Σηκώθηκε για κατούρημα. Βγήκε από την σκηνή σιγά-σιγά, προσέχοντας μη την ξυπνήσει. Ωραία. Να κατουρήσει στη θάλασσα, δεν του καλοφάνηκε. Ξεκίνησε να πάει πάνω, στους κέδρους. Έβλεπε να περπατήσει άλλωστε – το ξημέρωμα αργούσε ακόμη, αλλά είχε φεγγάρι.
Έβγαλε έξω το πουλί του. Στην αρχή είπε να δει πόσο μακριά θα έφτανε. Τίποτα το εντυπωσιακό. Μετά άλλαξε βιολί, άρχισε να κατουράει πέρα-δώθε καλύπτοντας ένα τόξο όσο έφτανε να δει χωρίς να στρίψει το κεφάλι του.
Δεν μπόρεσε να θυμηθεί την τελευταία φορά που κατούρησε έτσι, χωρίς να σημαδεύει. Θα ‘τανε σε κανα ταξίδι με αυτοκίνητο, στην άκρη του δρόμου. Αλλά από την άλλη, κι εκεί σημάδευε. Και άλλες δυο φορές σήμερα, που πάλι στο ύπαιθρο κατούρησε, πάλι σημάδεψε κι ας μην χρειαζόταν. Η συνήθεια βλέπεις.
Του το ‘χε πει η άλλη πως θα του πάρει τουλάχιστον δυο-τρεις μέρες να ξεσυνηθίσει και να μπει στη φάση, «ν’ αδειάσει το κεφάλι του». Κι αυτή ρε παιδί μου, να τον ρίξει κατευθείαν στα σκληρά – με το πρώτο του κάμπινγκ στην ερημιά, μόνοι τους. Δεν της έφερε αντίρρηση, υπό τον όρο όμως να τον προσέχει: κυρίως, να του λέει πότε να βάζει αντηλιακό. Όταν της το πρωτοείπε αυτή γέλασε. Νόμισε πως την δουλεύει. Αλλά εκείνος μιλούσε σοβαρά. Από διακοπές δεν ήξερε μία. Από άλλα ναι, όχι από διακοπές.
Έφτασε πίσω στην σκηνή. Κάθισε απ’ έξω, κρίμα σκέφτηκε να πάει για ύπνο. Τότε ήταν που είδε τη φώκια. Είχε αράξει εκεί που έσκαγε το κύμα, ίσα-ίσα να φτάνει το νερό στα πίσω της πτερύγια, γύρω στα πέντε μέτρα απόσταση από εκείνον και στα δεξιά.
Έξω από οθόνες, φώκια δεν είχε ξαναδεί. Έμεινε ακίνητος για να μην την τρομάξει. Του πέρασε για λίγο απ’ το μυαλό να ξυπνήσει την άλλη, να την δει κι αυτή. Όχι, αποφάσισε. Δεν χρειαζόταν. Άσε που μπορεί να τρόμαζε το ζώο και να ‘φευγε.
Έμεινε να την κοιτάζει. Τον κοίταζε κι αυτή – μάλλον αδιάφορα. Ούτε με φόβο, ούτε με περιέργεια, ούτε με προσμονή. Τον κοίταζε για λίγο, μετά γυρνούσε αλλού, μετά τον ξανακοίταζε.
Ήταν ωραίο ζώο. Και πρέπει να ήταν και πιτσιρίκα. Το τρίχωμά της γυάλιζε στο φεγγάρι και το πρόσωπό της, όσο μπορούσε αυτός να το διακρίνει, είχε ακόμη την χαρά του κουταβιού.
Γύρισε να δει μπας και υπήρχαν κι άλλες. Δεν είδε άλλη. Μόνο αυτή ήταν. «Πόσες να ζουν εδώ πέρα;» σκέφτηκε. Ο ψαράς που τους έφερε στο νησάκι, γλώσσα δεν είχε βάλει μέσα του. Αλλά για φώκιες δεν τους είπε τίποτα. «Άραγε πόσες να ‘χει δει αυτός τόσα χρόνια;». Σκέφτηκε να τον ρωτήσει όταν θα ‘ρχόταν με τον εφοδιασμό τους σε τρεις μέρες. Αλλά άλλαξε γνώμη. Δεν χρειαζόταν.
«Τι ωραία βραδιά ρε φίλε. Κοίτα να δεις δηλαδή». Χαμογέλασε. Του φάνηκε πως απέναντι το ζώο τού χαμογέλασε κι αυτό.
Δεν κατάλαβε πόση ώρα πέρασε. Το κεφάλι του είχε αδειάσει. Κοίταζε τη φώκια, τον κοίταζε κι αυτή, άκουγε το κύμα, τα τριζόνια, αισθανόταν από πάνω του τ’ αστέρια και το φεγγάρι.
Η φώκια άρχισε να γυρίζει ψιλοάτσαλα-ψιλοχαριτωμένα προς τη θάλασσα. Μπήκε στο νερό και άρχισε να κολυμπά. «Καλό ήταν όσο κράτησε» σκέφτηκε αυτός. Έκανε να σηκωθεί να μπει στη σκηνή. Είχε πιαστεί από την ακινησία, αλλά δεν το είχε καταλάβει μέχρι τότε.
Γύρισε να δει τη φώκια μια τελευταία φορά. Δεν είχε φτάσει στα βαθιά. Πέρασαν δυο-τρία λεπτά, μπορεί και περισσότερα – η φώκια εκεί. Κολυμπούσε, έπαιζε, το θέμα ήταν ότι δεν πήγαινε στα βαθιά.
«Βρε λες;» σκέφτηκε. Άρχισε να περπατά προς τη θάλασσα. Σιγά-σιγά. Θα ήταν κρίμα να την τρομάξει. Έβρεξε τις πατούσες του, μετά μπήκε μέχρι τα γόνατα, μέχρι τα παπάρια, μέχρι το λαιμό, στα άπατα. Χωρίς βουτιά, σχεδόν αθόρυβα. Η φώκια εκεί, καμία δεκαριά μέτρα στα δεξιά του, έπαιζε κάνοντας σβούρες και μακροβούτια.
Δεν θα την πλησίαζε. Έμεινε εκεί, απλώς να επιπλέει όρθιος στο νερό, κάνοντας ψαλίδια με τα πόδια του.
Τον πλησίασε αυτή. Άρχισε να κάνει έναν μεγάλο κύκλο τριγύρω του. Κάθε τόσο σταματούσε και τον κοίταζε. Αυτός όσο μπορούσε πιο αθόρυβα, πιο απαλά, απλώς γυρνούσε το σώμα του για να την έχει φάτσα.
Η φώκια άρχισε να κλείνει τον κύκλο, τον πλησίασε γύρω στα δυόμιση-τρία μέτρα. Τότε αυτός πήρε θάρρος. Άπλωσε αργά το χέρι του έξω από το νερό, προς το μέρος της. Εκείνη σα να δίστασε για λίγο, σα να κοντοστάθηκε, αλλά με μια βουτιά το έφτασε και το άγγιξε με τη μουσούδα της – μια στιγμή μόνο, και μετά άρχισε να κολυμπά προς τα βαθιά. Έφυγε.
Με το που άρχισαν τα δάχτυλά του να σταφιδιάζουν, βγήκε από τη θάλασσα. Κάθισε δίπλα απ’ τη σκηνή, στο ίδιο σημείο με πριν, χαρούμενος.
Ξημέρωσε. Όταν η άλλη ξύπνησε, τον βρήκε να κάθεται εκεί.
«Μωρό, έχεις ώρα που ξύπνησες;», τον ρώτησε.
«Ε, είναι πολύ ήσυχα εδώ για μένα. Σηκώθηκα να κατουρήσω και μετά έμεινα να βλέπω τη θάλασσα».
«Στο είπα πως θα σου πάρει δυο-τρεις μέρες να συνηθίσεις» του είπε. «Να φτιάξω καφέ;»
«Αμέ, φτιάξε» της είπε αυτός
Τον έφτιαξε. Του τον έφερε.
«Ρε συ, το παίρνω πίσω. Τι δυο-τρεις μέρες; Εσύ είσαι ήδη αλλού. Να σου πω, δεν πιστεύω να ήρθε καμία άλλη όσο κοιμόμουνα και να σε ξελόγιασε;».
Social Links: