Ένα πολύ δυνατό φώς πλανάται πάνω από το σκοτεινό σοκάκι της Νέας Φιλαδέλφειας, πρόκειται για το φώς της εισόδου της Ρούγας. Aλλά ας μπούμε κατευθείαν στο ψητό. Όταν μιλάμε για την Ρούγα, μιλάμε για ένα από τα ελάχιστα εναπομείναντα κουτούκια μιας περιοχής που αλλάζει συνεχώς και εξελίσσεται, αφήνοντας σιγά-σιγά πίσω της το προσφυγικό της παρελθόν. Από την άλλη και σε ένα πιο προσωπικό επίπεδο, η Ρούγα αποτέλεσε σταθμό της ύστερης εφηβείας μας. Συχνές επισκέψεις, ιδίως στην δύσκολη περίοδο των πανελλαδικών, τότε που η Νέα Φιλαδέλφεια ακροβατούσε μεταξύ καγκουρομάγαζων και ίντερνετ καφέ, αποτελούσε μια σταθερή και αξιόπιστη λύση για να χαλαρώσεις την Παρασκευή το βράδυ. Αλλά πριν μπούμε σε τέτοιες βιωματικές λεπτομέρειες, ας κάνουμε μια γύρα και στο ίδιο το μαγαζί.
Από την στιγμή που θα πρωτοσυναντήσεις το δυνατό φωτάκι στην είσοδο του μαγαζιού, μοναδικό σημείο αναφοράς ενός απλού, σκοτεινού δρομίσκου (μπόλικες αναζητήσεις μας ήταν άκαρπες, μέχρι να την βρούμε), θα μπεις στην λογική της κλίκας και της συνομωσίας. «Ποτέ δεν έχω κάνει διαφήμιση» μας λέει ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού. Πράγματι, πέραν από μια μικρή ταμπελίτσα δίπλα στην είσοδο που πρέπει να κοιτάξει προσεκτικά κανείς για να την παρατηρήσει, δεν υπάρχει κανένα άλλο στοιχείο που να διατυμπανίζει την ύπαρξη αυτού του γαστριμαργικού θησαυρού. Στην Ρούγα δεν θα πας, λοιπόν, επειδή είδες κάποια διαφήμιση, στην Ρούγα δεν θα πας επειδή την είδες τυχαία στον δρόμο σου ως διαβάτης, στην Ρούγα θα πας επειδή κάποιος στην πρότεινε. Όλοι ξέρουν την Ρούγα αλλά και ταυτόχρονα δεν την ξέρει κανείς. Μπορεί να την γνωρίζει ο ταξιτζής που πήρες από το Φάληρο αλλά να μην την ξέρει κάποιος που μένει στον ίδιο δρόμο .Αυτή την γοητευτική αίσθηση της συμμετοχής σε ένα κοινό μυστικό, θα στην επιτείνει και ο τρόπος που γίνεται η είσοδος σου στο μαγαζί. Η πόρτα δεν είναι ανοιχτή, δεν σε περιμένει στρωμένο κανένα κόκκινο χαλί. Πρέπει να χτυπήσεις το ρόπτρο για να μπεις (εδώ ούτε που μιλάμε για ηλεκτρικά κουδούνια και λοιπές φλωριές). Δεν μπαίνει ο οποιοσδήποτε, μπαίνει εκείνος που έχει ήδη ακουστά. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, θα ανοίξει η πόρτα- χωροχρονική πύλη.
Με το που μπεις, θα σε περιμένει πάντα χαμογελαστή η οικογένεια και θα σου δείξει μέρος για να κάτσεις. Το κουτούκι βρίσκεται σε ένα κλασικό προσφυγικό σπίτι, από αυτά που συνεχίζουν να υπάρχουν στα μέσα στενά της Νέας Φιλαδέλφειας και ο εσωτερικός χώρος αποτελείται από τρία δωμάτια. Η διακόσμηση είναι ιδιαίτερη και προσεκτικά δουλεμένη: μικρασιάτικα χαλιά συνυπάρχουν με παλιές διαφημίσεις, λαϊκές ζωγραφιές με συλλεκτικής αξίας τσαγιέρες. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, από την στιγμή που ελάχιστα μαγαζιά με θεματική την μικρασιατική κουζίνα έχουν μείνει μακριά από την υπερφόρτωση του χώρου με ψευδοανατολίτικη) διακόσμηση: είτε θα είναι γεμάτα με χαλιά, είτε θα προσέχεις να μην κουνηθείς απότομα και σου πέσει στο κεφάλι κάνας μιναρές. «Μην κοιτάς τώρα που δεν γράφουμε τώρα εδώ πέρα “Πολίτικη κουζίνα”. Όλοι τώρα γράφουνε “Πολίτικοι μεζέδες” και όταν τα ακούω εγώ αυτά, ξέρω εκ των προτέρων ότι δεν είναι κανένας πολίτικος μεζές», μας λέει γελώντας ο ιδιοκτήτης.
Από την στιγμή που θα κάτσεις, θα βρεις έναν αρκετά πλούσιο κλασικό κατάλογο παραδοσιακής ταβέρνας. Ξέχνα τα μαραφέτια που έχουν οι σερβιτόροι στις καφετέριες με την οθόνη αφής που συνδέεται αυτόματα με την κουζίνα. Εδώ για να φας πρέπει να γράψεις. Παίρνεις ένα σημειωματάριο και ένα στυλό και έκτοτε αρχίζει η μάχη της επιλογής των φαγητών. Στο μεταξύ, σου έχει έρθει το κρασί και έχει «αρχίσει το παιχνίδι».
Το πρώτο πράγμα που θα έρθει θα είναι ένα καλάθι με ψωμί και το τζατζίκι-στούκας1(που πρέπει οπωσδήποτε να παραγγείλεις, αν πας). Μια ξεχωριστή παράδοση που έχει κρατήσει η ρούγα είναι ότι οι πατάτες δεν θα έρθουν με το τζατζίκι, ως συνηθίζεται, οι πατάτες θα έρθουν αρκετά μετά! Κάποιες φορές μάλιστα ήταν και το τελευταίο πιάτο, ίσα για να τελειώσεις το κρασί σου. Συνήθης παρέα στο τραπέζι μας είναι το σαγανάκι. Στην αρχή, παραγγέλναμε το κλασικό, μέχρι που κάποιος, κοιτάζοντας τον κατάλογο, είχε την φαεινή ιδέα να ρωτήσει «ρε μαλάκες, τι είναι αυτό το μαστέλλο;». Εκεί άλλαξε το σημασιολογικό περιεχόμενο της λέξης σαγανάκι για όλους μας, έγινε συνώνυμο του «μιαααμ, χραπ-χρουπ, κιόλας το φάγατε ρε;». Στην συνέχεια, Τρίτη κλασική επιλογή από το μενού, είναι το μπεκρή-μεζέ, ίσως το καλύτερο πιάτο του μαγαζιού, τουλάχιστον για τον γράφοντα. Εκεί να φάτε και να κρίνετε μόνοι σας. Στη τελευταία μας επίσκεψη, εντυπωσιαστήκαμε από το σουτζουκλού, που ούτως ή άλλως θα το πάρετε λόγω ονόματος αλλά και από τις πικάντικες φλογέρες που δεν ήταν τόσο πικάντικες αλλά ήταν τόσο φλογέρες.
Ας περάσουμε τώρα από το φαγητό στην ατμόσφαιρα που θα συναντήσετε. Οι πραγματικά πολύ φιλικοί ιδιοκτήτες θα σας μπολιάσουν στο κλίμα της ταβέρνας, αν έχετε τέτοιου τύπου δυσκολίες, ενώ ένα πολύ βασικό χαρακτηριστικό του κουτουκιού είναι ότι θα συναντήσετε σε αυτό κυρίως νέο κόσμο, ολίγον τι παράδοξο για το στυλ του μαγαζιού «οι νέοι όλο άνεργοι λένε πως είναι και όλο εδώ και για καφέδες τους βρίσκω», όπως μας λέει ο κύριος Ρούγας (το όνομα του οποίου δεν αξιωθήκαμε να μάθουμε ούτε τώρα οπότε θα διατηρήσουμε αυτό με το οποίο συνοδεύεται ο μύθος του). Όλος αυτός ο συνδυασμός διακόσμησης, ιδιοκτητών, μεζέδων και μουσικής δημιουργεί ένα αρμονικό σύνολο που κάνει την έξοδο στην ρούγα, ένα μικρό ταξίδι στον χρόνο. Και είναι τόσο επιτυχημένη αυτή η αίσθηση του ταξιδιού που, όταν καμιά φορά χτυπήσει πιο επιτακτικά η πόρτα για να μπει κάποια παρέα, φοβάσαι μην εμφανιστεί κάποιος συμπαθής κύριος με μουστακάκι από την Ασφάλεια. Άλλωστε, όσο καλοί και αν είναι οι μεζέδες, ο κύριος λόγος που θα επισκεφτείς την Ρούγα, είναι αυτή η φολκλόρ περιπλάνηση, αυτός είναι και η αιτία που θα την επιλέξεις και για μαζώξεις της παρέας σου (συχνά πέραν από τις κλασικές παρέες των 4-5 ατόμων, θα πετύχετε και μια γιγαντιαία παρέα που αποτελείται από περισσότερα άτομα σε σχέση με την μέση κερκίδα που είχε στα ματς της Α΄ Εθνικής ο Ακράτητος).
Η Ρούγα προσπαθεί να συντηρηθεί σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς (που λεν΄ και τα κανάλια) και εμείς συνεχίζουμε να την προτιμάμε, έστω και πιο σποραδικά, όταν πεινάμε πολύ και είμαστε στην γύρω περιοχή. Είναι και η, αν μη τι άλλο, ενδιαφέρουσα μείξη των γεύσεων με τις μνήμες που έχουμε κρατήσει από μια συγκεκριμένη περίοδο της ζωής μας, στην προκειμένη της ύστερης εφηβικής ηλικίας και αυτό είναι κάτι που μπορεί να καταφέρει η Ρούγα με τον σταθερό χαρακτήρα της και το σταθερό μενού της. Είναι το κατεξοχήν μαγαζί που θα σε βοηθήσει να κρατάς μνήμες πλούσιες, από εκείνες που συνδυάζουν μυρωδιές και γεύσεις με εικόνες και ήχους (παλιά γαμάτα ρεμπέτικα συνήθως).
Και μια προειδοποίηση για εκείνους που δεν ήξεραν την Ρούγα και πείστηκαν να πάνε. Μην κρίνετε την Ρούγα με όρους ακριβού εστιατορίου, γιατί δεν είναι τέτοιο. Μην γκρινιάξετε άμα αργούν στην κουζίνα γιατί θα είναι σαν να γκρινιάζετε που δεν έχει σκέπαστρο το Παναθηναϊκό Στάδιο και βραχήκατε. Η Ρούγα είναι ένα κλασικό κουτούκι, χωρίς γκουρμεδιές και χωρίς περίτεχνα γλυκά για το τέλος. Είναι μάλιστα ένα από τα πολύ καλά κουτούκια και, αν κριθεί με τους όρους του κουτουκιού, είμαι σίγουρος ότι θα σας εντυπωσιάσει. Αυτό που επιζητά κυρίως δεν είναι η μοντέρνα εμφάνιση και η τέλεια εξυπηρέτηση, αυτό που επιζητά είναι η αυθεντικότητα και σε αυτόν τον τομέα νομίζω τα πηγαίνει πολύ καλά.
Η Ρούγα, Δαβάκη 3, Νέα Φιλαδέλφεια
Τηλέφωνο: 210 2529536
1 ΕΧΕΙ ΠΟΛΥ ΣΚΟΡΔΟΟΟΟ! ΝΑΙΙΙΙΙΙ!
Social Links: