Στις 30 Νοεμβρίου, ο Αρκάς στην επίσημη σελίδα του στο Facebook ανέβασε το παρακάτω σκίτσο με αφορμή τις καταστροφικές πλημμύρες στη Δυτική Αττική. Ανατρέποντας το μοτίβο των δώδεκα μηνών που…

Πλημμύρες από λάικ: οι φυλές των social media και ο Αρκάς

Στις 30 Νοεμβρίου, ο Αρκάς στην επίσημη σελίδα του στο Facebook ανέβασε το παρακάτω σκίτσο με αφορμή τις καταστροφικές πλημμύρες στη Δυτική Αττική. Ανατρέποντας το μοτίβο των δώδεκα μηνών που ο ένας κάνει καζούρα στον άλλον και όλοι μαζί στον Φεβρουάριο, παρουσιάζει τον Νοέμβριο να αποχωρεί λασπωμένος και δακρυσμένος για τους ανθρώπους που πέθαναν στη Μάνδρα – και μαζί του δακρύζουν και οι υπόλοιποι μήνες.

 

Το θέμα όμως του άρθρου αυτού δεν είναι το συγκεκριμένο σκίτσο, ούτε ο Αρκάς που, μετά από δεκαετίες σχεδόν καθολικής αποδοχής, τόλμησε να διχάσει το κοινό του με σκίτσα σχολιασμού της πολιτικής επικαιρότητας.

Το θέμα μας είναι αυτό εδώ:

Είναι το γεγονός ότι στο συγκεκριμένο σκίτσο, από τις 22 χιλιάδες αντιδράσεις, 821 άτομα – περίπου το 4% – επέλεξαν το καταφανώς ανάρμοστο γελαστό εμότικον. Το γεγονός αυτό επισημάνθηκε στα σχόλια που ανέβηκαν στην συγκεκριμένα ανάρτηση, με αντιδράσεις που κυμάνθηκαν από τον σαρκασμό έως την επίκριση και την οργή για τους “χάχες”.

Αυτό το 4% δεν είναι αμελητέο, ακόμη κι αν βγάλουμε έξω τα τρολ που πάτησαν το συγκεκριμένο emoticon ειρωνικά. Πιθανότατα μεγάλο μέρος αυτού του ποσοστού αντέδρασε έτσι λόγω της κεκτημένης ταχύτητας που δημιουργεί η αυτόματη σύνδεση “σκίτσο του Αρκά = γέλιο” (ή έστω “σκίτσο του Αρκά με τους 12 μήνες – ή χωρίς τον Προφήτη = γέλιο”). Και αυτή η αυτόματη σύνδεση μάλλον δεν εξαντλείται στους φίλους του Αρκά και τα δημογραφικά – ιδεολογικά τους χαρακτηριστικά. Ούτε είναι ζήτημα απλώς και μόνο απροσεξίας.

Η πόλωση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι τεκμηριωμένο επιστημονικά φαινόμενο: Αποκλείουμε από συνομιλητές μας αυτούς με τους οποίους διαφωνούμε (η διαφωνία συνεπάγεται κόστος τόσο σε ψυχική διάθεση όσο και σε χρόνο) και καταλήγουμε με κείνους που συμφωνούμε περισσότερο, αλληλοσυγχαιρόμαστε και υιοθετούμε ολοένα και πιο ακραίες στάσεις στο πλαίσιο της αρχικής μας προδιάθεσης. Δείτε το κι αλλιώς: ποια ήταν η τελευταία φορά που είδατε κάποιον να αλλάζει γνώμη στα σόσιαλ;

Το “λάικ” σ’ αυτή τη συνθήκη είναι ο πιο εύκολος κρίκος στο μαγκανοπήγαδο της ανατροφοδότησης της φυλής. Λειτουργεί ως τεκμήριο επιβεβαίωσης της ταυτότητάς του πατητή – τόσο απέναντι σε όσους το βλέπουν, όσο και στη συνείδηση του ίδιου του υποκειμένου. Μ’ αυτή την έννοια, όχι μόνο το γελαστό εμότικον είναι εδώ πρωτίστως δήλωση συμμετοχής στην ομάδα “φίλοι του Αρκά” και όχι αντίδραση στη συγκεκριμένη ανάρτηση, αλλά πιθανότατα, μαζί μ’ αυτό και μεγάλο μέρος των υπόλοιπων, λιγότερο απερίσκεπτων, αντιδράσεων.

Και δεν υπάρχει κανένας λόγος να υποθέσουμε ότι το ίδιο δεν συμβαίνει σε όλο το μήκος και το πλάτος της χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης: λάικ που πατιούνται για να δείξουν ότι είμαστε μέλη της φυλής, αλλά και αναρτήσεις που γράφονται μόνο και μόνο για να πατηθούν αυτά τα λάικ – δηλώσεις φρονημάτων.

Προφανώς δεν πρόκειται για καινούριο φαινόμενο. Η ιστορία είναι γεμάτη από ανθρώπους που κατανάλωσαν τέχνη, διάβασαν βιβλία, άκουσαν μουσική, ντύθηκαν και ψήφισαν κάπως απλώς και μόνο για να ανήκουν στην ομάδα εκείνων που η αυτή τέχνη, τα βιβλία, τα ρούχα η ιδεολογία “πρέπει να τους αρέσουν”. Κατά μία έννοια, ο θεατής στο θέατρο χειροκροτά στο τέλος τον εαυτό του, όχι τους ηθοποιούς. Αυτό συμβαίνει κι εδώ.

Πλέον όμως, το βλέπουμε αυτό να συμβαίνει μπροστά τα μάτια μας. Οι φυλές, αυτοαναφορικές και πολωτικές, ξεκινούν με ένα στραβωμένο λάικ – που δεν πάει στην ανάρτηση, αλλά στον σχολιαστή.