εξυπνακισμό, αφηνόταν κι αυτός στη δικιά της ορμή των γνώσεων και των επιχειρημάτων που κατέληγαν στο παιχνίδι. Μια δίνη δυνάμεων που χτυπιούνται μόνο για να κάνουν ισχυρότερες η μια την άλλη ή να ισοπεδωθούν μαζί και να σκορπιστούν στην επιφάνεια μιας ιδιαίτερης εσωτερίκευσης. Δεν της άρεσε βέβαια από την αρχή όπως τον έβλεπε στις φωτό του, αλλά έβρισκε πολύ πρωτότυπα όσα πόσταρε στον τοίχο του και την αισθητική από τα διάφορα άλμπουμ του και είχαν ακόμη κοινά γούστα σε μουσικές, ταινίες κι άλλα και πολλά ακόμη απ’ αυτά που δεν τα γνώριζε, αλλά της φάνταζαν πολύ γοητευτικά για να τα μάθει. Κι έτσι της φάνηκε κι αυτός αλλιώς στα μάτια της, χωρίς να μπορεί να συνειδητοποιήσει το πότε και πώς συνέβη αυτή η μετάβαση, γιατί τόσο γλυκά κι απαλά έγινε, όμως από την άλλη δεν ήξερε αν κι αυτή ήταν κάτι που της άρεσε εν τέλει. Υποτίθεται πως αναζητούσε την αυθεντικότητα και την αλήθεια και άρα κι ο έρωτας με την πρώτη ματιά ήταν ο έρωτας ο ένας, ο απόλυτος. Ή μήπως δεν υπάρχει κι αυτός; Κι αν όμως δεν υπάρχει, δεν πρέπει να αναζητούμε το πιο κοντινό σ’ αυτόν, έστω και κουτσουρεμένο ή μήπως όχι; Μήπως όλα αυτά είναι φτιαχτά εντελώς και πάλι όμως όλα φτιαγμένα από κάποιον ή από εμάς τους ίδιους δεν είναι; Γιατί να μας απασχολεί αυτό και ν’ αναλωνόμαστε σε τέτοιες αμφιβολίες και να μη Ζούμε αυτό που νιώθουμε πιο δυνατό κι ωραίο; Ποιο είναι αυτό τελικά όμως;

Με το φίλο της περνούσαν όμορφα σε καναπέδες και πολυθρόνες που άραζαν με τις ώρες στα σπίτια του καθενός τους εναλλάξ και συζητούσαν για κάθε λογής μικροπράγματα, από τα ρούχα που άπλωναν και το φαγητό που θα έφτιαχναν ή θα έτρωγαν ή είχαν φάει, μέχρι το πού θα έβγαιναν εκείνη και την άλλη μέρα, τα συγκροτήματα που τους άρεσαν και ήθελαν να δουν σε live και πώς τους φάνηκαν εκείνα που είδαν μαζί και χώρια και το ίδιο με τις ταινίες και τις σειρές. Και διεξοδικά ανέλυαν τους χαρακτήρες και τις συμπεριφορές των υπολοίπων της ευρύτερης παρέας οι δυο τους, σαν κολλητοί που ήταν, αν κι απέφευγαν να δηλώνουν ρητά ο ένας στον άλλο αυτή τη λέξη, αλλά και στους γύρω τους. Ψυχολογούσαν ο ένας τον άλλο με καλή διάθεση κι όχι με διδακτικό τόνο κι αναγνώριζαν αμοιβαία τη συμπαράσταση και τη συμπόνια στα προβλήματα και τη βοήθεια στις αποφάσεις που θα έπρεπε να πάρουν. Και για τ’ αγόρια και τα κορίτσια που τους άρεσαν μιλούσαν πιο πολύ κι αντάλλαζαν γνώμες, ναι αυτό το θέμα ειδικά ήταν που τους απασχολούσε τις πιο πολλές φορές και ώρες της συνεύρεσής τους, όχι μόνο πρόσωπο με πρόσωπο, αλλά κι απ’ το τηλέφωνο κι απ’ το skype κι από παντού, γιατί τότε ήταν που δείχναν τους πραγματικούς τους εαυτούς και διείσδυαν στις ψυχές τους και γνωρίζονταν μέρα με τη μέρα σε βάθος και αλληλοδιαμορφώνονταν.

Προχθές που βγήκαν για καφέ λέγανε πάλι κάτι απ’ όλα αυτά ή και λίγο απ’ όλα στις γνωστές τους συζητήσεις, απ’ τις οποίες έμοιαζαν εξαρτημένοι. Ενώ το λόγο είχε πάρει ο άλλος ήδη γι’ αρκετή ώρα, εκείνη τον παρακολουθούσε αρχικά προσηλωμένη, σιγά-σιγά όμως απομάκρυνε το βλέμμα από τα ανοιχτά του χείλη γιατί πρόσεχε μια μικρή ενοχλητική μύγα που πετούσε κατά μήκος όλου του μαγαζιού πέρα-δώθε. Θα πρέπει να έκανε πολύ θόρυβο έτσι όπως έτρεχε σαν τρελή, σαν να θέλει να ξεφύγει από κάτι αόρατο που την κυνηγά, αλλά τον κάλυπτε η βαβούρα που επικρατούσε από τις πολλές παρέες που είχαν γεμίσει το μαγαζί. Σε μια στιγμή πέρασε κι από πολύ κοντά της, φέρνοντας δυο-τρεις σβούρες, τόσο κοντά που κατάφερε να της τραβήξουν την προσοχή τα τεράστια στρόγγυλα μάτια της, που το καθένα μέσα του αποτελούνταν από χιλιάδες ακόμα μάτια, το ένα μέσα στ’ άλλο. Κάπου είχε διαβάσει ότι η μύγα διαθέτει 40.000 ή 60.000, δε θυμόταν ακριβώς, εσωτερικά μάτια στο κάθε ξεχωριστό μάτι της. Τα εντυπωσιακά μάτια της μύγας, αυτής της συγκεκριμένης μύγας, της κόλλησαν σ’ ένα μικρό, μύχιο σημείο του μυαλού της, σ’ έναν απειροελάχιστο ξεχασμένο κύτταρο του εγκεφάλου της, που από εδώ και πέρα αυτή θα ήταν η λειτουργία του, θα δούλευε μόνο για να εξετάσει το μάτι της μύγας, τόσο πολύ μάλιστα που θα γινόταν κι ο ίδιος το μάτι της μύγας. Ένα μάτι μέσα σ’ έναν εγκέφαλο, που αποτελείται από πολλά μάτια. Η μύγα είχε πετάξει μακρυά αλλά παραμένοντας μέσα στο μαγαζί, έφερνε βόλτες θαρρείς σε έναν άψογο σχηματισμό. Η πορεία που διέγραφε, σχημάτιζε ένα άρτιο σχήμα, άλλο κάθε φορά, αλλά ήταν ακριβές με τέλειες γωνίες και καμπύλες. Χμμμμ, ίσως κι όχι, αλλά αυτό τουλάχιστον της έμοιαζε. Ο φίλος της συνέχιζε να αφηγείται. Μπορούσε τότε να φανταστεί το φίλο της στο σχήμα των ματιών της μύγας. Μέσα στο σχήμα πολλοί ίδιοι φίλοι της, ήταν στην πραγματικότητα ο φίλος της που αποτελούνταν από τους εσωτερικούς χιλιάδες ίδιους φίλους.

«Και τώρα είμαι στη φάση που δεν ξέρω αν της αρέσω ή αν απλά περνάμε καλά, οπότε σκέφτομαι τί κίνηση πρέπει να κάνω από δω και πέρα. Ίσως να της προτείνω να κανονίσουμε κάνα καφέ, μόνο οι δυο μας όμως κι αργότερα μπορώ να της κάνω το τραπέζι με καμιά γκουρμεδιά απ’ το ίντερνετ. Κάτσε, καλύτερα πρόταση για καφέ ή ποτό λες;».

Το φίλο της δεν τον είχε δει ποτέ ερωτικά, όχι, ποτέ δεν τον σκέφτηκε σαν εραστή, δεν της είχε εμπνεύσει την παραμικρή σεξουαλική επιθυμία, αυτό το γνωρίζω στα σίγουρα. Και πλατωνικά ακόμα, επίσης δεν της διέγειρε συναισθήματα πόθου ή ερωτικής επιθυμίας, ίσως και γιατί η ίδια έλεγχε τόσο καλά τα συναισθήματά της, τα οποία θε έπρεπε να ορίζονται εξ υπαρχής ως αυστηρά φιλικά, γιατί αλλιώς όλη αυτή η γιγαντωμένη και καλά θεμελιωμένη φιλία που είχε οικοδομηθεί θα γκρεμιζόταν στη στιγμή, ίσως δεν είχε και τόση σημασία τελικά αν είχαν όντως έτσι τα πράγματα ή αν θα έπρεπε να αναγνωριστούν ως τέτοια ή ως κάτι διαφορετικό, ακόμα κι αν αυτό ήταν πιο περίπλοκο. Συνήθως θα είναι βέβαια κάτι πιο περίπλοκο. Το περίπλοκο άλλωστε χαρακτηρίζει όλες τις σύγχρονες ανθρώπινες σχέσεις.

Ο αέρας έξω, τα ουρλιαχτά των αγέννητων σπλάχνων μιας λύκαινας κι εκείνη προσπαθούσε να κοιμηθεί για λίγο, το πρώτο απόγευμα μετά το τέλος του εξαμήνου και την εξέταση του τελευταίου αυτού μαθήματος. Στριφογυρνούσε στον καναπέ γιατί την κατέκλυζαν οι σκέψεις που σε πιάνουν ξαφνικά πάνω στο γλάρωμα και βλέπεις όλη τη ζωή σου σε αλλεπάλληλα καρέ που ακολουθούν το ένα το άλλο χωρίς συνοχή, με τις επιλογές που έκανες και δεν έκανες και σ’ έφεραν σ’ αυτό το σημείο και τους ανθρώπους που γνώρισες και δέθηκες κι απέκλεισες και τις καταστάσεις που έζησες κι αν έτυχε να σε βρουν ή τις κυνήγησες, έστω κι ασυνείδητα. Κι ο έρωτας που δεν ήρθε, ήταν οι οπτασίες των δύο αγοριών απ’ το μάθημα και ο τύπος που συνομιλούσαν στο facebook κι αυτό που θα μπορούσε ν’ αναπτύξει με το φίλο της ή μάλλον όλα τα παραπάνω μαζί. Όλοι αυτοί μαζί ήταν ένας κι όχι μόνο αυτοί. Ήταν κι όσοι της είχαν αρέσει πολύ κι έμειναν μια ανεκπλήρωτη επιθυμία γιατί δεν τους το φανέρωσε. Όχι ότι αν το έκανε θα έβρισκε απαραίτητα ανταπόκριση, αλλά το πιθανότερο την παγερή και συγκαταβατική συμπάθεια της απόρριψης. Γιατί ήταν κι όσοι την είχαν απορρίψει και δεν τους έπεισε ποτέ. ΄Ηταν και οι παιδικές αναμνήσεις των αγνών συναισθημάτων, των πρωτόγνωρων και το χαμόγελο ενός ξένου μεγαλύτερου άντρα στο μετρό και οι εφηβικές ορμές της ανακάλυψης. Η λεπτή, υφασμάτινη κίτρινη κουρτίνα απέναντί της, σηκώθηκε όρθια κι ακίνητη μπροστά απ΄το μισάνοιχτο παραθυρόφυλλο λες και της φώναζε κάτι που δεν μπορούσε ν’ ακούσει. Ξανάκλεισε τα μάτια γιατί δεν ήθελε να ξεφύγει απ’ την ονειροπόληση. Η εικόνα ενός σφιχτοδεμένου αντρικού κορμιού που το πρόσωπό του αλλάζει μορφές τη χάιδευε παντού, λίγο πριν κάνουν έρωτα και τη φιλούσε πότε γλυκά και τρυφερά και πότε τη δάγκωνε και τη ρουφούσε και την έγλειφε. ΄Επιασε τον εαυτό της να κάνει ακριβώς τα ίδια στη μασχάλη της που εκείνη τη στιγμή μύριζε όμορφα από τη μείξη του εκχυλίσματος που περιείχε το αφρόλουτρό της και του φρέσκου ιδρώτα που διαδέχτηκε τις σεξουαλικές της φαντασιώσεις. Άνοιξε τα μάτια και θυμήθηκε τα ψώνια που έπρεπε να κάνει για τα βασικά που είχαν κι αυτά σωθεί. Ίσως ήταν καιρός να ψάξει πιο εντατικά για μια σχετικά εύκολη δουλειά κι ας άφηνε τα μαθήματα για λίγο καιρό στην άκρη. Δε θα την πάλευε αλλιώς.

Κατηφορίζοντας τον καμπυλωτό δρόμο έξω απ’ το σπίτι της, συνειδητοποίησα πως για όλους αυτούς τους λόγους μου άρεσε μόνον εκείνη. Για όλες αυτές τις μικρές λεπτομέρειες της ζωής της, που συνδυαστικά ολοκλήρωναν το υπέροχο προφίλ της. Και το βράδυ όταν ήμουν στο σπίτι μόνος τη σκεφτόμουν, να βγαίνουμε μαζί οι δυο μας και να μου χαμογελά με τις ώρες και με φίλους να περνάμε καλά και τη σκεφτόμουν γυμνή κι ανθοστεφανωμένη να τρέχει σε απόμερα δάση με πυκνή βλάστηση και τη σκεφτόμουν πάνω σε βράχια που κύματα τα χτυπούν αλύπητα, κάτω απ’ τη μύτη ενός αναμμένου φάρου που μας φεγγίζει αμυδρά. Και να κάνουμε σεξ με τις παλάμες μας κολλημένες και τα δάχτυλα μπλεγμένα και τα σώματα κουλουριασμένα και να γινόμαστε ένα με τα πρόσωπα σμιγμένα από τον πόνο της απόλαυσης και πλάνα από την ηδονή των τρανταγμάτων που διαδέχονται την επαναλαμβανόμενη ένωσή μας. Μια πραγματικότητα τόσο αληθινή και υλική που όταν βγήκα απ’ αυτήν, ήταν σαν να νιώθω την πρώτη ενόχληση από το πιάσιμο των γυρισμένων δαχτύλων των ποδιών, όπως ήμουν ξαπλωμένος μπρούμητα πάνω της, που μ’ επανέφεραν απ’ τη λήθη του τελειώματος και έδειχναν στην ίδια κατεύθυνση, σε μια νοητή γραμμή, μ’ αυτήν των γυρισμένων δακτύλων των χεριών, που σήμαινε το τέλειωμα των όσων σας αφηγούμαι.

Ήταν όταν ήμουν πια αρκετά μεγάλος για να αισθανθώ κάτι που αισθάνθηκα για πρώτη φορά.