Strange as it may seem today to say, the aim of life is to live, and to live means to be aware, joyously, drunkenly, serenely, divinely aware. In this state of godlike awareness one sings; in this realm the world exists as a poem.
Henry Miller, The Wisdom of the Heart (1941)
Στην αποκάλυψη φτάνεις συχνά –αν όχι κυρίως– μέσα από μικρά πράγματα, πράγματα που δε θα σου κινούσαν εύκολα την προσοχή και που ένα μοίρασμα της τύχης απλώνει μπροστά σου αναπάντεχα.
Όταν έμαθα για το live των Drunken Gramophone, έσπευσα να χαρώ για τη συμμετοχή του φίλου και συσκραπανκίτη Θοδωρή Ταλαμάγκα σε ένα ακόμη underground γεγονός. Είχε ήδη προηγηθεί εξάλλου η πρώτη τους εμφάνιση στο An Club ως support στους Big Nose Attack, την επόμενη των Χριστουγέννων, η οποία και είχε αποσπάσει διθυραμβικές κριτικές [1, 2 , κ last but not least 3], οπότε είχα κάθε λόγο να ‘μαι χαλαρά προδιατεθειμένος για καλό νιώσιμο.
Φτάνοντας στο Death Disco, οι προσδοκίες μου φαίνονταν να επιβεβαιώνονται. Μικρός, συντροφικός σχεδόν χώρος, που αντηχούσε από τις ambient ψυχεδέλειες του Huge Dwarf. Slow κομμάτια, νοσταλγικά έως, για καλωσόρισμα και μπάσιμο στο νόημα της βραδιάς.
Η γκαραζοΐντι συνταγή του Δημήτρη και του Γιάννη των Film Jacket 35 διέλυσε στη συνέχεια τα διάσπαρτα πηγαδάκια και συγκέντρωσε το κοινό μπροστά στη σκηνή. Λίγο lo-fi, λίγο surf, λίγη Fix Royale και τα πράγματα είχαν αρχίσει να δουλεύουν στον αυτόματο.
Λίγο πριν ανεβούν επί σκηνής οι Drunken Gramophone συνέχιζα όμως να μην έχω καμία υπόνοια κριτικής όπως αυτή εδώ στο μυαλό μου, καμία υποψία για το τι με περίμενε. Κι όμως, σαν να μην είχαν συσταθεί μόλις πριν ένα χρόνο, σαν από πολύ καιρό έτοιμοι, με την Estell Filipp, απόλυτα προσηλωμένη στο μπάσο, κρατώντας εξαίρετα την ισορροπία ανάμεσα στον ανεξέλεγκτο βιρτουόζο ντράμερ Ορέστη Πέτικο και τον Θοδωρή Ταλαμάγκα, στην κιθάρα και τα μορισονικά μπάσα φωνητικά, έφεραν βίαια τα Blues Back In Town, όπως ονομάζεται το κομμάτι με το οποίο άνοιξαν τις πύλες της μεθυσμένης τους κόλασης. Στη μία ώρα που διήρκεσε το live, έγινα μάρτυρας ενός πρωτοφανούς οπτικοακουστικού ντελίριου από μια μπάντα που απέδωσε πολύ πιο πάνω από οποιαδήποτε προσδοκία.
Αν αυτοτοποθετούνται στο χώρο του lo-fi rock ‘n’ roll και του garage, η σκηνική τους φιλοσοφία παραπέμπει πολύ έντονα στο μπλουζ, όπως δηλοί, εξάλλου, και το όνομά τους, φόρος τιμής σε όλους εκείνους τους αγίους της μέθης, όπως ο Bukowski, ο Miller, o Lowry, πολιτισμικοί κληρονόμοι των οποίων φαίνεται πως είναι και οι Drunken Gramophone. Το βασικότερο highlight της βραδιάς, εξάλλου, ήταν και το καταληκτήριό τους κομμάτι Bukowski, απαγγελία του «Alone with Everybody» του ομώνυμου ποιητή, που εξόκειλε σε ένα εκτός ελέγχου τζαμάρισμα, με τον Θοδωρή να γίνεται έπειτα από παραισθητικές επεμβάσεις μπροστά στα πετάλια ένα με το έκθαμβο κοινό, ξοδεύοντας ανηλεώς τα μουσικά σωθικά του στο πάτωμα του Death Disco. Η αποθέωσή τους στο τελικό φρενήρες σόλο του Ορέστη φαινόταν να κλείνει ιδανικά ένα βράδυ που βρήκε τους περισσότερους από εμάς κάτι παραπάνω από ενθουσιασμένους.
Κι όμως, συνολικά, ήταν μόνο το δεύτερο live των Drunken Gramophone, αλλά η σκηνική τους παρουσία, η αυτοπεποίθηση με την οποία έπαιξαν επί σκηνής ήταν χαρακτηριστική μιας πολύ πιο έμπειρης μπάντας. Τους αναμένουμε ξανά φέτος στις 19 Φεβρουαρίου στο Death Disco.
Όχι ότι έχει σημασία δηλαδή· περιμένουμε κυρίως την αναπόφευκτη αναγνώρισή τους στο μέλλον.
Remember the name.
Social Links: