Matthew Inman (The Oatmeal), Τρέξιμο: Tο μαρτύριο και η ηδονή Εκδόσεις Οξύ, 2018. Μετάφραση: Βασίλης Μπαμπούρης 152 σελίδες Τιμή: 15 ευρώ   Κάποτε έτρεχα – τίποτα το σπουδαίο, γύρω στα…

Από τις αμαρτίες στις ορμόνες: το τρέξιμο μέσα από τα μάτια του ”Oatmeal”

Matthew Inman (The Oatmeal), Τρέξιμο: Tο μαρτύριο και η ηδονή

Εκδόσεις Οξύ, 2018. Μετάφραση: Βασίλης Μπαμπούρης

152 σελίδες

Τιμή: 15 ευρώ

 

Κάποτε έτρεχα – τίποτα το σπουδαίο, γύρω στα 6 χιλιόμετρα τη φορά, όμως υπήρξε ένα διάστημα που έτρεχα κάθε μέρα. Έτρεχα με το που άνοιγε ο καιρός μέχρι να ξεκινήσουν οι φθινοπωρινές βροχές που μου έκοβαν το σερί και τα παρατούσα. Αυτό το σταμάτα-ξεκίνα το έκανα 4-5 χρόνια. Επίσης, έχοντας καταγωγή από τον Μαραθώνα, από μικρός θαύμαζα τους μαραθωνοδρόμους που κατάφερναν να τρέξουν 42 χιλιόμετρα μονομιάς, και αισθανόμουν ένα κάποιο χρέος να το κάνω κι εγώ αυτό έστω μια φορά.

Όταν λοιπόν ήρθε στα γραφεία του ΣΚΡΑ-punk το βιβλίο του Oatmeal για το τρέξιμο, το καπάρωσα. Συνέβαλε βεβαίως σ’ αυτό και το γεγονός ότι το Oatmeal (το σάιτ) είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και αστεία webcomics που ξέρω και παρακολουθώ χρόνια, μπορεί και από το 2009 όταν και άνοιξε.

Όσοι έχουν έστω και μια μικρή επαφή με το έργο του Matthew Inman μάλλον θα έχουν καταλάβει ότι πρόκειται για έναν τύπο με πολλές, έντονες και ωραίες εμμονές: μεταξύ άλλων το διάστημα, οι γάτες, οι γαρίδες-μάντεις, τα πράσινα φωσφοριζέ φανταστικά ζώα. Και το τρέξιμο. Το βιβλίο αυτό λοιπόν είναι ένας ύμνος στην εμμονή του τρεξίματος, ο ύμνος ενός ανθρώπου που ανάμεσα στα πολλά τέρατα που τον κυνηγούν καθημερινά, κατάφερε και βρήκε εκείνο το συγκεκριμένο που του ταιριάζει, τον κάνει χαρούμενο και μάλλον του κάνει και καλό.

Απολύτως δικαιολογημένη η εμμονή με τις γαρίδες-μάντεις, αν με ρωτάτε.

 

Το τρέξιμο είναι για τον Oatmeal ταυτόχρονα η απόδραση και η απάντηση στο υπαρξιακό άγχος. Στο υπέροχο κεφάλαιο που περιγράφει την υπερβατική του εμπειρία ως δρομέας σε ένα βουνό της Ιαπωνίας, γράφει: «Πάντοτε νόμιζα ότι ΤΟ ερώτημα ήταν το εξής: «Γιατί ζω; Γιατί είμαι εδώ; Ποιο είναι το νόημα της ύπαρξής μου;» Εκείνη τη μέρα βρήκα την απάντηση: «Ποιος νοιάζεται; Άσε τα γιατί! Είσαι σε ένα μαινόμενο δάσος γεμάτο ομορφιά και πόνο και μαγικά αναψυκτικά και αστραπές και δαιμονικές σφήκες. Τι να κλάσει το γιατί μπροστά σε όλα αυτά;». Αυτή η αίσθηση ότι το τρέξιμο είναι για τον συγγραφέα μια πόρτα προς Κάτι Άλλο, είναι διάχυτη σε όλο το βιβλίο.

Αντίστοιχη βεβαίως ρητορική μπορεί κανείς να βρει σε αφηγήσεις που αφορούν την οποιαδήποτε επιμέρους αφορμή που μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο σε υπερβατικές εμπειρίες: από τους νεοφώτιστους ακολούθους ενός γκουρού, τους χρήστες ψυχοτρόπων, τους τζογαδόρους, τους νέους γονείς. Και συνήθως τέτοιου είδους αφηγήσεις δεν είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες για τη μεγάλη πλειονότητα όσων βρίσκονται στην απέξω – είτε εξαιτίας της έλλειψης μιας κοινής αναφοράς (σκεφτείτε πόσο δύσκολο είναι να περιγράψετε ένα όνειρο που είδατε στον ύπνο σας, και πόσο αδιάφορο φαίνεται συνήθως να σας το περιγράφουν εσάς), είτε λόγω φθόνου. Ποιος είστε κύριε που τολμάτε να μας πείτε ότι τρέχοντας είδατε το χαμογελαστό πρόσωπο του Υψηλού;

Το Blerch, η προσωποποίηση της ακρασίας κατά τον Matthew Inman.

 

Ο Oatmeal όμως καταφέρνει και κάνει την αφήγηση αυτή όχι απλώς ενδιαφέρουσα, αλλά και συναρπαστική. Πρώτον, γιατί ξέρει να γράφει. Ειδικά το κεφάλαιο όπου περιγράφει τη δρομική του εμπειρία σε εκείνο το βουνό της Ιαπωνίας, είναι βέβαιο ότι χαραχτεί βαθιά στη μνήμη σας. Δεύτερον, γιατί γράφει σε ζωντανό διάλογο με τα σύγχρονα ρεύματα των επιστημών του ανθρώπου.

Το βασικό πρόβλημα, η αφετηρία και η αφορμή για πολλά από τα καλαμπούρια του βιβλίου είναι το φαινόμενο που οι αρχαίοι ημών θα ονόμαζαν ακρασία: το γιατί ενώ όχι απλώς ξέρουμε τι είναι καλό για μας αλλά και αν μας ρωτούσαν, θα λέγαμε ότι θα θέλαμε να το κάνουμε, συνήθως επιλέγουμε κάτι πιο εύκολο ή βολικό. Γιατί βουλιάζουμε στον καναπέ, τρώμε σκουπίδια, χάνουμε ώρες στα σόσιαλ, αντί να γυμναζόμαστε, να φτιάχνουμε και να τρώμε καλό φαγητό, να βλέπουμε καλές ταινίες και να διαβάζουμε τα βιβλία που λέμε ότι θα θέλαμε;

 

 

Στον Πρωταγόρα, ο Πλάτωνας λέει ότι το κάνουμε από έλλειψη γνώσης – απλώς δεν ξέρουμε επαρκώς τις συνέπειες των επιλογών μας. Ο Αριστοτέλης λέει πως είναι ζήτημα της πρόσκαιρης ευθυγράμμισης της άποψης με τις ορέξεις μας. Ο Οβίδιος στις Μεταμορφώσεις βάζει τη Μήδεια να θρηνεί λέγοντας «video meliora proboque deteriora sequor» (βλέπω και εγκρίνω τα καλύτερα, αλλά ακολουθώ τα χειρότερα), την ώρα που προδίδει την πατρίδα της από την αγάπη της για τον Ιάσονα.

Αυτό το πρόβλημα της αδυναμίας της βούλησης αντιμετωπιζόταν επί αιώνες μέσω της κοινωνικής μηχανικής. Οι νόρμες αποκόβουν πρακτικές που θεωρούνται βλαπτικές για το άτομο ή τη συλλογικότητα και διαμορφώνουν συνήθειες. Η θρησκευτική νηστεία για παράδειγμα, είναι σε μεγάλο βαθμό μια δοκιμασία που αποδεικνύει έμπρακτα στον πιστό ότι έχει τη δύναμη να αντιστέκεται σε πειρασμούς που τον βγάζουν από τον δρόμο που ο ίδιος θα ήθελε να μπορεί να πάρει. Βεβαίως, οι μηχανικές αυτές επιβάλλονται σε μεγάλο βαθμό έξωθεν και προϋποθέτουν πρώτα απ’ όλα την αποδοχή ενός υποκειμένου, φυσικού ή υπερβατικού, που έχει εξουσία πάνω σου.

Αυτές οι τεχνικές σήμερα έχουν χάσει μεγάλο μέρος της ισχύος τους, καθώς παράλληλα χάνει την ισχύ του το εξουσιαστικό υποκείμενο στη συνείδηση μας. Νέες τεχνικές λοιπόν εναντίον της ακρασίας εμφανίζονται. Άλλοτε η καταναγκαστική εξουσία παίρνει νέες αδιόρατες μορφές. Άλλοτε, αναζητάμε αυτοπεριορισμούς, επιστρατεύοντας smart watches και εφαρμογές καταγραφής, επιβράβευσης και δημιουργίας καλών συνηθειών όπως το Runkeeper. Άλλοτε, διατυπώνονται προτάσεις που συνδυάζουν και τα δύο, όπως με τη βραβευμένη με Νόμπελ πρόπερσι ιδέα του φιλελεύθερου πατερναλισμού (libertarian paternalism) των Richard Thaler και του Cass Sunstein, που προτείνει «σκουντήγματα» στη «σωστή κατεύθυνση» με τον ελάχιστο δυνατό καταναγκασμό (με το να τοποθετούνται πχ τα μη υγιεινά τρόφιμα στα πολύ ψηλά ή τα πολύ χαμηλά ράφια των σούπερ μάρκετ). Σε κάθε περίπτωση, υπάρχει μια μετατόπιση: αντί να μιλάμε για αμαρτίες και τιμωρίες, μιλάμε ολοένα και περισσότερο για ενδορφίνες και σεροτονίνη.

 

Run with me, run for the year. Run for the laughter, run for the tear. Run with me if it’s just for today. Maybe tomorrow the good Lord will take you away.

 

Ο Oatmeal δίνει την δική του ενδιαφέρουσα οπτική στο πρόβλημα: Προσωποποιεί την ακρασία – την ονομάζει Μπλερτς από τον ήχο που κάνει η μαγιονέζα όταν ξεχύνεται από το μπουκάλι. Το τερατάκι αυτό είναι λέει η φυσική μας παρόρμηση να αράξουμε, να χουχουλιάσουμε, να φάμε μια τούρτα ολόκληρη στην καθισιά μας. Και το τρέξιμο είναι γι’ αυτόν ο μόνος τρόπος να κάνει το Μπλερτς να το βουλώσει. Είναι, όπως γράφει στοχαστικά «ένας εφαρμοσμένος στωικισμός» – ένας τρόπος «να κοιτάς κατάματα όλα τα στραβά που σου συμβαίνουν και να λες: Δεν ξέρω πώς να σας διορθώσω, οπότε θα σας δώσω μια βολική μορφή. Αυτό ακριβώς έκανα τη μέρα που φόρεσα τα αθλητικά μου παπούτσια. Επέλεξα να μην πολεμήσω τους δαίμονές μου. Επέλεξα να τους βάλω ένα λουρί και να τους βγάλω βόλτα. Επέλεξα να μην αποφύγω το μαρτύριό μου. Επέλεξα να το κατακτήσω. Να το κάνω μέρος του εαυτού μου. Επέλεξα να τρέξω».

Δεν ξέρω αν ο Oatmeal θα πείσει κάποιον αναγνώστη να ξεκινήσει το τρέξιμο ή κηρύττει σε ήδη πιστούς, σίγουρα όμως δεν εξαναγκάζει, δεν ηθικολογεί, δεν μιλά από άμβωνος και από καθέδρας. Είναι τότε απλώς και μόνο ένα εξυπνότερο από τον μέσο όρο TedX αυτοβοήθειας; Όοοχι, και ευτυχώς. Είναι τουλάχιστον ένας ευχάριστος και αναζωογονητικός συνδυασμός πειθούς, πάθους και χιούμορ σε μια συνθήκη όπου σπάνια αυτά τα τρία συνυπάρχουν. Για περισσότερα, ρωτήστε με όταν θα ξαναπιάσουν πάλι οι βροχές.