Ο Dan-el Padilla Peralta είναι αναπληρωτής καθηγητής Κλασικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Princeton. Στο φιλομαθές ελληνικό κοινό έγινε κάπως γνωστός με το άρθρο και τη συνέντευξη που του αφιέρωσαν οι New York Times τον Απρίλιο του 2021 (σε μετάφραση του Άκη Γαβριηλίδη εδώ). Με καταγωγή από τη Δομινικανή Δημοκρατία και ειδίκευση στη Ρωμαϊκή Ιστορία, ο Padilla έχει άμεση, βιωματική, εμπειρία της συνάρθρωσης κλασικισμού και αποικιοκρατίας, της εδραίωσης της λευκής υπεροχής σε μια συγκεκριμένη αναπαράσταση και εξιστόρηση της Αρχαίας Ελλάδας και της Ρώμης, ακόμη και μέχρι την εκπνοή του 20ού αιώνα. Η ιστορική αυτή σχέση απέκτησε για τις ΗΠΑ καινούργια οξύτητα την περίοδο της διακυβέρνησης του Τραμπ, με συμβολικό αποκορύφωμα την εισβολή στο Καπιτώλιο την 6η Ιανουαρίου 2021 και τις ελληνοπρεπείς της επιτελέσεις, όπως τις περικεφαλαίες και τα λάβαρα «Μολών Λαβέ». Ο Padilla ενδιαφέρεται για την αρχαιότητα που άφησε στο περιθώριο ο κλασικισμός, για τη διάρρηξη των αφηγήσεων της λευκότητας, για την αποσύνδεση της αρχαιότητας από τον τρόπο με τον οποίον την εννοιολόγησε η αποικιακή νεωτερικότητα.
Στο δοκίμιο που αναδημοσιεύει σήμερα το Σκρα Punk ο Padilla στρέφει το ενδιαφέρον του στα απόβλητα, στα κόπρανα, στα σκατά. Από τον Όμηρο ώς τα ίχνη περιττωμάτων στις ανασκαφές και από τον χεσμένο Κλαύδιο του Σενέκα στον Σόλωνα, που χαϊδεύει αφοδεύοντας την κοιλιά του, ο Padilla περνά δεξιοτεχνικά από μια σκατολογική εξτραβαγκάντζα σε μια ανάδειξη των σκατών σε ανθρωπολογική και πολιτική μετωνυμία: τα σκατά είναι αυτά που αποσιωπά ο Alexander Pope στη μετάφραση της Ιλιάδας, η κοπριά ήταν «το κάρβουνο στη μηχανή του κόσμου». Τα σκατά είναι η μη λευκότητα που οι κλασικές σπουδές δεν μπορούν να ομολογήσουν, το απόθεμα της ιστορίας. Τα σκατά είναι οι υποτελείς που αναζητούν τη φωνή τους.
Τα Απόβλητα είναι το δοκίμιο με το οποίο ο Padilla συμμετείχε στη «Ρευστή Αρχαιότητα», ένα κοινό εκδοτικό και εκθεσιακό εγχείρημα του Πανεπιστημίου του Princeton, του Μουσείου Μπενάκη και του Ιδρύματος ΔΕΣΤΕ. Γενική επιμελήτρια της «Ρευστής Αρχαιότητας» ήταν η Brooke Holmes καθηγήτρια Κλασικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Princeton και διευθύντρια του προγράμματος Postclassicisms. Συνεργάτες της ήταν η Πολύνα Κοσμαδάκη, επιμελήτρια στο Μουσείο Μπενάκη, και ο καθηγητής αρχιτεκτονικής, σύμβουλος του Ιδρύματος ΔΕΣΤΕ Γιώργος Τζιρτζιλάκης. Η «Ρευστή Αρχαιότητα» ήταν μια έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη το 2017, σε σχεδιασμό των Diller Scofidio + Renfro, ήταν ένα οπτικό δοκίμιο με έργα της συλλογής Δάκη Ιωάννου, κυρίως όμως ήταν μια έκδοση, ένα λεξικό όρων, όπως το «Αρχειομνημείο», το «Σώμα» ή ο «Ανιμισμός», μια ανανεωτική και συχνά ρηξικέλευθη ματιά σε πεδία της αρχαιότητας που δεν ήταν ώς τώρα κεντρικά στις κλασικές σπουδές. Στη «Ρευστή Αρχαιότητα» συνέβαλαν θεωρητικοί όπως ο James Porter, ο Γιάννης Χαμηλάκης, η Joy Connoly, ο Hal Foster, o Σπύρος Παπαπέτρος, ο Richard Fletcher, ο οποίος με το δημοφιλές του blog Minus Plato συμμετέχει μεταξύ άλλων στην ανοιχτή πλατφόρμα Post-documenta, που διευθύνει ο Νίκος Αρβανίτης για την ΑΣΚΤ, ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης, η Πολύνα Κοσμαδάκη.
Ο διάλογος που έχει ξεκινήσει στην Αμερική, και ειδικότερα στο Πανεπιστήμιο του Princeton, για την αποαποικιοποίηση των κλασικών σπουδών έχει ως κύριους εισηγητές τον Padilla και τη βασική συγγραφική ομάδα της «Ρευστής Αρχαιότητας». Το Πανεπιστήμιο του Princeton δεν θεωρεί πλέον τη γνώση της αρχαίας ελληνικής και της λατινικής γλώσσας προαπαιτούμενη για τις προπτυχιακές του σπουδές. Καθώς η εκμάθηση των κλασικών γλωσσών απαιτεί υψηλό πολιτιστικό και οικονομικό κεφάλαιο, η εισαγωγή στο Princeton περιοριζόταν ώς τώρα στα παιδιά της πολύ ισχυρής λευκής ολιγαρχίας ή έστω σε εξαιρετικά μυαλά σαν τον Padilla. Η αλλαγή αυτή στο πρόγραμμα εισαγωγής στο Πανεπιστήμιο είναι μέρος μιας ευρύτερης, βαθιάς ανανέωσης όχι απλώς του προγράμματος σπουδών, αλλά συνολικά του ερευνητικού πεδίου της αρχαιότητας. Κατά κάποιον τρόπο επιβεβαιώνει τη ριζική επικαιρότητα της αρχαιότητας, την ίδια στιγμή που απελευθερώνεται από το κλασικιστικό βάρος. Φυσικά, η γνώση της γλώσσας είναι προαπαιτούμενη για μια σειρά από αρχαιογνωστικές ειδικότητες, από τη φιλοσοφία έως την επιγραφική, για αυτό άλλωστε και το πρόγραμμα αρχαιογλωσσίας του Πανεπιστημίου μένει ως έχει.
Ο διάλογος για την αποαποικιοποίηση της αρχαιογνωσίας στο Πανεπιστήμιο του Princeton έχει έναν κοινό βαθύ πυρήνα με την ελληνική συζήτηση γύρω από τα έργα αναστήλωσης και προσβασιμότητας στην Ακρόπολη. Και στις δύο περιπτώσεις, όπως έχει συμβεί τόσες φορές στην ιστορία, η κλασική αρχαιότητα αποδεικνύεται ένα ανοιχτό αρχείο, ένα επίζηλο πεδίο πολιτικής σύγκρουσης. Οι δύο περιπτώσεις όμως διαφέρουν στα ιδεολογικά και πολιτικά τους επίδικα. Στο Princeton το ζήτημα είναι η συμπεριληπτικότητα, είναι η βεβήλωση της λευκής ιερότητας, η πολυφωνία, η πολιτική διεκδίκηση. Στην Ελλάδα, αντίθετα, εκτός από τo ζήτημα των θεσμικών και τεχνικών παρατυπιών, που δεν φαίνεται ωστόσο να είναι αμελητέο, η αντιπαράθεση γίνεται με όρους ταυτοτικής διεκδίκησης της αρχαιότητας. Λίγες είναι οι φωνές, όπως του Γιάννη Χαμηλάκη, που μεταθέτουν το επιχείρημα σε μια συνολική επαναδιαπραγμάτευση της αρχαιότητας και αποαποικιοποίησης του μνημείου της Ακρόπολης. Και οι δύο πλευρές επιμένουν σε μια προνομιακή, ουσιοκρατική, ελληνική σχέση με την αρχαιότητα, στην υπεράσπισή της απέναντι στους εισβολείς της πολιτικής ορθότητας οι μεν, των νεοφιλελεύθερων πολιτικών οι δε· η συζήτηση γίνεται με όρους ιερότητας του βράχου, αυθεντικότητας των υλικών, αντιπαράθεσης ενός αγνού τάχα ανθρωπισμού με μια, υποτίθεται, στυγνή εμπορευματοποίηση που μιλά ex cathedra. Διαβάζει κανείς τα επιχειρήματα ένθεν κι ένθεν, θυμάται τον Padilla κι αναφωνεί αυθόρμητα: «Χεστήκαμε».
Θεόφιλος Τραμπούλης
Το δοκίμιο του Dan-el Padilla Peralta περιλαμβάνεται στον τόμο Ρευστή Αρχαιότητα (2017), μια έκδοση του Ιδρύματος ΔΕΣΤΕ. Η επιμέλεια της ελληνικής έκδοσης είναι του Θεόφιλου Τραμπούλη και η μετάφραση των δοκιμίου της Σοφίας Λαλοπούλου.
ΑΠΟΒΛΗΤΑ
του Dan-el Padilla Peralta
Όλοι αναδυόμαστε από την μπόχα.
Cornel West
Χέσε ψηλά κι αγνάντευε!
Αγνώστου
Το να παλεύεις με τα απόβλητα –και δη τα περιττώματα– ισοδυναμεί με το να βλέπεις το ιδεώδες να γίνεται σκατά στο πάτωμα και το ωραίο να ζέχνει. Θέλω να υμνήσω την ικανότητα της ρευστής αρχαιότητας να περιλαμβάνει όλες τις όψεις των αποβλήτων, τη βρομερή τους οσμή, την υγρή μπόχα, τα στερεά περιττώματα ανθρώπων και ζώων. Εάν η Ανθρωπόκαινος καταλήξει σε μια παγκόσμια περιβαλλοντική καταστροφή, θα οφείλεται στην αποτυχία μας να διαχειριστούμε τα απορρίμματα: τις υπερβολικές εκπομπές στον αέρα, τα λύματα στα ποτάμια και στους ωκεανούς, τις αδιανόητες ποσότητες σκατών. Η βοώπις Ήρα θα είχε πολλά να πει για το τέλος: μας ξεκάνουν εν μέρει οι κολοσσιαίες επιπτώσεις από τα αέρια των βοοειδών, οι εκπομπές μεθανίου των αγελάδων που εκτρέφουμε για σφάγια μας σκοτώνουν. Μιλάμε για φονικές μυρωδιές.
Δεν θα περίμενε κανείς στον Όμηρο να συναντήσει γλιστερά απόβλητα. Κι όμως, στους αγώνες που γίνονται προς τιμήν του Πάτροκλου, ο Αίαντας ο Λοκρός, λίγο πριν νικήσει τον Οδυσσέα στον αγώνα δρόμου, γλιστράει στη σβουνιά των βοδιών που είχε θυσιάσει νωρίτερα ο Αχιλλέας. Τη στιγμή που ο Οδυσσέας τον προσπερνά, πλησιάζοντας στη νίκη, ο Αίαντας φτύνει ακαθαρσίες, το στόμα και η μύτη του είναι βουλωμένα με σκατά. Ο θρίαμβος του ενός είναι η ταπείνωση του άλλου· και κάτι ακόμη: τα περιττώματα, προϊόντα θανάσιμης βίας (όλα τα βόδια που θυσιάζονται χέζονται από το φόβο τους, και μετά το θάνατο το έντερό τους εκκενώνεται ανεξέλεγκτα), απλώνονται ως θέαμα και στα πιο απόμακρα σημεία του κειμένου και σε ζωές που θα χαρακτηρίζαμε ως υπο- ή παρα-επικές. Το γέλιο που προκαλεί η πτώση και το λέρωμα του Αίαντα θυμίζει τα γέλια –ανάμεικτα με θλίψη– που προκάλεσε σε όλους το περιστατικό με τον Οδυσσέα, όταν έδειρε τον τυχάρπαστο Θερσίτη. Κοπρανώδη απόβλητα επανεμφανίζονται σε στιγμές συνταρακτικής οδύνης: ο Πρίαμος ολοφύρεται και κυλιέται στις κοπριές όταν βλέπει να σέρνουν το νεκρό σώμα του Έκτορα πάνω στο χώμα· ο Οδυσσέας αφήνει να κυλήσει ένα βουβό δάκρυ στη θέα του αγαπημένου του σκύλου Άργου, που κουνάει ξεψυχισμένα την ουρά του πάνω σε έναν σωρό κοπριά.
Ο Σωκράτης του Πλάτωνα, ο απολυμαντής των απολυμαντών, δεν ανέχεται μύγες στο σπαθί του, και επιστρατεύει τους συνομιλητές του στην Πολιτεία για να ζητήσουν από τον Όμηρο και τους άλλους ποιητές να μην δείχνουν τους ήρωες να πενθούν ή τον Πρίαμο να κυλιέται στα σκατά. Γιατί αυτές οι σκηνές είναι ατιμωτικές, εξανίσταται ο Σωκράτης, και δεν προσφέρουν την αρμόζουσα ηθική ανάταση. Και έτσι, αρχίζει εδώ μια άλλη ιστορία, ή ας πούμε ότι αρχίζει: ο αγώνας για την απόκρυψη της μπόχας των αποβλήτων. Η απλούστερη στρατηγική είναι η παράλειψη και η ευφυέστερη σε κειμενικό επίπεδο η απο-γραφή: μεταξύ των πιο εμφανών «ομηρικών επιρροών» στον Βιργίλιο είναι το γεγονός πως κι αυτός εξαρτά την έκβαση του αγώνα δρόμου στον οποίο συμμετέχουν ο Νίσος και ο Ευρύαλος από ένα γλίστρημα. Αυτή τη φορά, όμως, όχι στα περιττώματα αλλά στο αίμα θυσιασμένων ζώων. Πολλούς αιώνες αργότερα, ο Alexander Pope απλώς έσβησε τα σκατά, όταν μετέφρασε την Ιλιάδα.
Καθώς όμως αποφεύγουμε να αγγίξουμε το θέμα των περιττωμάτων ανθρώπων και ζώων, παραβλέπουμε ως τώρα ένα σημαντικό ιστορικό δεδομένο. Για πολλές χιλιετίες, προτού η μέθοδος επεξεργασίας Haber-Bosch κάνει δυνατή τη μαζική παραγωγή λιπάσματος, η κοπριά ήταν το κάρβουνο στη μηχανή του κόσμου – ήταν αυτό που έδινε τροφή στους ανθρώπους. Ο Άργος αφήνει την τελευταία του πνοή πάνω σε έναν σωρό κόπρανα μουλαριών και αγελάδων. Ο σωρός ακαθαρσιών, μπροστά στην πύλη του σπιτιού του Οδυσσέα, περιμένει τους υπηρέτες να έρθουν να τον πάρουν, να τον πάνε στα χωράφια για λίπασμα. Όπως έδειξαν οι εντατικές γεωφυσικές διασκοπήσεις των δεκαετιών του ’70 και ’80, μεγάλη ποσότητα φωταύγειας προερχόμενης από ανθρώπινα έργα εκπέμπεται από τους αρχαιοελληνικούς αρχαιολογικούς χώρους. Η «υπόθεση της κοπριάς», που υιοθετήθηκε από τη μεγαλύτερη μερίδα της αρχαιολογικής κοινότητας, απέδωσε αυτό το φαινόμενο στη διασπορά των κοπράνων ανθρώπων και ζώων, που, αφού πρώτα συλλέγονταν σε λάκκους και σωρούς μέσα στους οποίους πετούσαν σπασμένα κεραμικά και διάφορα παρόμοια οικιακά σκουπίδια, χρησιμοποιούνταν ως λίπασμα στις καλλιέργειες. Ερωτήματα που παραμένουν: για τι ποσότητα σκατών μιλάμε και ποιος έχεζε; Τα κεραμικά θραύσματα που διασώζονται σηματοδοτούν τον τόπο όπου ήταν κάποτε η κοπριά. Τα απόβλητα μεταμορφώνονται σε φορείς μηνυμάτων. Έτσι, έρχονται ξανά στο φως τεχνικές και τεχνολογικές καινοτομίες του παρελθόντος και μακρόβια δίκτυα, που περιλαμβάνουν άτομα και κοινότητες, όπου συνεργάζονταν και συμβίωναν άνθρωποι, ζώα, φυτά.
Αυτή η longue durée σημειολογία των ακαθαρσιών διασταυρώνεται με ιδιαίτερα καυστικές εικόνες. Πρόσφατες αναπαραστάσεις ενός συγκεκριμένου κατόχου του υψηλότερου πολιτικού αξιώματος στις ΗΠΑ, με πρόσωπο στο χρώμα της κολοκύθας, σηματοδοτούν έναν τόπο όπου το σκατολογικό υβρεολόγιο ζέχνει πέρα από τις γραμμές που διαχωρίζουν την αρχαιότητα από τους σύγχρονους καιρούς. Η κουραδοποίηση των σημερινών πολιτικών απέχει μόλις ένα μικρό βήμα από την Ειρήνη του Αριστοφάνη, με τα σκαθάρια της κοπριάς που καταναλώνουν απίστευτες ποσότητες ακαθαρσιών, ένα μικρό βήμα από την αποκολοκύνθωση του Κλαύδιου, στο έργο του Σενέκα, του Κλαύδιου που ξαλαφρώνει στο νεκροκρέβατό του, λέγοντας: «Αχ ο καημένος, μου φαίνεται χέστηκα»· κι αυτό έρχεται ως επιστέγασμα της ζωής ενός ανθρώπου που έχει χέσει τους πάντες και τα πάντα. Η εξομοίωση του άρχοντα με τα σκατά προκαλεί γέλια. Ωστόσο, η εκτόνωση δεν είναι πάντα ανακουφιστική, ειδικά όταν η αποκομιδή και η διαχείριση των ανθρώπινων απορριμμάτων επισπεύδει εκρηκτικές προσωπικές και κοινωνικές εντάσεις. Σίγουρα είναι αστείο το ρωμαϊκό ανάγλυφο στην Ακυληία, όπου ο Δίας κραδαίνει τους κεραυνούς του για να τιμωρήσει τον δυστυχή που έκανε το σφάλμα να αφοδεύσει στο λάθος μέρος· γαργαλιστικά είναι, επίσης, και εκείνα τα γκράφιτι στην Πομπηία που προειδοποιούν τον περαστικό να πάει κάπου αλλού να χέσει. Ωστόσο, για να είμαστε δίκαιοι σε ό,τι αφορά τις διάφορες μορφές προνομίων και περιορισμών που σχετίζονται με την αποκομιδή των απορριμμάτων, θα πρέπει να πάμε πέρα από το χιούμορ, με δεδομένο το εύρος των στρατηγικών, αρχαίων και σύγχρονων, για το σχεδιασμό τόσο της αποκομιδής όσο και της διαχείριση των απορριμμάτων, συναρτήσει της κοινωνικής θέσης, της τάξης και του φύλου.
Την τελευταία κουβέντα θα αφήσουμε να την πει το καπηλειό των Επτά Σοφών στην Όστια, των επτά θεματοφυλάκων της σοφίας κατά Σόλων και κώλον. «Για να χέζει καλύτερα, ο Σόλωνας χάιδευε την κοιλιά του», γράφει η επιγραφή πάνω από τον φιλόσοφο που εικονίζεται στην αριστερή πλευρά του νότιου τοίχου· «Ο Θαλής συνιστά σ’ αυτούς που ζορίζονται (στο χέσιμο), να συνεχίζουν την προσπάθεια», γράφει μια άλλη επιγραφή στα δεξιά. Η δική μας ανακούφιση θα έρθει με την καλλιέργεια ενός εμβριθούς ενδιαφέροντος για τη δυσώδη κοπρανολογία – ανακούφιση όχι μόνο για μας, αλλά και για όλους εκείνους, τους πολλούς, που οι ζωές και τα σκατά τους για καιρό παραγκωνίστηκαν από τον δυσκοίλιο κλασικισμό αδιανόητα εξιδανικευμένων σωμάτων.
Social Links: