Έφτασε κι ο καιρός που ήθελε να ξεκινήσει να γράφει εκείνο το βιβλίο που πάντα το σχεδίαζε, όμως τα λεφτά του στέρευαν και θα είχε πρόβλημα επιβίωσης πιθανότατα μέχρι πριν…

Mindtruck 10: Γραμμή Παραγωγής (Α΄ Μέρος)

Έφτασε κι ο καιρός που ήθελε να ξεκινήσει να γράφει εκείνο το βιβλίο που πάντα το σχεδίαζε, όμως τα λεφτά του στέρευαν και θα είχε πρόβλημα επιβίωσης πιθανότατα μέχρι πριν γράψει και την πρώτη του σελίδα. Έτσι άρχισε να ψάχνει για δουλειά στα σχετικά site, έχοντας κατά νου ότι ενδιαφέρεται ιδανικά για κάτι που δεν απαιτεί υπερωρίες, ώστε να έχει και χρόνο να γράφει παράλληλα και το πρώτο του επίσημο μυθιστόρημα, χωρίς βέβαια να έχει ακόμα ιδέα για το τι αυτό θα αφηγείται, ούτε καν για το είδος που θα μπορούσε κανείς να το εντάξει. Φυσικά το ποσό της αμοιβής του θα ‘πρεπε να φτάνει τουλάχιστον για να αποφύγει τη λιμοκτονία κατά την προσπάθεια εφαρμογής του μακρόπνοου σχεδίου του. Η πραγματικότητα, όπως αναμενόταν, ήταν σκληρή με το καλημέρα. Είχε ήδη περάσει μια βδομάδα και μετά από αμέτρητες αποστολές του βιογραφικού του σε κάθε πιθανή αγγελία, από εκείνες τις κλασικές που προσφέρουν δουλειά γραφείου, μέχρι και όσες αναφέρονταν σε ελαφρές χειρωνακτικές εργασίες, ο απολογισμός ήταν: «η σιωπή μου προς απάντησή σου» κατά κανόνα, αρκετά τίμια άκυρα, λιγότερα που εξηγούσαν και το λόγο της απόρριψης (άσχετα αν αυτός ήταν σχεδόν πάντα γελοίος) και δύο-τρεις συνεντεύξεις, από τις οποίες έφυγε ευχαριστημένος για το ότι δε χρειάστηκε να υπογράψει είτε την παραχώρηση ενός εκ των δύο νεφρών του για να προσληφθεί, είτε για την αποδοχή του να προσθαφαιρούνται ξένα νεφρά χωρίς να έχει αυτός ευθύνη. Τα περιθώρια όμως στένευαν απειλητικά και ήταν πλέον προετοιμασμένος να προχωρήσει σε ορισμένες εκπτώσεις των απαιτήσεών του.

Στο μεταξύ δεν είχε γράψει ούτε μια αράδα, ούτε είχε σκεφτεί το θέμα του έργου που θα ετοίμαζε, γιατί έβαλε στοίχημα με τον εαυτό του ότι θα χρειαζόταν να το ξεκινήσει μόλις έπιανε και την καινούρια δουλειά, καθώς είχε επικεντρωθεί στο να τη βρει, πιστός στη λογική του ενός στόχου κάθε φορά και όντας σίγουρος ότι κάνοντας αυτό το πρώτο βήμα, μετά θα έμπαινε σε σειρά και το γράψιμο ως παρακολούθημα της έναρξης της παραγωγικής του διάθεσης. Τελικά έκλεισε άλλη μια συνέντευξη χωρίς να έχει υψηλές προσδοκίες, δεδομένου ότι η περιγραφή στην αγγελία περιείχε σαν μοναδικές πληροφορίες ότι «ζητείται άτομο για θέση ελεγκτή» και «αμοιβή ικανοποιητική». Ωστόσο είχε αποφασίσει αυτή τη φορά να εμφανιστεί πιο σίγουρος και πρόθυμος, τουλάχιστον στις διαθέσεις του. Επιπλέον ο τύπος με τον οποίο έκλεισε το ραντεβού από το τηλέφωνο, είχε έναν τηλεγραφικό λόγο που χωρούσε μονάχα τις απολύτως απαραίτητες συνεννοήσεις για τον τόπο και την ώρα της συνάντησης, ενώ κατέβασε το ακουστικό του πριν καν περάσει το δευτερόλεπτο που χρειαζόταν ο άνθρωπός μας για να σκεφτεί να του κάνει μια ερώτηση για το τι σκατά θα ήταν αυτή η δουλειά, εντείνοντας έτσι την ήδη υπάρχουσα αίσθηση αοριστίας, σε μυστήριο που μυρίζει φιάσκο. Ευτυχώς το μέρος όπως αποδείχθηκε ήταν πολύ κοντά στο σπίτι του με το λεωφορείο, που μάλιστα περνούσε συχνά και τον άφηνε σχεδόν ακριβώς μπροστά στον προορισμό του. Εκείνο το πρωινό λοιπόν, φτάνοντας και αρκετά πιο νωρίς από την προγραμματισμένη του ώρα, αντίκρισε για πρώτη φορά το τεράστιο κτίριο που έμελλε να επισκέπτεται καθημερινά το επόμενο διάστημα. Ήταν ένα γκρίζο, μουντό κουτί, όπως όλα εκείνα τα καταθλιπτικά βιομηχανικά κατασκευάσματα που σου ρουφάνε την ψυχή σταδιακά, όσο αλληλεπιδράς μαζί τους, για να στην επιστρέψουν σε συσκευασία δώρου μαζί με κουπόνια προσφορών για τις εορταστικές αγορές.

 

Αφού προσπέρασε βιαστικά τον βαριεστημένο φύλακα της εισόδου και την απασχολημένη ρεσεψιονίστ, η οποία δεν πρέπει να αντιλήφθηκε καν την είσοδό του στο χώρο, προχώρησε προς το ασανσέρ ακολουθώντας τις σαφείς οδηγίες του λακωνικού άντρα στο τηλέφωνο. Όροφος 3ος, γραφείο 3112. Περπάτησε αρκετά σε ένα μακρόστενο χαμηλοτάβανο διάδρομο, όπως τον φανταζόταν ήδη πριν καν χρειαστεί να διαβεί το κατώφλι του άχαρου οικοδομήματος. Παρόλα αυτά, μάταια παρατηρούσε εξονυχιστικά παντού γύρω του τόση ώρα για κάποια ένδειξη επωνυμίας ή διακριτικού που θα του επέτρεπε να αποσπάσει την παραμικρή πληροφορία για το περιβάλλον που τον φιλοξενούσε. Άδειοι τοίχοι και κλειστές πόρτες χωρίς ονόματα, παρά μόνο με καρτελάκια με αριθμούς, θα παρέπεμπαν περισσότερο σ’ έναν εκαταλελειμμένο χώρο, αν δεν ήταν ταυτόχρονα τόσο καθαρός και προσεγμένος. Ανοίγοντας μια τέτοια πόρτα τον υποδέχτηκε ένας συγκρατημένα χαμογελαστός κύριος, κοστουμαρισμένος και καλοχτενισμένος, που όπως αποδείχτηκε ήταν το ίδιο πρόσωπο του σύντομου τηλεφωνήματος και επιπλέον υπεύθυνος ανθρώπινου δυναμικού της εν λόγω εταιρίας. Ό,τι επακολούθησε έγινε πολύ βιαστικά ή τουλάχιστον δεν πρόλαβε ο ίδιος να το επεξεργαστεί όπως θα ήθελε, γιατί δεν κατεύθυνε σε κανένα σημείο τον ρου της συζήτησης, όπως ενδεχομένως θα μπορούσε σε κάποια σημεία, αλλά έμεινε ουσιαστικά να παρακολουθεί καθήκοντα που θα του αναθέτονταν στο εξής, χωρίς να φέρει καμία ένσταση για την ικανότητα ή διαθεσιμότητά του. Όσα θυμόταν μέσες-άκρες από αυτήν την κουβέντα, ήταν ότι επρόκειτο για μια θέση ελεγκτή της διαδικασίας τυποποίησης συσκευασιών, για τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας όλου του μηχανιστικού συστήματος παρασκευής τους. Με λίγα λόγια θα έπρεπε να επιβλέπει μια διεργασία που στην πραγματικότητα ήταν προγραμματισμένη να γίνεται από μόνη της και άρα κατά βάση ο ρόλος του θα ήταν περιττός, απλώς σε μια ελάχιστα πιθανή περίπτωση που εμφανιζόταν κάποιο πρόβλημα, θα έπρεπε αυτός να το καταγράψει κι έπειτα να το αναφέρει άμεσα στους ανωτέρω ιεραρχικά υπεύθυνους ώστε να παρέμβουν και να το διορθώσουν, εφόσον κι ο ίδιος άλλωστε ήταν παντελώς άσχετος σε τέτοια περίπλοκα τεχνικά ζητήματα. Η αμοιβή του θα ήταν επαρκής για τα απαραίτητα τρέχοντα έξοδα που είχε υπολογίσει πως θα έβρισκε μπροστά του, το ωράριο ήταν αυστηρά οκτάωρο καθημερινά, με τα Σαββατοκύριακα ελεύθερα, του πρόσφεραν πλήρη ασφαλιστική κάλυψη και η σύμβαση που θα υπέγραφε ήταν αορίστου χρόνου, με προοπτικές ανόδου στην ιεραρχία και μόνιμης επαγγελματικής αποκατάστασης. Βέβαια εκείνο που του προκάλεσε τη μεγαλύτερη εντύπωση, ήταν ότι όπως του τονίστηκε, «η επωνυμία της εταιρίας παρέμενε μυστική με τους καθόλα νόμιμους τύπους και δεν θα είχε καμία αξίωση αυτή να του αποκαλυφθεί ποτέ στο μέλλον», επομένως θα έπρεπε εξαρχής να συναινέσει σ’ αυτό με την υπογραφή του στη σύμβαση. Αυτή η μικρή λεπτομέρεια απαντούσε και στο μυστήριο των άφαντων διακριτικών εντός και εκτός του κτιρίου, όμως δεν ήταν ικανή να τον κάνει να αρχίσει να αμφιβάλλει, γιατί όπως αναφέραμε και παραπάνω, τέτοιες δεύτερες σκέψεις θα έμοιαζαν πια πολυτέλεια στην οριακή κατάσταση που βρισκόταν. Έτσι επικύρωσε τη συμφωνία πρόσληψής του, ανταλλάσσοντας μια θερμή χειραψία με τον κομψό συνομιλητή του, για να παραλάβει ένα «καλωσήρθες συνάδελφε». Θα ξεκινούσε κανονικά από την επόμενη κιόλας μέρα. 

Οι πρώτες μέρες στην καινούρια του δουλειά ήταν μεν εν μέρει δύσκολες, λόγω της περιόδου προσαρμογής που εν πάση περιπτώσει αντιμετωπίζει κάθε εργαζόμενος ο οποίος έχει μόλις προσληφθεί, αλλά κατά βάση κύλησαν ήσυχα, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα στο να μάθει και να συνηθίσει όσα θα ‘πρεπε να γνωρίζει από εδώ και πέρα για το πόστο του, ακόμα και για τις κινήσεις που καλούνταν να εκτελέσει άμεσα στις εξαιρετικές περιπτώσεις εμφάνισης κάποιας βλάβης του συστήματος. Επιπλέον μολονότι το να γνωρίζει καινούριους ανθρώπους δεν ήταν το φόρτε του, δεν δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα να κοινωνικοποιηθεί και να γνωρίσει τους περισσότερους προϊστάμενους, διευθυντές και υπεύθυνους του δικού του, αλλά και των υπόλοιπων τμημάτων και προφανώς όλους τους γύρω συναδέλφους-συνεργάτες που ήταν επιφορτισμένοι με άλλα καθήκοντα στον ίδιο με αυτόν χώρο, όπως μηχανικοί και φροντιστές, αλλά και ελεγκτές με τους οποίους μοιραζόταν τις βάρδιες ή απασχολούνταν σε γειτονικά τμήματα. Και μιας και αναφερθήκαμε στον χώρο που δούλευε και όφειλε να προσέχει, από την πρώτη στιγμή που τον επισκέφτηκε, εντυπωσιάστηκε από το μέγεθος και την πολυπλοκότητά του. Σε ένα ταβάνι, το οποίο φυσιολογικά θα κάλυπτε από το έδαφος την έκταση τριών ορόφων μιας πολυκατοικίας, υψώνονταν εξίσου γιγαντιαία μηχανήματα φτιαγμένα από σίδερο και από αλουμίνιο κι από μια σειρά από άγνωστα σ’ αυτόν μεταλλικά υλικά, που συνδέονταν και διακλαδώνονταν μεταξύ τους με σωλήνες, αντλίες και διαδρόμους. Ειδικά οι διάδρομοι φάνταζαν εξωπραγματικοί έτσι όπως κυλούσαν πάνω τους οι κάθε λογής συσκευασίες που παράγονταν, από την αρχική ακατέργαστη μορφή τους, μέχρι την τελικά ολοκληρωμένη κι έτοιμη προς κυκλοφορία στο εμπόριο. Στην πραγματικότητα ακόμα και μετά το κλείσιμο της πρώτης του εβδομάδας, δεν είχε προφτάσει να εξερευνήσει κάθε μικρή σπιθαμή του αχανούς μηχανοστασίου, όσο κι αν είχε προσπαθήσει να εκμεταλλεύεται το νεκρό χρόνο που ήταν ο μεγαλύτερος εχθρός του μέσα σ’ αυτό το απρόσωπο βιομηχανικό κτήνος. Οι εκνευριστικά επαναλαμβανόμενοι, θορυβώδεις και  υπόκωφοι ήχοι, σε ποικίλες εντάσεις ευρείας κλίμακας, που ξερνούσαν τα απειράριθμα μηχανήματα εκεί μέσα, θα ήταν εξίσου ανυπόφοροι αν δεν φρόντιζε να τους πνίγει εντέχνως φορώντας τα ακουστικά που ούτως ή άλλως πάντα τον συνόδευαν, παίζοντας τα αμέτρητα μουσικά κομμάτια που είχε αποθηκευμένα στο κινητό του. Μέσα σ’ αυτή τη βδομάδα προσαρμογής λοιπόν, εξακολουθούσε να μην έχει γραφτεί τίποτα, ούτε ως προσχέδιο, στο word που είχε αφήσει ανοιχτό για να ξεκινήσει το μυθιστόρημά του, αλλά όλα ακόμα δικαιολογούνταν. Η περίοδος προσαρμογής σε ένα καινούριο περιβάλλον είναι πάντα η πιο δύσκολη και απαιτεί την πλήρη αφοσίωση εκείνου που βιώνει την εκάστοτε νέα εμπειρία.  

 

Το ίδιο ήρεμα σε γενικές γραμμές πέρασαν κι οι επόμενες εβδομάδες, μετατρέποντας σταδιακά το πρωτότυπο βίωμα της διαδικασίας ελέγχου, σε καθημερινή ρουτίνα. Μοναδική αλλαγή στο καλοκουρδισμένο ρολόι αυτής της εργοστασιακής πραγματικότητας που είχε από καιρό θαρρείς προδιαγράψει την κάθε του κίνηση, ήταν πως κάθε φορά που εισερχόταν στον τεράστιο χώρο, θα έπρεπε πρώτα να περνά κι ο ίδιος από έναν τυπικό, πλην απαραίτητο έλεγχο. Έτσι λίγο πριν την πόρτα της εισόδου, στεκόταν ανάμεσα σε δύο κάθετες πλάκες ενός ακόμα μηχανήματος, το οποίο σε «σκάναρε» με μία οριζόντια, πράσινη ακτίνα λέιζερ, ακριβώς όπως εκείνη που βγάζουν τα φωτοτυπικά, η οποία κινούνταν πρώτα κατακόρυφα του σώματος και μετά αντίστροφα. «Αναγκαία προληπτικά μέτρα για την ασφαλή λειτουργία του συστήματος» ή τελοσπάντων κάπως έτσι του το είχαν πει οι από πάνω υπεύθυνοι, γι’ αυτόν δεν έκανε καμιά σημαντική διαφορά. Ωστόσο στην υπόλοιπη, ας την πούμε προσωπική του καθημερινότητα, τα πράγματα αντιθέτως δεν κυλούσαν καθόλου το ίδιο ήρεμα. Ή πιο σωστά, πήγαιναν τόσο ήρεμα, που νόμιζες πως τώρα πια έχουν πεθάνει. Γυρνώντας στο σπίτι όσο περνούσαν οι μέρες, ένοιωθε όλο και μεγαλύτερη κούραση να τον καταβάλλει και να τον καθιστά ανίκανο για οποιαδήποτε άλλη ενέργεια μέσα στη μέρα, χωρίς να κάνει κάτι ιδιαίτερα κοπιαστικό τις προηγούμενες οκτώ ώρες, είτε ήταν πρωί, είτε βράδυ, ανάλογα με τη βάρδια που του αντιστοιχούσε κάθε φορά. Σαν να μην του έφτανε αυτή η συνθήκη, είχαν αρχίσει να σώνονται τα λεφτά του σε απελπιστικά επίπεδα, σε σημείο που άρχισε να ελαττώνει τις μερίδες του φαγητού του για να τα βγάλει πέρα μέχρι να πληρωθεί τον πρώτο του μισθό. Εννοείται δε, ότι δεν συζητάμε καν για το ενδεχόμενο μιας εξόδου με φίλους, γιατί δεν του έφταναν ούτε για μια μπύρα. Η αλήθεια ήταν πως είχε αρκετά άτομα στο περιβάλλον του που προσπαθούσαν να τον τραβήξουν έξω απ’ αυτή τη μιζέρια, προτείνοντάς του να του δανείσουν λίγα χρήματα ή έστω για τη μπύρα του αν αυτό πια ήταν το πρόβλημά του, όμως εκείνος ήταν κάθετα αντίθετος σ’ ένα τέτοιο σενάριο, επειδή είχε μάθει να μη χρωστά το παραμικρό σε κανέναν και ν’ αποφεύγει τέτοιες μορφές εξάρτησης. Όμως πέρα απ’ αυτό, το μεγαλύτερο ίσως πρόβλημα ήταν πως δεν είχε και καμιά διάθεση πια να βγει έξω, να διασκεδάσει, δεν ήθελε καν να βλέπει κόσμο μπροστά του, γι’ αυτό και αρνούνταν ακόμα και τις πιο απλές προτάσεις να πάει για μια βόλτα μέχρι το απέναντι πάρκο ή την πλατεία λίγο πιο κάτω «για να πάρει λίγο αέρα», όπως άρχιζαν να του λένε όλο και περισσότεροι. Μέχρι που κι αυτό σταμάτησαν να του το λένε και γενικότερα σταμάτησαν ένας-ένας όλοι να του μιλάνε, λόγω των απανωτών, πεισματικών του απορρίψεων και να φτάσει ν’ ανταλλάζει πού και πού κάνα μήνυμα στο messenger για να δίνει απλώς σημεία ζωής. Ακόμα κι αυτή του η κατάσταση βέβαια, δεν ήταν τίποτα σε σχέση με εκείνη που θ’ ακολουθούσε το επόμενο διάστημα.

Μόλις έκλεισε τον πρώτο μήνα δουλειάς κι επιτέλους πληρώθηκε, μάταια περίμενε πως το γεγονός αυτό θα του έδινε την ώθηση που περίμενε για να αισθανθεί λίγο καλύτερα και να ξαναποκτήσει κίνητρο να βγει από το καβούκι του, να ξαναβρεί τη χαμένη του ενέργεια, την όρεξή του ν’ ανοιχτεί προς τα έξω, εντέλει να ζήσει. Τίποτα. Δεν ήταν πως τα λεφτά ήταν πολλά και μπορούσε να τα ξοδέψει όπως του γούσταρε, αλλά τουλάχιστον θα μπορούσε να κινηθεί με μεγαλύτερη άνεση. Αντιθέτως αυτός κλεινόταν ολοένα παραπάνω στον εαυτό του. Τα ίδια και χειρότερα συνεχίστηκαν μετά το δεύτερο και τον τρίτο μήνα στην καινούρια του δουλειά. Η συγκυρία αυτή, θα ‘λεγε κανείς, ήταν ιδανική για να ξοδεύει τις άπειρες ώρες που έμενε σπίτι στο γράψιμο του βιβλίου που σχεδίαζε. Εντούτοις, όπως φαντάζεστε, εκείνο το ανοιχτό word παρέμενε άγραφο και κατάλευκο κι εκείνος ανέκφραστος μπροστά στην οθόνη του λάπτοπ του, ν’ ατενίζει με τις ώρες τον από πίσω τοίχο, έχοντας καταστρώσει τις κεντρικές ιδέες εκατό διαφορετικών, το λιγότερο, υποθετικών ιστοριών. Και τα πράγματα δε μένανε απλώς στάσιμα για να λιμνάσουν, αλλά όσο προχωρούσε ο καιρός πήγαιναν κατά διαόλου κι εκείνος είχε ήδη βουλιάξει και κράταγε την αναπνοή του μέσα στο βούρκο και τα σκατά. Γιατί στη δουλειά δεν είχε αλλάξει το παραμικρό σε μια προβλέψιμη πλέον καθημερινότητα ·με μόνες εξαιρέσεις, μερικές φορές που χρειάστηκε η παρέμβασή του για ν’ αντιμετωπιστούν μικροπροβλήματα στο σύστημα, που όμως πάντα λύνονταν αμέσως από τους ειδικούς, αλλά μόλις γύρναγε στο σπίτι ερχόταν η απελπισία κι η απόγνωση κι εκείνο που τον έτρωγε πιο πολύ ήταν που δεν ήξερε ακριβώς το λόγο. Δεν είχε ιδέα αν έφταιγε η απραγία του ή το ότι δούλευε για κάτι που δεν είχε κανένα απολύτως νόημα ή μήπως δεν ήταν τίποτα απ’ όλα αυτά που τον βασάνιζε.