Χρήστος Τριανταφύλλου  Το να διαλέξεις τη σημαντικότερη για σένα συναυλία της δεκαετίας κατά την οποία είσαι ενήλικας είναι ένα δύσκολο έργο: πρέπει να ισορροπήσεις ανάμεσα στη βαρυτική έλξη που θα…

Οι συναυλίες που μας σημάδεψαν στη δεκαετία που φεύγει

Χρήστος Τριανταφύλλου 

Το να διαλέξεις τη σημαντικότερη για σένα συναυλία της δεκαετίας κατά την οποία είσαι ενήλικας είναι ένα δύσκολο έργο: πρέπει να ισορροπήσεις ανάμεσα στη βαρυτική έλξη που θα σου ασκεί για όλη σου τη ζωή η γενική διαμόρφωση του γούστου σου κατά την εφηβεία και στις πιο πρόσφατες αναζητήσεις/ανακαλύψεις σου. Η μουσική, πόσο μάλλον η ζωντανή εκτέλεσή της, είναι μια τρομερά δυνατή συναισθηματική εμπειρία που μπορεί εύκολα να σε τραβήξει προς τα πίσω, στην εποχή που ανακάλυπτες τον κόσμο μέσα από τους φακούς που διάλεγες και σε διάλεγαν. 

Σε μια δεκαετία κατά την οποία έχω πάει σε πραγματικά πάρα πολλές συναυλίες –πράγμα που μπορώ να τεκμηριώσω έχοντας κρατήσει σχεδόν κάθε εισιτήριο από το 2005 μέχρι σήμερα, μη ρωτάτε γιατί–, ο μόνος τρόπος να διαλέξω είναι να εμπιστευτώ τις απαντήσεις που μου έρχονται αυτόματα στο μυαλό. Με αυτό το κριτήριο θα έπρεπε να διαλέξω την τρομερά φορτισμένη περσινή συναυλία των Iron Maiden, για την οποία έχω ήδη γράψειΘα προτιμήσω, όμως, τη δεύτερη οδό, διαλέγοντας τη νοηματική ενότητα των δύο αλληλένδετων εμφανίσεων των Amenra στο Roadburn Festival του 2016Ο λόγος είναι ότι αυτές οι δύο ώρες ζωντανής μουσικής επικύρωσαν και σηματοδότησαν τη μύησή μου σε ένα διαφορετικό αισθητικό στίγμα, σε έναν άλλο τρόπο να βιώνει κανείς τη μουσική ως μέρος μιας στάσης απέναντι στα πράγματα και στην ίδια τη ζωήΜε αυτή τη στάση, άλλωστε, πήγα και δύο χρόνια αργότερα στο Terra Vibe, σε άλλες συναυλίες, σε μέρη που είχαν και ταυτόχρονα δεν είχαν καμία σχέση με όσα κουβεντιάζουμε στο κείμενο αυτό – και αυτή είναι, πάνω απ’ όλα, η πολυτιμότερη προσφορά της σπουδαίας τέχνης. 

 

Νίκος Σταματίνης 

Δεν ξέρω τι είναι αυτό που κάνει ένα live σπουδαίο. Eίναι η μέθεξη που σου προκαλεί το να είσαι με μια πυρετό αλλά να χοροπηδάς και να φωνάζεις με πολύ δικούς σου ανθρώπους και να καταλαβαίνεις ότι τα πόδια σου τρέμουν μόνο αφού ακούγεται η τελευταία νότα; Tότε θα έλεγα ότι είναι το τελευταίο live των Maiden στην Αθήνα. Είναι μια παράσταση που σε κάνει να ανοίγεις το στόμα από το πόσο τέλεια είναι όλα βαλμένα στη σκηνή και πόσο σπουδαίο μουσικό έχεις απέναντί σου; Τότε είναι το Wall του Roger Waters. Είναι να ακούς την επί μεγάλο μέρος της εφηβείας σου μπάντα και να ανατριχιάζεις και μόνο στις νότες; Τότε η περσινή των Alice In Chains. Όταν ήρθαν οι GodspeedYou Black Emperor ήταν τέλη του Απριλίου του 2018, όταν η δεκαετία μας είχε αρχίσει σιγά-σιγά να παίρνει βαθιές ανάσες πριν το τέλος της. Και αν το κάθε ένα από τα παραπάνω συνδέεται με τρεις διαφορετικές πτυχές μέθεξης, το live τους είναι ένα τέταρτο που δεν ξέρω πώς μπορείς να αποτυπώσεις στο πληκτρολόγιο. Δεν ξέρω ούτε πώς το αφηγείσαι. Βλέπετε, τα συνεχή κλισέ εν είδει native διαφημίσεων, που λένε για ατμοσφαιρικά live και απογείωση και μαγεία και όλα αυτά, κάνουν ένα level πιο δύσκολο το έργο ενός γραφιά. Δεν θα το επιχειρήσω καν να το γειώσω με πνιγηρά μεγαλόστομες λέξεις. Μέσα σε αυτό το live, ακολουθώντας κάθε νότα εκεί πάνω, δεν ξέρω και εγώ πόσες εικόνες της ζωής μου πέρασαν μερικές από αυτές κυριολεκτικά ξεχασμένες από τη συνείδησή μου. Δεν είναι το live που μου άλλαξε τη ζωή. Ίσως είναι εκείνο που θα μου την αλλάξει και σίγουρα εκείνο που με έκανε να βρω μια νέα αγάπη για τη μουσική. Eυτυχώς που υπάρχει και αυτή. 

 

Γιώργος Βασιλάκος  

Πλατεία Νερού, Release Festival, 13 Iουνίου του ’16, έγινα μάρτυρας μιας από τις πιο μυσταγωγικές εμπειρίες της ζωής μου, όταν στη συναυλία των Sigur Rós ξεπεράστηκαν κατά πολύ τα όρια του ορίζοντα προσδοκιών ακόμα και του πιο απαιτητικού κοινού. Θυμάμαι ότι από την προηγούμενη εβδομάδα είχα κάνει την απαραίτητη ψυχολογική προετοιμασία, ακούγοντας όλα τα άλμπουμ της μπάντας, μπαίνοντας στο απαραίτητο mood υποδοχής του εκστατικού της ήχου. Κι όμως, με τίποτα δεν θα μπορούσα να ψυχανεμιστώ εκείνες τις στιγμές αυτό που θα ερχόταν. 

Στην σκηνή είχαν πρώτα ανέβει οι αλλόκοτα υπνωτικοί DIIV και ύστερα, μαζί με τη δύση του καλοκαιρινού ήλιου, οι μεθυστικά ψυχεδελικοί The Black Angels. Όταν όμως ξεκίνησαν οι Sigur Rós, κάτι στο περιβάλλον αμέσως ξεκίνησε να αλλάζει, βασικά ήταν λες και η μουσική τους έφερνε σε πρώτο πλάνο το ίδιο το περιβάλλον. Η τελετουργική μουσική των Ισλανδών υμνητών της φύσης με σύγχρονα μέσα συνεχώς εντεινόταν, σε έναν χαοτικό και συνάμα ελεγχόμενο ρυθμό, μέχρι να έρθει η κορύφωση. Σαν από μηχανής Θεός τότε, άρχισε η βροχή να πέφτει, λες και ο ουρανός αποκρινόταν στις υπερκόσμιες μελωδίες, λες και οι ιεροφάντες συνοδευόμενοι από τον χορό τους, όλους εμάς, είχαν στήσει έναν ακίνητο χορό της βροχής από ψαλμούς. Και αυτή την βροχή την κατάφερναν όπως έπρεπε, ούτε με δειλές ψιχάλες, ούτε με ανυπόφορη μπόρα, είχε όση δύναμη χρειαζόταν, σαν το καλύτερο φόντο ενός οπτικοακουστικού προσκηνίου που σε καθήλωνε. Μαζί αστραπές και κεραυνοί μπλέκονταν με αυτό ακριβώς το προσκήνιο και βροντές μπερδεύονταν με τον ουράνιο ήχο. Με λίγα λόγια: ηδονή, κάθαρση, μεταρσίωση.  

Κι επειδή το να θεωρηθώ υπερβολικός για όσα μόλις είπα δεν θα ήταν υπερβολή, παραδέχομαι ότι ίσως τσίμπησα ένα τσακ όσα πραγματικά συνέβησαν. Άλλωστε η αλήθεια είναι ότι δεν διαθέτω και την πιο καθαρή μνήμη. Θα μου πείτε κι η μνήμη μια κατασκευή είναι και υπό αυτή την έννοια, όπως την παρουσίασα, γίνεται και μυθολογία. Στην τελική, προκειμένου να φτιάξεις κι έπειτα να αφηγηθείς έναν μύθο, έστω και συναυλιακό, πιθανότατα εξ αντικειμένου θα επέλεγες την μουσική των Sigur Rós να παίζει στο background 

 

Γιώργος Αρχόντας

Θα μπορούσα να καλύψω αυτό που πρόκειται να γράψω στις αμέσως επόμενες γραμμές κάτω από το βολικό πέπλο της γραφικότητας, λέγοντας κάτι σαν «Η καλύτερη συναυλία που έχεις πάει είναι η τελευταία, μέχρι την επόμενη», αλλά αυτό θα ήταν ένα φτηνό κόλπο. Επιπλέον δεν θα έπιανε, αφού έχω ήδη καρφωθεί και μάλιστα εκ των προτέρων από το ίσως-λιγάκι-πιο-συναισθηματικό-απ’όσο-θα-έπρεπε κομμάτι που έγραψα πριν τη φετινή συναυλία των Cure, την τελευταία που είδα μέχρι σήμερα. Μπορεί να τους έχω δει άλλες 4 ή 5 φορές, μπορεί ο Michael Kiwanuka που προηγήθηκε να κολλούσε τόσο ελάχιστα με τους Cure και τους Ride όσο ένα πράγμα που δεν κολλάει απολύτως καθόλου με ένα άλλο πράγμα, όμως για μένα αυτή ήταν η συναυλία της δεκαετίας, ίσως γιατί για τις δύο και κάτι ώρες που είδα κι άκουσα τον Robert Smith από κοντά θυμήθηκα πώς ήταν η ζωή σε προηγούμενες δεκαετίες – όχι αναγκαστικά καλύτερη, αλλά σαφώς με καλύτερο σάουντρακ. Runner-ups, η συγκλονιστική συναυλία των Boris που ξανάρχονται φέτος, οι Maiden, το Wall του Waters. Επιλογές που αν μη τι άλλο καταδεικνύουν ότι το μουσικό μέτωπο στο ΣΚΡΑ-punk μπορεί στα επιμέρους να διαφοροποιείται, αλλά στον πυρήνα του είναι μπετόν αρμέ. Και εις άλλα με υγεία!

 

Μαρία Βασιλάκου 

Το βρίσκω δύσκολο και ίσως οριακά βλάσφημο να ξεχωρίσω μόνο ένα από τα τόσα αγαπημένα live που μου χάρισε η τελευταία δεκαετία, η οποία μάλιστα για εμένα ήταν και η πιο ενεργή συναυλιακά. Βάφοντας το δωμάτιό μου πριν λίγες ημέρες αναγκάστηκα να ξεκολλήσω απ’ τις ντουλάπες μου τα άπειρα εισιτήρια συναυλιών που με κόπο, σεβασμό και αγάπη είχα συλλέξει, για να πάρει τη θέση τους ένα σοβαρό, ώριμο, γεμάτο ευθύνες γκρι. Τα φύλαξα εκείνα τα εισιτήρια, δεν μπόρεσα να κάνω και αλλιώς, είναι η σημαντικότερη κληρονομιά που έχω. Όμως τα σελοτέιπ και τα μπλου τακ φαίνεται να είναι πιο ανθεκτικά στον χρόνο απ’ τα μικρά, λεπτά, τσαλακωμένα και ξεθωριασμένα πια εισιτήριά μου και τα κόλλησαν μεταξύ τους σε μια μεγάλη μάζα αναμνήσεων, στίχων, μουσικής και συναισθημάτων κάτω από δυνατά φώτα, καπνούς και αλκοόλ. Αποφάσισα να μην προσπαθήσω να τα χωρίσω – έτσι κι αλλιώς δεν γίνεται, έτσι κι αλλιώς είναι ένα υπέροχο κολάζ. Κοιτώντας το βλέπω τη λέξη «Κρίνα» και θυμάμαι ίσως μια από τις πιο φορτισμένες συναυλίες, ίσως αυτό μπορώ να το ξεχωρίσω πιο εύκολα. Μάλλον γιατί ήταν περισσότερο σαν ένα γιορτινό μνημόσυνο μιας μπάντας που ξεπερνώντας τις δυσκολίες που επέφερναν τη διάλυσή της, επανενώθηκε υπο την απειλητική σκιά μιας καταραμένης αρρώστιας. Και ευτυχώς ή δυστυχώς επανενώθηκε όντως μόνο εκείνη τη μία φορά και όχι για άλλες 100 συναυλίες. 

Ο λόγος για τον Σεπτέμβριο του 15 και τα Διάφανα Κρίνα με τον Θάνο Ανεστόπουλο να παραδίδει με τη συγκλονιστική ερμηνευτική του παρουσία μαθήματα ζωής, μέσα από στίχους βγαλμένους απ’ την εφηβική μου σκοτεινή ματαιότητα. Τη γιορτή αυτή της νοσταλγίας είχαν ξεκινήσει οι Last Drive, με τον Αγγελάκα να ακολουθεί και να την απογειώνει. Τελικά ο Ανεστόπουλος παρουσιάστηκε εκείνο το βράδυ φανερά αλλιώτικος και κουρασμένος,  χτυπημένος από καρκίνο των οστών αλλά καθόλου παραδομένος ή νικημένος. Πλάι του ανέβηκε να τον στηρίξει και να τον τιμήσει ο Αλκίνοος Ιωαννίδης ερμηνεύοντας το «Θέμεθλο», ποίημα σε στίχους του αδελφού του Λίνου Ιωαννίδη. Είδα να γεννιούνται μπροστά μου πιο δυνατά από ποτέ σχεδόν όλα τα κομμάτια της δισκογραφίας των Διάφανων Κρίνων με τα οποία ερωτεύτηκα, πόνεσα, ταξίδεψα, αγρίεψα και γαλήνεψα. Η συγκίνησή μου για εκείνο που βίωνα εκείνο το βράδυ κορυφώθηκε στα σκόρπια συνθήματα του Ανεστόπουλου «Μη φοβάστε τους φόβους τους… ο καρκίνος δεν είναι ασθένεια»· «βάλτε να πιούμε ζωή, έρωτα, δημιουργία, αξιοπρέπεια»· «ζούμε όση ζωή θέλουμε να ζήσουμε, είμαστε τα Διάφανα Κρίνα». Ο Θάνος Ανεστόπουλος έφυγε από τη ζωή έναν χρόνο αργότερα, αλλά στην τελευταία του συναυλία φρόντισε να τον θυμόμαστε για πάντα για το θάρρος και την τεράστια δύναμή του. Το ανατρίχιασμα που ένιωσα εκείνη τη νύχτα που παλεύαμε όλοι μαζί τον θάνατο γιορτάζοντάς τον την κάνει για εμένα διαφορετική από όλα τα άλλα live τις δεκαετίας και είμαι ευγνώμων να έχω τα «Διάφανα Κρίνα» μέσα στο συναυλιακό κολάζ μου. 

 

Γιώργος Νούσης 

Πώς να επιλέξει κανείς το live της δεκαετίας; Δύσκολο εγχείρημα – και κυρίως με ποια κριτήρια; Μπάντα που είδες για πρώτη φορά (Alice in Chains); Αγαπημένος τραγουδοποιός που έχει καθορίσει τη ζωή σου (Bob Dylan); ή την μπάντα για την οποία δεν χρειάζεται να πεις κάτι (Iron Maiden); Παρ’ όλα αυτά επιλέγω να κρατήσω τη μεγαλύτερη ίσως οπτικοακουστική εμπειρία που βίωσα ποτέ και δεν είναι άλλη από το live του Roger Waters. Πέρα από προσωπική αγάπη για τους Pink Floyd, ήταν ό,τι πιο άρτιο έχω δει να εκτυλίσσεται σε επίπεδο μουσικής εμπειρίας. Θα θελα τούτη την ώρα να μπορούσα να πετάξω τις αισθήσεις μου πάνω στο χαρτί για ν’ αποτυπώσω τη μυσταγωγία της στιγμής όταν μια μαγική φιγούρα εμφανίζεται στο ψηλότερο σημείο του τείχους, μ’ έναν προβολέα στραμμένο επάνω της και ξεκινά να παίζει, δημιουργώντας μια αίσθηση μεταφυσική. Ένα συμπυκνωμένο αίσθημα πληρότητας του είναι σου. Σαν να βγαίνεις από μέσα σου και να αιωρείσαι, φτάνοντας σχεδόν σε μια κατάσταση θέωσης. Κινηματογραφική performance, ένα θέαμα που σε χτύπαγε στα σωθικά, και φόρος τιμής σε μια μπάντα η οποία ούτε λίγο ούτε πολύ ξανακούρδισε τα αισθητήρια όργανά μας ώστε να αφουγκραζόμαστε λίγο καλύτερα το σύμπαν στην αέναη προσπάθειά μας να το κατανοήσουμε. 

 

Στεφανία Κουτσουπιά 

Κάνοντας μια αποτίμηση των live στα οποία έχω πάει την τελευταία δεκαετία, δεκαετία των 20 για μένα, διαπιστώνω ότι έχω πάει σε live με πολύ κόσμο, με λίγο κόσμο, στο εξωτερικό, στο εσωτερικό, σε βουνά, σε παραλίες, σε ποτάμια και γεφύρια, με camping και δίχως, σε μεγάλα στάδια, σε πρώην αποθήκες της Πειραιώς και πάει λέγοντας. Έχω χάσει πάρα πάρα πολλά σπουδαία live στα οποία θα ήθελα να είμαι «εκεί». Υπάρχει όμως ένα στο οποίο τα κατάφερα να πάω και που ξεχωρίζω από τα άλλα, για λόγους προφανώς βαθιά υποκειμενικούς. 

Ήταν, λοιπόν, Παρασκευή 6 Ιουλίου 2018. Τα γρασίδια του Terravibe σιγοψήνονταν στους 38,5 βαθμούς και σιγά σιγά μαζευόμασταν να ακούσουμε τους Arctic Monkeys στο πρώτο τους live στην Ελλάδα. Τους λόγους για τους οποίους αγαπώ αυτή την μπάντα τους έχω ξαναπείΘα μπορούσα να μιλήσω για τα διάσημα πια bass riffs τους, για τη στιγμή που το «I Bet that You Look Good on the Dancefloor» μας ξαναέκανε 16 ετών, για τη στιγμή που ακούστηκε η φράση «Ιm going back to 505…» και το κοινό απάντησε με έναν χαμηλόφωνο, πληγωμένο ενθουσιασμό ή όταν το Tranquility Base Hotel + Casino άνοιξε την πόρτα στο μέλλον των εμπειριών που θα δημιουργούσαμε με τον νέο (τότε) δίσκο. Αλλά δεν ήμουν ποτέ καλή φεστιβαλική δημοσιογράφος. Μετά από ένα live με το ζόρι θυμάμαι ποια τραγούδια παίχτηκαν, γιατί εκείνη τη στιγμή είμαι εντελώς μέσα στη μουσική, όπως κάποιος που τραγουδά τους ήχους ενός τραγουδιού που αγαπά, ενώ επιμένει να ξεχνά τους στίχους. Οπότε θα σημειώσω κάτι γι’ αυτό το πολύ χαρακτηριστικό τελετουργικό μετά τα live, όταν ευτυχισμένοι και κυρίως –και ειδικά εκείνες τις στιγμές– για πάντα νέοι ψάχνουμε να βρούμε τον δρόμο επιστροφής στην κανονικότητα της επόμενης μέρας. Γύρω στις 2 παρά το πρωί, καθηλωμένοι μέσα στο αμάξι πάνω από ώρα, περιμένοντας να ξεφρακάρει ο δρόμος εξόδου προς στην εθνική από το πλήθος κόσμου, ακούγαμε στο ραδιόφωνο τη μετάδοση του live των Arctic Monkeys που είχε μόλις τελειώσει. Έτσι βρέθηκα να ακούω ήδη την επανάληψη μιας τόσο πρόσφατης, δυνατής εμπειρίας που μόλις γίνεται ανάμνηση. Αυτές οι δύο ταχύτητες ήταν μια παράξενη αιωνιότητα, ένα μόλις που διαιρείται ταυτόχρονα σε ένα πριν και ένα μετά. Είμαι ευγνώμων για αυτό το βράδυ, για τους Arctic Monkeys και γι’ αυτό που ξέρει να κάνει η μουσική στη ζωή των ανθρώπων.

  • Social Links: