Τους Opeth τους έχω δει λάιβ άλλες δύο φορές. Κόντρα στο ρητό «κάθε πέρυσι και καλύτερα», θα δηλώσω εξαρχής πως αυτή η φορά ήταν μάλλον η καλύτερη από τις 3, ίσως επειδή όσο περνάνε τα χρόνια δένομαι όλο και περισσότερο μ’ αυτό το συγκρότημα. Το μόνο που μου χάλασε την εμπειρία ήταν πως με είχε πιάσει κατούρημα από τα μισά περίπου της εμφάνισής τους, οπότε δεν μπορούσα να χτυπηθώ όσο ήθελα.
Το Gagarin (με τα τρία σκαλάκια, εκ των οποίων το πρώτο είναι στα 2 μέτρα από τη σκηνή, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει πολύς κόσμος να πέσει κάτω όταν πέφτει ξύλο) γέμισε σε ικανοποιητικότατο βαθμό ήδη από την αρχή. Οι Poem, που τους είχα δει μια φορά πριν αρκετά χρόνια και έκτοτε τους είχα χάσει, ήταν ακριβώς ό,τι έπρεπε για να προθερμάνουν το κοινό. Με ασυνήθιστα καλό ήχο για support, έπαιξαν ένα απολαυστικό progressive που θύμιζε Pain of Salvation στα καλύτερά τους –πριν οι τελευταίοι το γυρίσουν σε τουλάχιστον αμφιλεγόμενης αξίας «πειραματισμούς». Έπαιξαν κυρίως νέα κομμάτια τους, στα οποία η πρόοδος είναι προφανής σε σχέση με τα παλιότερα τους. Είναι ωραίο να βλέπεις ένα συγκρότημα παραδοσιακού progressive (contradictio in terminis), τώρα που το είδος δεν είναι και τόσο πολύ στη μόδα.
Η στιγμή της Αποκάλυψης ήρθε αρκετά σύντομα, με το σκηνικό να αναφέρεται βασικά στον τελευταίο δίσκο των Opeth, το Pale Communion. Το θέμα που έχει προκύψει τα τελευταία χρόνια σχετικά με τη στροφή του συγκροτήματος προς πιο 70s μονοπάτια ήταν επόμενο να κυριαρχεί και στο μυαλό των περισσότερων –κυρίως ως ανησυχία. Προσωπικά είχα και την ανησυχία ότι το setlist θα ήταν σύντομο και μίζερο, όπως στα τέλη του 2014. Οι επιλογές των Opeth όμως ευτυχώς έστειλαν στο διάολο κάθε ανησυχία μου. Ο Åkerfeldt ήταν κεφάτος και με όρεξη για πλάκα, κάνοντας και αρκετά αστεία που ήταν πραγματικά αστεία. Το πνεύμα του progressive θριάμβευσε και εδώ, και όσοι έχουν ακούσει frontmen να προσπαθούν να γίνουν επικοινωνιακοί γρυλίζοντας «How we doin’ Atheeeeens?» ξέρουν ακριβώς τι εννοώ.
Ξεκίνησαν, όπως θα περίμενε κανείς, με κομμάτια από τον νέο δίσκο τα οποία, ευτυχώς, το κοινό δέχτηκε ζεστά. Ο χαμός όμως άρχισε να γίνεται με τα παλιότερα κομμάτια –ειδικά με όσα προέρχονται από το λατρεμένο, κοσμαγάπητο και πολυθρύλητο Blackwater Park, που, ειρήσθω εν παρόδω, νομίζω ότι έφτασε το progressive death metal στο απόλυτο και ανεπανάληπτο peak. Στο «The Drapery Falls» ειδικά δεν έχω ιδέα τι γινόταν γύρω γύρω, γιατί είχα χαθεί σε μια παράλληλη διάσταση που αποτελούνταν μόνο από τις νότες αυτού του μεγαλοφυούς κομματιού.
Μου άρεσε πολύ που το κοινό εκτιμούσε εξίσου τα πιο ήπια και τα πιο δυνατά κομμάτια, απόδειξη ότι οι Opeth είναι από τα συγκροτήματα που έχουν ένα ολόδικό τους, φανατικό κοινό που ξέρει ακριβώς περί τίνος πρόκειται. Η εναλλαγή των κομματιών μεταξύ των δύο ταχυτήτων ήταν υποδειγματική, σε ένα –το ξαναλέω– πραγματικά progressive κλίμα. Αν και τα brutal φωνητικά ήταν κάπως χαμηλότερα σε ένταση απ’ ό,τι θα ήθελα, η απόδοσή τους, ο ήχος και η συμπεριφορά τους ήταν άψογα. Μέχρι και την τρολιά να παίξουν μόνο την πρώτη στροφή από το «Bleak», μετά από απαίτηση του κοινού, και να σταματήσουν απότομα, την λάτρεψα. Όπως λάτρεψα και το ξύλο που έπεσε στο ιδανικό για encore «Deliverance».
Οι Opeth είναι ένα σπουδαίο συγκρότημα. Όπως έχω γράψει και για τους Mastodon, όσο κι αν ακούγεται γκρίνια για τις αλλαγές πορείας, είναι καλό να μην κολλάμε αποκλειστικά σε ό,τι έχουμε συνηθίσει. Άλλωστε, αν στα τέλη των 90ς αντίστοιχα οι Opeth είχαν δειλιάσει να κάνουν το progressive βήμα, δεν θα είχαμε ακούσει ποτέ κατακτήσεις της ανθρωπότητας όπως αυτή:
Social Links: