Ο Claude Seignolle (1917-2018) ήταν ένας Γάλλος συγγραφέας με μεγάλο λαογραφικό και λογοτεχνικό έργο, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου δεν είναι δυστυχώς διαθέσιμο στα αγγλικά ή τα ελληνικά. Οι δυο πτυχές του έργου του δεν ήταν απομονωμένες·…

From the Dark Past 16: Βουκολικές δοξασίες στη Γαλλική Επαρχία (Claude Seignolle – The Accursed) 

Ο Claude Seignolle (1917-2018) ήταν ένας Γάλλος συγγραφέας με μεγάλο λαογραφικό και λογοτεχνικό έργο, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου δεν είναι δυστυχώς διαθέσιμο στα αγγλικά ή τα ελληνικά. Οι δυο πτυχές του έργου του δεν ήταν απομονωμένες· η λαογραφία τροφοδοτούσε την λογοτεχνία του, η οποία καταπιάστηκε με εκφάνσεις του υπερφυσικού. Μέχρι στιγμής υπάρχουν τρία βιβλία του μεταφρασμένα στα αγγλικά: η υπό εξέταση συλλογή The Accursed, το Nightcharmer and Other Tales που περιλαμβάνει οκτώ διηγήματα, καθώς και η νουβέλα The Black CupboardΑπό τη συλλογή Nightcharmer υπάρχει εδώ το διήγημα Ghoulbird (στην αγγλική μετάφραση που πραγματοποιήθηκε για το μνημειώδες The Weird των VanderMeer). 

Ανακάλυψα τον Claude Seignolle σε αυτήν την εξαιρετικά πλούσια και εξαντλητική λίστα μη αγγλόφωνων βιβλίων του παράδοξου, και ξεκίνησα την επαφή μαζί του με το The Accursed, το οποίο συγκεντρώνει δύο από τις πρώτες νουβέλες του συγγραφέαγραμμένες μεταξύ 1945-48Αμφότερες περιστρέφονται γύρω από το σημείο τομής της ζωής της υπαίθρου με το υπερφυσικό, λαμβάνοντας έτσι τιμητική θέση στο σύνολο που ονομάζουμε folk horror. 

 

 

Μια σημείωση για την έκδοση που διάβασα: πρόκειται για την ψηφιακή μορφή της αγγλικής μετάφρασης του 1967. Η συγκεκριμένη μετάφραση (του Bernard Wall) φαίνεται τουλάχιστον πρόχειρη, με πολλά λάθη και μικρή προσπάθεια για ουσιαστική απόδοση του κειμένου στην αγγλική γλώσσα. Τα πράγματα επιδεινώνονται περαιτέρω από την κακή (πιθανώς ερασιτεχνική) μεταφορά του κειμένου σε ψηφιακή μορφή, η οποία φαίνεται να μην έχει περάσει από οποιουδήποτε είδους επιμέλεια – υπάρχουν για παράδειγμα πολλά ορθογραφικά λάθη προφανούς ηλεκτρονικής προέλευσης (αντί για I, m αντί για rn, και ούτω καθεξής) καθιστώντας σχεδόν βέβαιη τη χρήση αυτόματης αναγνώρισης σκαναρισμένου κειμένου. Παρόλα αυτά το βιβλίο διαβάζεται με ελάχιστη προσπάθεια. 

 

Ένα παρελθόν γεμάτο με σκληρή δουλειά είναι δύστροπο κι αντιστέκεται στο σκάψιμο της μνήμης 

 

 

Όπως γίνεται φανερό από τον τίτλο, αμφότερες οι νουβέλες του The Accursed έχουν ως κεντρικές ηρωίδες νεαρά κορίτσια που χαρακτηρίζονται από κάποιου είδους δυσοίωνη επαφή με το υπερφυσικό. Συγκεκριμένα, στο Malvenue η μοίρα της πρωταγωνίστριας με το παράξενο σημάδι στο μέτωπο φαίνεται να είναι μπλεγμένη με ένα παμπάλαιο άγαλμα που ανέσυρε το υνί του πατέρα της σχεδόν ένα χρόνο πριν γεννηθεί η ίδια· καθώς η φετινή σοδειά καίγεται, τα τραγικά μυστηριώδη γεγονότα που συνέβησαν πριν από είκοσι χρόνια ρίχνουν τη σκιά τους στο παρόν. Στο Marie the Wolfη ομώνυμη ηρωίδα λαμβάνει ως νεογέννητο βρέφος χρίσμα από έναν λυκολάτη (έναν άνθρωπο που ζει και ταξιδεύει με αγέλες λύκων), το οποίο δημιουργεί μια αμφίδρομη δίοδο επιρροής μεταξύ αυτής και των αρπακτικών ζώων. 

Και οι δυο ιστορίες διαδραματίζονται στην γαλλική επαρχία Sologneη οποία αποκαλύπτεται ως ένα τραχύ βαλτώδες αγροτικό περιβάλλον, διάσπαρτο με απομεινάρια δασών και μικρά αγροκτήματα που σχηματίζουν μεγαλύτερες κοινότητες κατά τους διάφορους εορτασμούς που σημαδεύουν τον τροχό του έτους. Η φύση είναι ολοζώντανη, παντοδύναμη, αμείλικτη και πανέμορφη. Η ζωή εκεί δεν ωραιοποιείται ούτε εξιδανικεύεται – η σκληρή δουλειά του αγροκτήματος αφήνει εμφανή σημάδια στα σώματα και στις ψυχές, και η θρησκευτικότητα μπορεί να δημιουργήσει πληγές ή να οξύνει ήδη υπάρχουσες. Ο βουκολικός όμως αυτός βίος γοητεύει με την αρμονία με την οποία πλοηγείται εντός του περιβάλλοντα κόσμου, καθώς και με τον τρόπο που ψηλαφίζει και αποκαλύπτει τις μεγαλειώδεις και θαυμαστές πτυχές του τόπου αυτού – όπως το υνί του πατέρα της πρωταγωνίστριας αποκαλύπτει το κρυμμένο άγαλμα στο Malvenue. 

Και στις δυο νουβέλες η ουσία της πλοκής είναι φαινομενικά απλή, αρμοστή θα έλεγε κανείς για ένα βουκολικό περιβάλλον όπως αυτό της Sologne, χωρίς να εκπίπτει ποτέ σε απλοϊκότητες – κυριαρχεί μια άμεση λειτουργικότητα. Σταδιακά όμως, ο τρόπος με τον οποίο η υπόθεση ξεδιπλώνεται πάνω σε διάφορους άξονες (χρονικό, γενεαλογικό, χωρικό) αποκαλύπτει ένα πυκνό κατασκεύασμα. Το γοτθικό είδος ελοχεύει πάνω από τις σελίδες σαν ένα από τα τόσο ενεργητικά σύννεφα της Sologne – το μαρτυρούν η τραγικότητα της μοίρας, η διαγενεαλογική πορεία της αμαρτίας, αλλά και η όσμωση του τοπίου με τους χαρακτήρες. 

 

Τέτοια θρηνητική φωνή που έμοιαζε να τρίβεται στην τραχιά οροφή των άστρων 

 

 

Οι δυο ιστορίες είναι γεμάτες με εικόνες της σχέσης του λαού με το υπερφυσικό (βλέπουμε, για παράδειγμα, τον τρόπο θεραπείας που προτείνει ο μάγος της περιοχής στον πατέρα της πρωταγωνίστριας – να καταπιεί ένα χαρτί με μαγικά σύμβολα), αλλά και με εκφάνσεις του ίδιου του απόκοσμου. Κορύφωση του τελευταίου η εικόνα της ακέφαλης αγίας στο Malvenue, η οποία απλώνει τα νεκροσέντονά της μέσα στο νυχτερινό βάλτο. Ο Claude Seignolle γνωρίζει καλά το αντικείμενό του και τον τρόπο με το οποίο αυτό αλληλοτρέφεται με το λαό. Δεν το απομονώνει, ούτε το εκθέτει(κάτι που θα το καθιστούσε ένα ακίνδυνο παράδοξο), παρά μονάχα οξύνει τις υπάρχουσες εκφάνσεις του. 

Ένα συχνό μοτίβο στον folk τρόμο είναι η χρήση στη διήγηση ενός πρωταγωνιστή ο οποίος είναι ξένος στον τόπο. Αυτός γίνεται ουσιαστικά ένα όχημα για τον αναγνώστη, ο οποίος ακολουθεί παράλληλη με αυτόν πορεία – τα έθιμα, οι ιδιοτροπίες, τα μυστικά του τόπου αποκαλύπτονται σε δυο μέτωπα ταυτόχρονα, αυτό της διήγησης και το πραγματικό. Παρά την αναγνωστική ευκολία που προσφέρει αυτή η τεχνική, η ανάγκη για έναν διάμεσο πρωταγωνιστή εντείνει την απόσταση μεταξύ του αναγνώστη και της καρδίας της ιστορίας, της παρουσιαζόμενης κοινότητας δηλαδή, με αποτέλεσμα η τελευταία να εξωτικοποιείται και να χάνει μέρος της ζωντάνιας της. 

 Ο Γάλλος δεν επιλέγει αυτήν την οδό. Οι χαρακτήρες είναι ως επί το πλείστο απλοί χωρικοί, πάντα ενσωματωμένοι στο τοπίο, το οποίο και τελικά αποκαλύπτεται ως ο πραγματικός πρωταγωνιστής των δυο ιστοριών. Η αφήγησή ριζώνεται στις δυο κοινότητες όπου διαδραματίζονται οι ιστορίες και ξετυλίγεται με μια σχεδόν ζαλιστική μεταπήδηση από το ένα ντόπιο πρόσωπο στο άλλο, συνθέτοντας ένα μωσαϊκό προσωπικοτήτων. Τα μυστικά του τόπου αναβλύζουν μέσα από τους κοινωνούς τους και κυριαρχούν δια της παρουσίας τους. 

 

Ένα γέλιο φτιαγμένο από αιχμηρές, πυρακτωμένες λεπίδες 

 

 

Το μεγαλύτερο ατού του συγγραφέα είναι η γλώσσα που χρησιμοποιεί σε αυτά τα δύο πρώιμα έργα του, με την οποία επιτυγχάνει την εξαιρετική απεικόνιση της υπαίθρου. Η γαλλική επαρχία απεικονίζεται με τρομακτική ζωντάνια χάρη στη βαθιά ενεργητικότητα της αφήγησης. Η γραφή χαρακτηρίζεται από μια εκφραστικότητα αδρή, απλή, σχεδόν άγαρμπη και άκρως περιγραφική, προσομοιάζοντας τους χωρικούς που σκαλίζει· πρόκειται για  έναν λόγο ιδιαίτερα σωματικό, εναρμονισμένο με την εμπειρία των ανθρώπων αυτών που ζουν μέσα στον κόσμο και όχι σε κάποιο φανταστικό διάζωμα πέρα από αυτόν. Μοναδική παραφωνία οι στιγμές που ο ο υπονοούμενος αφηγητής κάνει την παρουσία του αισθητή παρέχοντας μια προφητική πληροφορία (που δεν μπορεί να ξέρει κανείς εντός της διήγησης σε εκείνο το σημείο) ή σχολιάζοντας μια πράξη που μόλις περιέγραψε. 

Η άρθρωση της γραφής ενίοτε προκαλεί ευχάριστες δυσαρμονίες. Στις στιγμές αυτές φαίνεται να ακολουθεί περισσότερο μια διαισθητική πορεία και καταλήγει ως υποδόριος εκφραστής μιας γοητευτικής αθωότητας. Η γλώσσα αναδύει αυθεντικότητα, όχι μέσω ενός παρωχημένου μιμητισμού κάποιας ντόπιας λαλιάς, αλλά μέσω της ενσωμάτωσης της φύσης στη γραφή. Δεν είναι μόνο οι ολόφρεσκες και κάπως αλλόκοτες για το σύγχρονο αναγνώστη μεταφορές που προέρχονται από το περιβάλλον, από την καθημερινή ζωή των χαρακτήρων, εντείνοντας την ενσωμάτωση και βύθιση του αναγνώστη. Το ίδιο το περιβάλλον έχει έναν απόλυτα ενεργητικό ρόλο στη γραφή, ξεπροβάλλοντας σε κάθε γωνιά της διήγησης. 

Παραθέτω δυο χαρακτηριστικά αποσπάσματα γραφής, το καθένα από μια νουβέλα: 

«Ο ήλιος καβάλησε τον ουρανό και έκαιγε σαν φούρνος. Οι ακτίνες του σφυρηλατούσαν τα γυμνά χέρια του Βρετόνου αλλά τίποτα δεν μπορούσε να βάλει τέλος στην αυξανόμενη μανία του. Ήταν περικυκλωμένος από ζωή. Ένα σμήνος από κορυδαλλούς τιτίβισε στο βάθος του ουρανού. Ένας κούκος πέταξε τις αμετάβλητες νότες του. Από το δάσος ήρθε το κριτσάνισμα των τροχών κάποιου κάρου. Πέρα μακριά τα καμπανάκια απ’ τα γελάδια της Λα Νου σκόρπισαν το κουδούνισμά τους στον αέρα. Μια πυρά από νεκρό γρασίδι σκόρπισε παντού το θυμίαμά της.» 

«Καθόντουσαν έξω. Κάποιοι σε πάγκους που είχαν βγάλει, άλλοι χάμω στο έδαφος που για πρώτη φορά δεν ζήταγε να του κάνουν κάτι. Η νύχτα και η ησυχία έδωσαν στη μητέρα τις πρώτες ύλες του μυστηρίου, αυτές που χρειαζόταν για να πει την ιστορία της. Η νύχτα παρείχε το σκηνικό που ήθελε ο καθένας· και όταν η αφηγήτρια έκανε κάποια παύση, τα ηνία έπαιρνε η ησυχία, που ήξερε καλύτερα από αυτήν πως να κρατάει την αγωνία κοχλαστή.» 

 

Ο Claude Seignolle ήταν μια εξαιρετικά ευχάριστη και αναπάντεχη ανακάλυψη. Τα μόνο συγγενή (αν και πολύ νεότερα) έργα που μπορώ να σκεφτώ είναι τα The Loney και Devil’s Day του Andrew HurleyΗ ποιότητα και το μαγευτικό ύφος της γραφής των δυο ιστοριών του The Accursed με κάνει να στραφώ άμεσα προς τα άλλα δύο βιβλία του συγγραφέα που είναι διαθέσιμα στα Αγγλικά. Ένα ακατέργαστο διαμάντι λαϊκού τρόμου με απαράμιλλη γραφή. 

  • Social Links: