Υπήρξα φοιτητής σε μια σχολή της Θεσσαλονίκης όπου ο δικομματισμός έπαιρνε ποσοστά Τσαουσέσκου. Ως εκ τούτου, τυγχάνει στα διάφορα κοινωνικά δίκτυα στα οποία συμμετέχω, να υπάρχουν επαφές με τους πάλαι…

Ας περιμένουν οι γυναίκες: Η ανατομία της ύστερης μεταπολιτευτικής Ελλάδας σε φιλμ

Υπήρξα φοιτητής σε μια σχολή της Θεσσαλονίκης όπου ο δικομματισμός έπαιρνε ποσοστά Τσαουσέσκου. Ως εκ τούτου, τυγχάνει στα διάφορα κοινωνικά δίκτυα στα οποία συμμετέχω, να υπάρχουν επαφές με τους πάλαι ποτέ συμφοιτητές. Εδώ και καιρό έβλεπα στους τοίχους τους, οι οποίοι ευελπιστώ κάποτε να περάσουν στην κοινωνική ιστορία, διάφορα αποσπάσματα από την ταινία του Σταύρου Τσιώλη, Ας περιμένουν οι γυναίκες. Η ταινία είχε βγει στους κινηματογράφους 15 χρόνια πριν, το 1998, και δεν είχε τύχει να την δω. Αποφάσισα έτσι να δω την ταινία που οι διάφοροι γαλαζοπράσινοι –ορισμένοι σήμερα βγαίνουν και στις πενήντα αποχρώσεις του ροζ–, πρώην συμφοιτηταί αλλά και οι συνοδοιπόροι τους, αλλά και οι νυν και αεί μπαογκτζήδες εκθείαζαν και την οποία χαρακτήριζαν καλτ, δίνοντας στον όρο μια θετική χροιά και αξία, αντίστοιχη ίσως μόνο με αυτή ενός Όσκαρ. Τα μεν πολιτικά υποκείμενα συνήθως ανέβαζαν το περίφημο απόσπασμα «ψήφισε η μάνα μου Νέα Δημοκρατία;»οι διάφορες εκδοχές του οποίου στο Youtube έχουν αθροιστικά πέραν των 250 χιλιάδων επισκέψεων, και οι οπαδοί δυο συζητήσεις για τον ΠΑΟΚ, η πρώτη για το πώς εμπλέκεται και ο ΠΑΟΚ στο αδύνατο μιας ερωτικής σχέσης ανάμεσα σε ένα ΠΑΟΚτσή και μια Αθηναία, και μια δεύτερη για το πώς μια πολιτική συζήτηση εξελίσσεται σε οπαδική οι οποίες αθροιστικά επίσης ξεπερνούν τις 250 χιλιάδες επισκέψεις. Πρόκειται για δύο από τα πιο δημοφιλή, αλλά όχι και τα μοναδικά αποσπάσματα που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο. Αυτά τα αποσπάσματα, σε συνδυασμό με τον αντίστοιχο σχολιασμό των διαφόρων βίντεο, αλλά και το γεγονός πως έζησα αρκετά χρόνια στην πόλη της Θεσσαλονίκης και τα αποσπάσματα γεννούσαν σκέψεις και εικόνες από τα χρόνια εκείνα, με οδήγησαν στο να δω την ταινία την οποία επίσης μπορεί να δει κανείς στο διαδίκτυο ολόκληρη.

Ογδονταεπτά λεπτά μετά την απόφασή μου, και έχοντας πέσει οι τίτλοι τέλους, έχω μείνει άναυδος μπροστά στην οθόνη. O Τσιώλης, με μια σύνθεση εικόνας, ήχου, διαλόγων και καταστάσεων, επιτυγχάνει στο να (ανα)συνθέσει μπροστά μας την ύστερη μεταπολιτευτική Ελλάδα, μέσα από τη ζωή και τις περιπέτειες τριών μπατζανάκηδων, των Μπουλά, Ζουγανέλη και Μπακιρτζή – των κινηματογραφικών Αντώνη, Πάνου και Μιχάλη, ο πρώτος εκ των οποίων είναι κομματάρχης του ΠΑΣΟΚ, ενώ οι άλλοι δύο ψηφοφόροι της Ν.Δ., λόγω Ψωμιάδη, πάει κι αυτός μας τελείωσε. Οι φραπέδες, τα σκυλολαϊκά άσματα για πάσα χρήση –ορισμένοι ερμηνευτές των οποίων πρόσφατα τάσσονταν με τον νεο-φασισμό–, ο νεοπλουτισμός, τα μεσαία κομματικά στελέχη, τα όνειρα των μικροαστών ξετυλίγονται μπροστά μας σε μια ταινία που μοιάζει με κολάζ καταστάσεων και συνάμα έχει απόλυτη συνοχή.

Ας σταθούμε λίγο στο σημείο της μουσικής της ταινίας. Πλην ενός τραγουδιού που προέρχεται από την δεκαετία του ’70 σε στίχους Φώντα Λάδη και ερμηνεία Γιώργου Νταλάρα, όλα τα άλλα προέρχονται από το ευγενές είδος του σκληρού λαϊκού άσματος, το οποίο μέχρι πρόσφατα είχε και ως εκφραστικό του όργανο το περιοδικό Πίστα, το οποίο χτυπήθηκε από την επέλαση των βαρβάρων του ΔΝΤ και αγαπήθηκε κατά μήκος της Εθνικής Οδού. Τα δεκαπέντε αυτά άσματα, προέρχονται από έντεκα διαφορετικούς ερμηνευτές, όλα –περιεχομενικά μιλώντας– ανήκουν στην κατηγορία των καψουροτράγουδων και είναι είτε αυτοαναφορικά είτε αναφέρονται σε δεύτερο πρόσωπο, στο οποίο απευθύνονται και πάλι σε σχέση με τα ίδια. Πρόκειται για άσματα που αποθεώνουν το άτομο και την καψούρα του – ή αλλιώς, δεν υπάρχει στον κόσμο τίποτα άλλο παρά ένα υπερεγώ. Ενδεικτικά, «Είμαι ανεβασμένος», «Βγες απ’ το μυαλό μου», «Τα φόρτωσα» και «Θα ντυθώ γαμπρός». Δεν πρόκειται παρά για αντανάκλαση της κυρίαρχης λογικής που καλλιεργήθηκε κατά την περίοδο που γυρίστηκε η ταινία, με το μικροαστικό όνειρο για χλιδάτη ζωή και με τη Γη να περιστρέφεται γύρω από την πάρτη του καθενός να μεσουρανεί. Οι αυτοσχεδιασμοί στο βιολοντσέλο που παρεμβάλλονται κατά διαστήματα ξενίζουν, αλλά ας μην ξεχνάμε πως μιλάμε για τη δεκαετία του 1990 που κάποιοι έμεναν σπίτι με τον παίδαρο κι άλλοι πηγαίναν στο Μέγαρο.

Η ταινία ξεκινάει με τους Πάνο και Μιχάλη να επιβιβάζονται στο εταιρικό βανάκι, με το κότερο –κοινώς βάρκα– να ακολουθεί, σε μια βιοτεχνική περιοχή της Θεσσαλονίκης. Εκεί ο Πάνος γυρνάει προς το καφενείο όπου κάθονταν άλλοι συνβιοτέχνες και λοιπές δυνάμεις του κόσμου της εργασίας της γειτονιάς, στους οποίους εξιστορεί εκ των προτέρων το τι πρόκειται να διαμειφθεί κατά την περίοδο των διακοπών. Το αντίπαλο στρατόπεδο δεν χάνει την ευκαιρία να ανταποδώσει το δούλεμα, κάτι καθόλου δύσκολο μιας και γνωρίζουν πως ο φίλος τους δεν πάει στην Ιθάκη όπου τον περιμένει η Πηνελόπη αλλά στη Θάσο όπου τον περιμένει η Μαρίκα.

Πάνος: Σουηδέζες από 15 μέχρι 18, από το βυζί της μάνας τους κατευθείαν στην κατανάλωση.

Ανώνυμος προλετάριος: Ουυυυυ, σαβουρογάμηηηηη.

Αυτό μου θυμίζει ένα μεσήλικα ΠΑΟΚτζή σε ματς με τον Ολυμπιακό στην Τούμπα, που όποτε ο Καρεμπέ, σύζυγος της Αντριάνας Σκλεναρίκοβα για όσους αστοιχείωτους δεν το γνωρίζουν, πήγαινε να εκτελέσει κόρνερ πλησίον της Θύρας 4, αναφωνούσε: «oυυυυυυ σαβουρογάμη». Μάλιστα, για πρώτη φορά στην ιστορία της Θ4 οι αντικειμενικοί λάτρες του ωραίου φύλου υπερασπίστηκαν έναν παίχτη των χαμουτζήδων απέναντι στην άδικη κριτική του αδελφού ΠΑΟΚτζή. Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία· παρότι ο ΠΑΟΚ είναι σαν την coca-coλα και πάει με όλα, ας επανέλθουμε στην ταινία. Βλέπουμε το ιστορικό γκρηκ καμάκι να πρέπει να αυτοεπιβεβαιωθεί ακόμη κι όταν είναι γνωστό στα πέριξ πως πρόκειται για κατά φαντασία ασθενή που το μόνο που θα καμακώσει είναι κανένα χταπόδι για να φάει η γυναίκα, τα παιδιά, οι γονείς του και οι λοιπές οικογενειακές δυνάμεις που τους αναμένουν στη Θάσο με το αντιηλιακό παραπόδας.

Με αφορμή την πρώτη σκηνή, να πούμε πως στην ταινία, με επίκεντρο το γυναικείο ζήτημα, έχουμε την σύγκρουση Ανατολής-Δύσης, η οποία επανέρχεται και στη συνέχεια της ταινίας. Ο Πάνος, άντρας πολλά βαρύς και κατά την άποψή του μέγας εραστής –το επιβεβαιώνει αργότερα κι ο συνέταιρος και μπατζανάκης του Μιχάλης, κατά κόσμο Αργύρης Μπακιρτζής, με τη φράση «κι αν έχουν πέρασει γυναίκες από τα χέρια σου Πάνο»–, ισχυρίζεται, όπως είδαμε, πως δεν θα αφήσει σουηδική γάτα στο πέρασμά του, οι υπόλοιποι βιοπαλαιστές της γειτονιάς όμως ξέρουν την αλήθεια και μάλλον με οδυνηρό βιωματικό τρόπο, γι’ αυτό και τον χλευάζουν πως αυτό που τον περιμένει δεν είναι η Ίγκριντ και η Χέλγκα, αλλά η Μαρίκα. Η σχέση αυτή των δυο φύλων συνδέεται εν μέρει με τον ελληνικό οικονομικό σχηματισμό, τουλάχιστον ως προς τα λαϊκά στρώματα, όπου ο άντρας-κουβαλητής οφείλει να παρέχει τα προς το ζην για την οικογένεια, ενώ η γυναίκα παραμένει στο σπίτι και αναλαμβάνει τα της οικογένειας με την οικονομική αρωγή του συζύγου. Δεν είναι τυχαία που ο Μιχάλης θέτει το ζήτημα, μέσω της βοήθειας του τρίτου μπατζανάκη και Δημοτικού Σύμβουλου του ΠΑΣΟΚ, Αντώνη, κατά κόσμο Σάκη Μπουλά, να εξασφαλίσουν μια άδεια πρακτορείου ΠΡΟΠΟ (αναφερόμαστε εδώ στον άρτο και τα θεάματα και όχι στο τσιφλίκι του Δένδια) για να εργαστούν/συνεταιριστούν εκεί οι τρεις αδερφές. Σύμφωνα με τον Μιχάλη, πρόκειται για μια σίγουρη επένδυση, η επιτυχία της οποίας θα θέσει τους τρεις μπατζανάκηδες σε δεύτερη μοίρα, που είναι άλλωστε κι ο στόχος τους. Έτσι, η οικονομική χειραφέτηση των τριών αδελφών θα απελευθερώσει τους τρεις σωματοφύλακες από τις όποιες οικογενειακές υποχρεώσεις και έλεγχο.

Εξαιρετικός είναι ο Αργύρης Μπακιρτζής, ο οποίος με τις καίριες παρεμβάσεις του επί παντός επιστητού, όπως για τον έρωτα («διότι οι άνθρωποι δεν συγχωρούν όσους από έρωτα εκπέσανε», «διότι οι άνθρωποι όταν ζουν στην προσωπική τους ευτυχία, δεν σκέφτονται τους άλλους») ή για την πολιτική αντιπαράθεση («κοίτα πώς μας κάνουνε και μας διαιρούνε», «αυτά στο ΠΑΣΟΚ τους τα μαθαίνουν στο πρώτο μάθημα»). Σε αντίθεση βέβαια με τον λαϊκό βιοπαλαιστή, Παοκτσή και κατά φαντασία ζεν πρεμιέ Πάνο, και τον κλασικό (μέχρι πρότινος που μας τελείωσαν) κομματάρχη του ΠΑΣΟΚ, Αντώνη, στον οποίο θα επανέλθουμε, ο Μιχάλης είναι πολυδιάστατος και αντιφατικός. Από τη μια δίνει φιλοσοφημένες απαντήσεις κι από την άλλη αδυνατεί πολλές φορές να απαντήσει σε απλές ερωτήσεις που του τίθενται. Λειτουργεί άλλοτε ως υποβολέας κι άλλοτε ως φερέφωνο, άλλοτε εκφράζει την άποψή του συνήθως υποκρινόμενος πως μεταφέρει άποψη ή θέση τρίτου και άλλες φορές δεν την εκφράζει παρά μόνο εκ των υστέρων, υποκρινόμενος βέβαια πως την έχει ήδη εκφράσει. Το τραγελαφικό είναι πως αυτό το κάνει ενώ είναι εν γνώσει των συνομιλητών του πως η υποτιθέμενη συζήτηση δεν έλαβε ποτέ χώρα –τουλάχιστον όχι όπως την παρουσιάζει ο Μιχάλης– και ο εκάστοτε συνομιλητής του ουδέποτε εγείρει θέμα.

Ο Αντώνης, γιος δημοκράτη εκ Λακωνίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη μετεμφυλιακή Ελλάδα, είναι δημοτικός σύμβουλος του ΠΑΣΟΚ με όνειρα για υπουργικό θώκο. Σε αντίθεση με τους μπατζανάκηδές του, οικονομικά τοποθετείται στα μεσοστρώματα, μιας και πέραν του κόμματος ασχολείται με το λαδεμπόριο, κάτι που φαίνεται από τη Μερσεντές, τα κουστούμια, το γεγονός πως τους δανείζει χρήματα και τη δυνατότητά του για παραμονή στο Πόρτο Καρράς, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, καζίνα και τα ρέστα … του.

Η άφιξη του Αντώνη στη Βόλβη, όπου βρίσκονται οι Πάνος και Μιχάλης, ανεβάζει και το πολιτικό κλίμα αλά ελληνικά. Η μέση πολιτικοποίηση, κυρίως σε Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ, με ένταξη στον έναν ή στον άλλον πολιτικό σχηματισμό, γίνεται λόγω πελατειακών σχέσεων ή οικογενειακής παράδοσης, η αποστασιοποίηση δευτέρου πληθυντικού του στυλ «ίδιοι είστε», όπου ίδιοι είναι το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ και την κατηγορία την εκτοξεύει … Νεοδημοκράτης(!), οι εκλογικές μεταπηδήσεις από το ένα κόμμα στο άλλο για γελοίους λόγους δίνουν και παίρνουν. Η ξύλινη γλώσσα που διαφαίνεται από ένα παραλήρημα του Αντώνη μετά την απόπειρα αυτοκτονίας του στην πισίνα του Πόρτο Καρράς, όταν έμαθε πως η μάνα του ψήφισε Ν.Δ. – εν αγνοία της η γυναίκα, μιας και, κατά την πατροπαράδοτη μέθοδο, η παροπλισμένη γενιά παραλαμβάνει σφραγισμένο το ψηφοδέλτιο από τη νέα γενιά, η οποία πλέον κρατάει τα ηνία της οικογένειας.

Στην ταινία βλέπουμε τις «κύριες αντιθέσεις» που διαπερνούσαν την ελληνική προ-μνημονιακή κοινωνία, λαός-κολωνάκι (ή, στην περίπτωσή μας, Πανόραμα), ΠΑΣΟΚ-Ν.Δ., Βορράς-Χαμουτζήδες, οπαδικές (ΠΑΟΚ εναντίον πάντων). Εάν κάποιος αποδεχθεί πως η ταινία εντάσσεται στην κατηγορία cult δεν έχει παρά να κατηγοριοποιήσει και την ελληνική κοινωνία στην πιο πάνω κατηγορία, μιας και τα πραγματικά γεγονότα που βιώσαμε τότε και εν μέρει και σήμερα βασίζονται στο Ας περιμένουν οι γυναίκες.

 

ΜΟΥΣΙΚΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Στην ταινία ακούγονται τα εξής άσματα:

Αντύπας – Είμαι ανεβασμένος

Αντύπας – Θα ντυθώ γαμπρός

Λίτσα Γιαγκούση – Μη μου λες

Γλυκερία – Θα μ’ αγαπήσεις

Αγγελική Ηλιάδη – Φταίω

Βασίλης Καρράς- Μετανιώνω

Βασίλης Καρράς – Τα ’χω με τον εαυτό μου

Λίτα Κόλλια – Μη μιλάς

Κωνσταντίνα – Δυνατά

Κωνσταντίνα – Τα φόρτωσα

Ζαφείρης Μελάς – Βγες απ’ το μυαλό μου

Ζαφείρης Μελάς – Έλα να με βρεις

Γιώργος Νταλάρας – Η Τσιμινιέρα

Αντώνης Ρέμος – Έχεις δικαίωμα

Νότης Σφακιανάκης – Και δεν μπορώ…

Πασχάλης Τερζής – Αγάπη που ’γινες φωτιά

  • Social Links: