(Η φωτογραφία εξωφύλλου είναι ευγενική χορηγία της Elina Kemanidi)
Με τρία στα τρία sold-out για το 2015, μετά τους Blues Pills στο Gagarin και τους Earth στο Κύτταρο, μπορούμε να ανακοινώσουμε κι επισήμως πως η Smoke The Fuzz gigs είναι εγγύηση στο χώρο των λάιβ.
Σε μια τετράωρη παραίσθηση, στημένη από κάθε άποψη γύρω από το cult της κάνναβης και τόσο κοντά στις 20 Απριλίου, υποδεχθήκαμε στις 18 του μηνός για δεύτερη φορά στο An τους Stoned Jesus, μαζί με τους Green Yeti και Dopelord.
Φρέσκια μπάντα, με μόλις ενάμιση χρόνο ζωής, το Πράσινο Γιέτι ξεκίνησε αργά, με ψυχεδελικά τζαμαρίσματα και τελετουργικά αργό headbanging, κάθε φορά που τα πιατίνια έσπαγαν ή μάλλον επέτειναν τη μονοτονία των σκοτεινών τους riffs. Με το κοινό να γεμίζει σιγά σιγά το χώρο με μπόλικη μπύρα και τσιγαριλίκι, ήταν ό,τι έπρεπε για εισαγωγή στο γενικότερο mood της βραδιάς.
Κατόπιν ήρθαν –για να μείνουν αρκετά πάνω από ώρα στη σκηνή– οι Dopelord, από την Πολωνία. Μονοπολώντας τη σκηνή με μια stoner/doom μυσταγωγία που θυμίζει κάτι από Sabbath, Sleep και Electric Wizard και απόκοσμα visual, έστησαν ουσιαστικά ένα λάιβ μέσα στο λάιβ και γέμισαν την ατμόσφαιρα με ό,τι ακριβώς προεξαγγέλεται και στον τίτλο του δεύτερου άλμπουμ τους: Black arts, Riff Worship & Weed Cult.
Μέχρι να ανεβούν στη σκηνή οι Stoned Jesus, είχαν περάσει ήδη πάνω από δύο ώρες μουσικής καταβύθισης στον κόσμο των παραισθήσεων. Η παρέα του φρόντμαν Igor Sidorenko, έτοιμη να προβάλει τον ολόφρεσκο δίσκο τους The Harvest, μπορεί να μην μπήκε εξ αρχής με τους ευνοϊκότερους όρους στο παιχνίδι, αφού στο Rituals of the Sun και το YFS ο ήχος ήταν υποτονικός. Μόλις διορθώθηκε το πρόβλημα, άρχισαν και τα πρώτα moshing, ακόμη και crowd surfing και γενικά απογειώθηκε η φάση.
Οι επιλογές τους για το βράδυ τούς έκαναν να διαφοροποιηθούν σε σχέση με τις δύο προηγούμενες μπάντες –που επίτηδες δεν κατονομάζω ως support– όπου κυριάρχησε περισσότερο το doom στοιχείο. Όχι ότι έλειπε κι από τους SJ, ίδιον των οποίων εξάλλου είναι και η ποικιλία εναλλαγών σε κάθε κομμάτι. Απλά αισθανόσουν εντονότερη την παρουσία πιο progressive –ενίοτε ίσως ακόμη και μια υπόνοια μπλουζ– στοιχείων σε κάθε κομμάτι· θέλω να πιστεύω πως, πέρα από την δεδομένη επιτυχία τους, οι επιλογές τους από παλιότερα (π.χ. Red Wine) συνηγορούσαν προς αυτήν ακριβώς την πολυφωνία.
Κι η μεγαλύτερη απόδειξη γι’ αυτό: το –χωρίς αμφιβολία– ζενίθ της βραδιάς. Η (παράξενη;) στιγμή όπου για ίντρο στο I’m the Mountain άρχισαν να παίζουν σε μέταλ εκδοχή και άπταιστα ελληνικά το Σάββατο του Μαζωνάκη (ναι, το «κάθε βράδυ του Σαββάτου», διάολε· ούτε εγώ το πίστευα). Αναπόφευκτα οι αναπτήρες έμειναν αναμμένοι όσο το κοινό έδινε το ρυθμό μέχρι και τα ριφ πριν μπουν οι πρώτοι στίχοι του τραγουδιού. Κι όσο ο κόσμος δεν πίστευε τι γινόταν μπροστά του κι είχε νιώσει και μάλιστα άσχημα, έσπρωξαν τη βραδιά προς ένα πιο smooth κλείσιμο με cover του Go των Pearl Jam και –φυσικά– το Electric Mistress, που ζήτημα να τραγούδησαν το μισό οι ίδιοι.
Πέρα από ένα εξαιρετικά στημένο λάιβ πάντως κι ένα καλό ενθύμιο για τους απανταχού χορτοφάγους, θα το κρατάω στη μνήμη μου και για αυτήν ακριβώς την ποικιλία φωνών που φαινόταν ακόμη πιο μαγική μετά τη λίθινη μυσταγωγία που προηγήθηκε των Stoned Jesus.
Α, και χρόνια πολλά.
Social Links: