Ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του διαδικτύου είναι ο εκδημοκρατισμός του δημόσιου λόγου και η ελεύθερη πρόσβαση στην πληροφορία, γεγονός το οποίο έχει αμφισβητήσει αν όχι ανατρέψει τις παραδοσιακές ηγεμονικές…

Τα Ελληνικά Hoaxes και οι Άλλοι: Από την αλήθεια στις αλήθειες

Ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του διαδικτύου είναι ο εκδημοκρατισμός του δημόσιου λόγου και η ελεύθερη πρόσβαση στην πληροφορία, γεγονός το οποίο έχει αμφισβητήσει αν όχι ανατρέψει τις παραδοσιακές ηγεμονικές δομές που επικρατούσαν στην ενημέρωση. Ο παραδοσιακά παθητικός δέκτης γίνεται εν δυνάμει πομπός της πληροφορίας και η ενημέρωση πλέον γίνεται -σε μεγάλο βαθμό- μέσω των κοινωνικών δικτύων του Facebook και του Twitter. H αλλαγή του παραδείγματος της ενημέρωσης, αν μη τι άλλο έχει δημιουργήσει ένα τεράστιο όγκο πληροφορίας, όπου μεταξύ άλλων μπορεί να βρει κανείς και κατασκευασμένες ειδήσεις αμφισβητήσιμης ποιότητας άλλοτε εμπρόθετα άλλοτε απρόθετα, «ειδήσεις» κερδοσκοπικού χαρακτήρα, απάτες. Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, τέτοια φαινόμενα υπήρχαν από πάντα, αυτό όμως που τα φέρνει σήμερα στο προσκήνιο είναι η μαζικότητά και η τρομακτική τους ταχύτητα. Α, ναι και κάτι άλλο.

Από την επικράτηση του Trump στις αμερικανικές εκλογές και τη θρυλούμενη ρωσική εμπλοκή, στις Γαλλικές εκλογές και στο Brexit. Από το χρυσό της Βενεζουέλας στο ελληνικό δημοψήφισμα και από τον πατέρα του Τσίπρα στη Μακεδονία, υπάρχει μια προσπάθεια αμφισβήτησης των μαζικών πολιτικών προτιμήσεων και αναγωγή τους σε μια δημόσια συζήτηση σχετική με την ορθολογικότητα ή μη τέτοιων πολιτικών αποφάσεων, αποσυνδέοντας τες από τα φαινόμενα του εντεινόμενου κοινωνικού μετασχηματισμού και αποδίδοντάς  τες στα «Fake News», στα οποία εντέλει αποδίδεται μια κάπως υπερβατική διάσταση, με τα όριά τους να είναι εντελώς απροσδιόριστα και επιτηδευμένα ασαφή.

Δεδομένης της παραπάνω συνθήκης, ασκείται μια ευρύτατη κριτική στο Facebook ως το βασικό δίκτυο διάχυσης αυτών των φαινομένων, με τις αντίστοιχες πιέσεις να έχουν οδηγήσει σε πολυδιαφημιζόμενες (και πολυδάπανες) εκστρατείες συμμόρφωσης με κεντρική την επιστράτευση (ανεξάρτητων) επαληθευτών γεγονότων οι οποίοι «θα ενισχύσουν την αξιοπιστία του υλικού που διακινείται μέσω της πλατφόρμας». Τα παραπάνω φαίνονται εξαιρετικά θετικά αν και το ζήτημα έχει μια πολύ μεγάλη προβληματική διάσταση. Αυτή, είναι η διάκριση μεταξύ αλήθειας και ψεύδους, γεγονότος και άποψης ειδικά εκεί που υπάρχει ο μεγάλος βαθμός πρόσδεσης με την πολιτική. Με λίγα λόγια, η εκστρατεία του Facebook, περιορίζεται από τη νομοτέλεια είτε της αοριστολογικής αποτυχίας ή επιτυχίας καθώς τέτοιου είδους ζητήματα απλά δεν επιλύονται, είτε εντέλει στην  ηγεμονική κυριαρχία ενός και μόνο λόγου στο εσωτερικό της πλατφόρμας.

Το Facebook λοιπόν φέρνοντας και στην Ελλάδα την αόριστη πολιτική της πάταξης των «Fake News», επέλεξε την ομάδα των Ελληνικών Hoaxes. Η ομάδα μετρά αρκετά χρόνια παρουσίας, διάφορες διακρίσεις (όπως δηλώνουν και τα κάκιστης αισθητικής μπάνερ στο site τους), μια μεγάλη επισκεψιμότητα και μια μάλλον αμφισβητίσιμη αποδοχή. Από το 2017 εγκαινίασαν και τη συνεργασία τους με την Athens Voice (με όποιες εξαρτήσεις για μια ανεξάρτητη ομάδα αυτό δημιουργεί), ενώ πριν λίγες ημέρες δημοσιεύτηκε και η αφετηρία της συνεργασίας τους με το Facebook. Έτσι, εν αντιθέσει με άλλες χώρες το Facebook ανέθεσε το ζήτημα του ελέγχου του περιεχομένου του σε μια μόλις «ομάδα», ενώ για παράδειγμα, στη Γαλλία σε οκτώ. Εντελώς διαφορετικά μεγέθη θα μπορούσε να πει κανείς. Πράγματι, αλλά σε κάθε περίπτωση το «1» για ευνόητους λόγους παραμένει εξαιρετικά προβληματικό. Παράλληλα, ενδιαφέρον παρουσιάζει και το banner που παρουσιάζεται στην αρχική σελίδα των Ελληνικών Hoaxes. Την πιστοποίηση  των Ελληνικών Hoaxes από τον ιδιωτικό οργανισμό -προφανέστατα με εντυπωσιακό όνομα-  International Fact-Checking Network, διαδικασία την οποία φαίνεται να επόπτευσε η Ελληνίδα δημοσιογράφος  Σοφία Ιγνατίδου. Ας μην είμαστε όμως καχύποπτοι. Η πιστοποίηση -όποια και αν είναι αυτή- Ελληνίδας  δημοσιογράφου, συνεργαζόμενης παλαιότερα με τη Lifo, δεν είναι δυνατόν να συνεπάγεται και την ύπαρξη δικτύου ή προειλημμένων συμπαθειών σε μια τόσο μικρή χώρα, οπότε ας συνεχίσουμε. Σε κάθε περίπτωση όμως είναι εξαιρετικά προβληματικό το ότι η εποπτεία ενός τέτοιου εγχειρήματος, αυτού της πιστοποίησης γίνεται μόλις από ένα άτομο, παρά τα όποια ποιοτικά χαρακτηριστικά μπορεί να έχει, με ενστάσεις σχεδόν παιδικές.

Μια βασική συνθήκη θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι τα δείγματα γραφής που έχουν δείξει τα Ελληνικά Hoaxes. Η δράση της ομάδας, ενώ είναι ιδιαίτερα επιτυχής όταν έχει να αντιμετωπίσει περιστατικά όπως το «Εμφανίστηκε ο Ιησούς σε σύννεφο πάνω από το Λονδίνο;» ή το να ξεσκεπάσει τους «Τιτάνες της Πολιτικής και Δημοσιογραφίας», Κυριάκο Βελόπουλο και Γιάννη Λοβέρδο , καθώς κοινωνούν τα πορίσματά τους σε ένα ακροατήριο το οποίο είναι δύσκολα προσβάσιμο, δυστυχώς σε ζητήματα που άπτονται της τρέχουσας πολιτικής επικαιρότητας είτε σε πιο εξειδικευμένα ζητήματα, μάλλον παραγνωρίζουν τον ρόλο τους.  Αλήστου μνήμης η διαδρομή του hoax για τον παππού της Καϊλή που τον σκότωσαν Κομμουνιστές αλλά και του διαξιφισμού με το Thepressproject, μέσα από τον οποίο φαίνεται ότι δεν αρκεί η θετικιστική ανάγκη της «ανάδειξης της αλήθειας» καθώς συχνά απαιτείται και μια σχετική ή βαθύτερη γνώση του αντικειμένου.

Και πάμε τώρα στα πιο πραγματολογικά. Όπως μπορεί να δει κάποιος από τα βιογραφικά τους και από συνεντεύξεις τους, η ομάδα των Ελληνικών Hoaxes -πέραν του ενός- δεν αποτελείται από δημοσιογράφους. Και παρότι είναι άκρατος μηδενισμός να σταθεί κάποιος αποκλειστικά σε αυτό το γεγονός καθώς άλλωστε θα μπορούσε να πει κανείς ότι η δημοσιογραφία «κατ’ ορισμόν» είναι μια ιδιωτική σχολή δρόμος, ε ναι, είναι εξωφρενικά προβληματικό το γεγονός ότι ο επικεφαλής της ομάδας, Θοδωρής Δανιηλίδης, είναι συνταξιούχος στρατιωτικός, ενώ στην ομάδα υπάρχει και ένας λοχίας. Δεν είναι μόνο το ζήτημα της ταύτισης των στρατιωτικών με συγκεκριμένους ιδεολογικούς χώρους (άρα και τις αντίστοιχες προσλήψεις και δίκτυα) που καταρρίπτουν την έννοια της αντικειμενικότητας που αυτοί προβάλλουν, ούτε η ιστορικά φορτισμένη μνήμη του λογοκριτή – στρατιωτικού της Χούντας, είναι πολύ περισσότερο το ζήτημα των μεθοδολογικών εργαλείων που υπερβαίνουν το πόσο καλό googλάρισμα μπορεί κάποιος να κάνει. Κατά πόσο λοιπόν μπορεί να κρίνει κάποιος χωρίς την απαραίτητη συγκρότηση -με την έννοια του δικαστή- μια πολιτική θέση ή και ένα επιστημολογικό ζήτημα, ένα σύνθετο ιστορικό γεγονός;

Μια από τις πρώτες βεβαιότητες που καλείται να αφήσει πίσω του ένας πρωτοετής φοιτητής Ιστορίας, είναι αυτή της αντικειμενικής αλήθειας. Κάθε άνθρωπος, «κουβαλά» τα βάρη της συγκρότησής του και τις εξαρτήσεις που αυτά δημιουργούν, για παράδειγμα την πολιτική του ιδεολογία, τα θρησκευτικά του πιστεύω, την κοινωνική του θέση, τη μόρφωσή του. Άρα με έναν τρόπο η ματιά του απέναντι στον κόσμο είναι βαθύτατα υποκειμενική καθώς καθορίζεται από τα βιώματά, του και τις ταυτοτικές του παραστάσεις. Αντίστοιχα με την ιστορία, η δημοσιογραφία, έχει τα δικά της εργαλεία, τη δική της δεοντολογία ώστε να διαχειρίζεται ακριβώς το βαθμό εμπλοκής αυτής της δεδομένης υποκειμενικότητας στις δικές της έρευνες.

  Το ζήτημα λοιπόν φαίνεται να είναι προβληματικό από την αρχή του. Από το αν θα υπάρξει αντίδραση για μια ψευδή είδηση στο πότε ακριβώς θα υπάρξει αυτή η αντίδραση (ο χρόνος των  social media είναι εξαιρετικά πυκνός) και από το πώς θα διατυπωθεί η κατάρριψη της στο ποιος ορίζει το τι είναι αλήθεια και τι ψεύδος. Όλα αυτά αποτελούν ένα σύστημα υποκειμενικών ιδεολογικών επιλογών, οι οποίες ενώ μπορούν να δικαιολογούνται ιδιωτικά από το «βάρος της υποστελέχωσης και της έλλειψης πόρων», είναι απαράδεκτες με την ανάληψη του θεσμικού ρόλου. Άλλωστε το ζήτημα δεν είναι τόσο η επιστημολογική ανεπάρκεια των ελληνικών hoaxes -που για μένα είναι δεδομένη, ούτε το ζήτημα της οικονομικής ή ιδεολογικής εξάρτησης τους (βλ. Athens Voice). Είναι αρχικά το ποια είναι τα όρια και ποιες είναι οι στοχεύσεις αυτού του εγχειρήματος στο διεθνές επίπεδο. Αλλά κυρίως, η εκτίμηση της πραγματικής επιρροής που έχουν εντέλει τα «fake news» αλλά και η ανάδειξη του ποια είναι και κυρίως ποιανού είναι αυτή η κεκαλυμμένη «αντικειμενική αλήθεια» που θα σώσει πρώτα το ίντερνετ και μετά τον κόσμο.

 Εάν λοιπόν γίνεται κάτι προφανές από τα παραπάνω, αυτό είναι η «εκ προοιμίου» αποτυχία του εγχειρήματος της ομάδας, αλλά από την άλλη μια αόριστη επιτυχία του Facebook. Τόσο η απουσία ποιοτικών κριτηρίων στην ελληνική περίπτωση -ας συζητήσουμε λίγο τι σημαίνει πιστοποίηση-, η παντελής ασάφεια του εγχειρήματος και των στόχων του αλλά και αυτός ο θολός θετικισμός και η στρατηγική ελέγχου του δημόσιου λόγου ανοίγουν το δρόμο για την πολύπλευρη άσκηση της κριτικής και την ένταση ενός δεδομένου αδιεξόδου, ζητήματα που σε ένα βαθμό θα ήταν ίσως πιο διαχειρίσιμα με τη συμμετοχή ομάδας δημοσιογράφων που θα είχε θεσπίσει και εκπαιδεύσει αντίστοιχα το όργανο της ΕΣΗΕΑ.Από τη λογοκρισία στην ελευθερία του λόγου και από την αλήθεια στις αλήθειες, εμείς μπορεί να βλέπουμε λιγότερες αναρτήσεις του Λιακόπουλου, ή λιγότερη σαβούρα για την τύπισσα που δεν καίγεται από το «Άγιο Φως», το Facebook αντίστοιχα, μπορεί επιτύχει τη συμμόφρωση σχετικά με τις επιταγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βέβαια, η ίδια η λογική του ίντερνετ, εμπεριέχει σχεδόν ταυτοτικά την αμφισβήτηση της παραδοσιακής αρχής και της ηγεμονίας της πληροφόρησης. Λογοκριτές ή μη, η καχυποψία συνεχίζεται, άλλωστε και πάλι οι «φτωχοί θα συνεχίσουν να παίρνουν τις λάθος αποφάσεις» αλλά και θαμμένοι βαθιά στην post – truth δυστοπία να διαλέγουν τη δική τους εκδοχή της αλήθειας.