Δεν σήκωνε κουβέντα: «Μαμά τα μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες δεν θα τα αγοράσουμε φέτος απ’ έξω. Θα τα φτιάξουμε εμείς στο χωριό, όπως τα έκανε η γιαγιά μου». Τη γιαγιά της την Ειρήνη, τη συνονόματή της, δεν την είχε προλάβει. Δυο μήνες πριν να γεννηθεί, τον Ιούλιο του 1999, η γιαγιά πέθανε από ανακοπή. Την βρήκε η γειτόνισσα στην κουζίνα – το πρωί πίνανε μαζί καφέ, το απόγευμα είχε φύγει.
Γι’ αυτό και τελικά στην ίδια δώσανε το όνομα της γιαγιάς, ενώ αρχικά έλεγαν να την πούνε Δανάη. Αυτή ήταν η μία από τις δύο χάρες που έκαναν μετά θάνατον οι γονείς της στη γιαγιά. Η άλλη ήταν ότι η νύφη της, η δική της μητέρα, ταξίδεψε με την κοιλιά τούμπανο εξίμισι ώρες για να έρθει από την Αθήνα στην κηδεία. Δεν θα το έκανε στην κατάστασή που ήταν, αν δεν έβλεπε τον άντρα της να τον τρώνε οι ενοχές για τη μάνα του που «την άφησε να πεθάνει μόνη στην ερημιά». Την τρίτη χάρη, την μόνη που είχε ζητήσει η ίδια η γιαγιά, δεν μπορούσαν πια να την τηρήσουν. Δεν μπορούσαν να κρατάνε άλλο το σπίτι στο χωριό – έπρεπε να πουληθεί. Δεν είχε νόημα, ούτε και τους έπαιρνε, να πληρώνουν άλλους φόρους γι’ αυτό.
Άλλωστε, ούτε το σπίτι το είχε δει ποτέ από κοντά η Ειρήνη-εγγονή. Ήξερε ότι υπήρχε, το είχε δει σε φωτογραφίες – ως εκεί. Κάθε τόσο ζητούσε απ’ τους γονείς της να πάνε να το δούνε, να πάνε να μείνουνε κάποιες μέρες εκεί, αλλά στα τριήμερα και τις διακοπές η οικογένεια πήγαινε κυρίως στο πατρικό της μαμάς, που και πιο κοντά ήταν, και παραθαλάσσιο ήταν, και πιο άνετο ήταν, και είχε και τον παππού και τη γιαγιά. Την άλλη τη γιαγιά.
Άμα ήταν να το πουλήσουνε όμως, ήθελε να έχει προλάβει να το ζήσει έστω και λίγο. Στην πρώτη αντίδραση της μαμάς – «πού να τρέχουμε τώρα στα κατσάβραχα;», «καλύτερα να μη το δεις και μετά σου λείπει», «μας περιμένει για γιορτές ο παππούς και η γιαγιά» και τα σχετικά – έριξε την πυρηνική βόμβα: αν δεν πηγαίνανε όλοι μαζί, θα πήγαινε με το αγόρι της τον Κώστα. Θα παίρνανε το ΚΤΕΛ, μετά θα κάνανε οτοστόπ, θα βρίσκανε την κυρα-Ελένη τη γειτόνισσα να τους δώσει τα κλειδιά του σπιτιού, εν πάση περιπτώσει θα περνούσανε γιορτές μούρλια – τις πρώτες μακριά από γονείς «με ό,τι αυτό συνεπάγεται» όπως είπε στριμώχνοντας όσο γίνεται περισσότερο υπονοούμενο σ’ αυτές τις τέσσερις λέξεις.
Μετά το πρώτο σοκ της μαμάς, το γύρισε στη μαλαγανιά: ήθελε να πάει στο σπίτι της γιαγιάς, για να πάρει από κει κάτι δικό της να την θυμάται, πριν πουλήσουν το σπίτι και ο νέος ιδιοκτήτης τα πετάξει όλα στα σκουπίδια. Και για τέλος έπαιξε το πιο πρακτικό χαρτί: ε δεν έπρεπε να πάνε ούτως ή άλλως να δούνε με τα μάτια τους σε τι κατάσταση είναι το σπίτι, αν χρειάζεται στην τελική κάνα μερεμέτι που θα το κάνει να πουληθεί περισσότερο; Τέλος πάντως, με όλα αυτά μαζί, τους έριξε. Θα έκαναν γιορτές, πρώτη και τελευταία φορά, στο χωριό του μπαμπά και τις γιαγιάς. Και τα γλυκά θα τα έφτιαχναν εκεί, στο σπίτι.
Στο χωριό φτάσανε προπαραμονή Χριστουγέννων αργά το βράδυ. Είχαν κανονίσει με την κυρα-Ελένη και το κλειδί ήταν πίσω από ένα πεζούλι στην αυλή. Ανοίξανε, ξεφορτώσανε το αυτοκίνητο και πέσανε για ύπνο. Η κυρα-Ελένη είχε συγυρίσει και είχε βάλει καθαρά σεντόνια – ούτως ή άλλως, κρατούσε όσο μπορούσε το σπίτι από το να ρημάξει όλα αυτά τα χρόνια.
Το επόμενο πρωί μάνα και κόρη ξύπνησαν σχετικά νωρίς. Πάντως, νωρίτερα από τον πατέρα της Ειρήνης που είχε ξεθεωθεί από την οδήγηση.
«Πώς σου φαίνεται μαμά το σπίτι; Ωραίο δεν είναι;»
«Είναι όπως είναι. Καλύτερα να μην αρχίζεις να δένεσαι μ’ αυτό Ειρήνη μου».
«Καλά. Να σου πω, δεν ξεκινάμε να φτιάξουμε τα γλυκά για αύριο;»
«Από τώρα μωρέ; Κάτσε λίγο να πάρουμε μπρος.»
«Α καλά, σε ξέρω πώς λειτουργείς. Αν σε αφήσω, δεν θα ξεκινήσουμε ποτέ! Άντε, σήκω.»
«Καλά, κάτσε να πάρω τα κλειδιά του αυτοκινήτου να πάμε στο σούπερ-μάρκετ να ψωνίσουμε».
«Να μην δούμε πρώτα αν έχει τίποτα εδώ;»
«Τι να έχει εδώ βρε Ειρήνη; Ό,τι κι αν έχει θα έχει στην καλύτερη τα δικά σου χρόνια, θα έχει χαλάσει!»
«Να δούμε τουλάχιστον μήπως υπάρχει κανένα μπαχαρικό – κανα γαρυφαλλάκι, καμιά κανέλα, κάτι τέτοιο – δεν θα είναι ωραίο να βάλουμε στα γλυκά κάτι που έβαζε κι η γιαγιά μου»
«Καλά, ψάξε εσύ την κουζίνα να δεις τι έχει, και πάω προς το παρόν στην κυρα-Ελένη, να μου δώσει αυγά».
Αυτό ακριβώς ήθελε η Ειρήνη. Άρχισε να ψάχνει ντουλάπια και συρτάρια. Βρήκε όντως γαρύφαλλο που δεν φαινόταν χαλασμένο, βρήκε κανέλα, βρήκε κι ένα μισογεμάτο μπουκάλι κονιάκ – «ειδικά αυτό το τελευταίο, μπορεί και να μπήκε στο σπίτι αμέσως μετά την γιαγιά» σκέφτηκε, αλλά έδιωξε την σκέψη απ’ το μυαλό της.
Μετά έψαξε τα μεγαλύτερα τσίγκινα κουτιά. Το ένα είχε αλεύρι. Το άδειασε, ήξερε ότι το αλεύρι σκουληκιάζει. Το άλλο είχε ζάχαρη. Πήγε να την πέταξε κι αυτή – είχε σβολιάσει τόσο που είχε γίνει σα μια ενιαία πέτρα. Και εκεί που άδειαζε την ζάχαρη, είδε τα τυλιγμένα στο σελοφάν λεφτά. Παλιές δραχμές – μωβ δεκαχίλιαρα. Πέντε δεσμίδες των εκατό, κολλαριστά της τράπεζας, και κάμποσα σκόρπια. Κάπου πεντέμιση εκατομμύρια. Έβγαλε το κινητό της, έψαξε την ισοτιμία, άνοιξε το κομπιουτεράκι – γύρω στις 16.000 ευρώ!
Ζαλίστηκε. Πρώτη φορά έβλεπε τόσα πολλά λεφτά μπροστά της μετρητά. Να ξυπνήσει το μπαμπά! Το σώσαμε το σπίτι! Αλλά κρατήθηκε. Είμαστε σίγουροι ότι έχουν αξία οι δραχμές σήμερα; Γκούγκλαρε στο κινητό – τα νομίσματα των δραχμών ανταλλάσσονταν με ευρώ μέχρι το 2004, τα χαρτονομίσματα μέχρι τον Μάρτιο του 2012. Δύο χρόνια πριν… Πήγε να σκάσει.
Μια στιγμή όμως. Μήπως έχουν συλλεκτική αξία; Δεν μπορεί, κάτι θα πιάνουν. Τα έβγαλε από το σελοφάν, τα τακτοποίησε στο τραπέζι της κουζίνας έτσι ώστε και να φαίνονται ότι είναι δεσμίδες της τράπεζας, και να φαίνεται πόσα είναι σε κάθε δεσμίδα, τα έβγαλε φωτογραφίες και τα ανέβασε στο e-bay, στο λογαριασμό που πουλούσε τις ζωγραφιές και τα κοσμήματα που έφτιαχνε. Τιμή ανοιχτή, όποιος δώσει τα περισσότερα. Buy it now, 16.000 ευρώ. Διάρκεια 60 μέρες. «Αν δεν μου δώσουν αρκετά, θα κατεβάσω τη δημοπρασία και την ξανανεβάζω μετά», σκέφτηκε. Μάζεψε τα δεκαχίλιαρα, και τα έβαλε στην τσάντα της. «Για να δούμε, για να δούμε!»
Γύρισε η μαμά με τα αυγά, ξύπνησε στο μεταξύ κι ο μπαμπάς.
«Να σου πω» της είπε ο μπαμπάς της «λέω να πάω μια βόλτα στο νεκροταφείο. Θες να έρθεις μαζί μου να σου δείξω πού είναι ο παππούς κι η γιαγιά; Μέχρι να γυρίσουμε θα έχει ψωνίσει κι η μαμά για τα γλυκά που θέλεις να φτιάξετε».
«Εννοείται, πάμε!»
Καθαρίσανε τα δύο μνήματα όσο μπορούσαν καλύτερα, βάλανε στα πλαστικά βάζα τα λουλούδια που είχαν στο μεταξύ πάρει, ανάψανε το καντήλι και το θυμιατό. Κάνανε τον σταυρό τους.
«Μπαμπά, γιατί το πουλάμε το σπίτι; Χρειαζόμαστε λεφτά;»
«Ακόμη όχι, ευτυχώς. Αλλά αυτό το σπίτι είναι μόνο φόροι και έξοδα. Δεν πατάμε που δεν πατάμε ποτέ εδώ, άσε που άμα αρχίσει να ρημάζει για τα καλά θα θέλει μετά του κόσμου τα λεφτά σε επισκευές. Μη στεναχωριέσαι όμως, εσύ άμα μεγαλώσεις θα πάρεις το άλλο εξοχικό, που είναι και παραθαλάσσιο.»
«Δηλαδή πόσα χρήματα αν είχαμε στην άκρη δεν θα χρειαζόταν να το πουλήσουμε;»
«Δεν το χω σκεφτεί έτσι, αλλά ξέρω γω… κανα δεκαπεντάρι χιλιάδες… Αν πήγαινε καλά και η δουλειά που ξεκινάει κι η μαμά σου… Αν πέρναγες και Αθήνα στις πανελλήνιες…»
«Και καλά ρε μπαμπά, για πέντε εκατομμύρια δραχμές θα πουλήσεις το σπίτι της μάνας σου;»
«Μπα, μπα, μπα; Δραχμές; Να σου πω κυρα-Ειρήνη, και τα μελομακάρονα που θα φτιάξεις σε οκάδες τα μετράς τα υλικά;»
«Χαχαχα, όχι ακόμα, δεν έφτασα ως εκεί μπαμπά, μην ανησυχείς».
Social Links: