Η επένδυση της οικονομικής κρίσης με ηθικό και θρησκευτικό – μεταφυσικό αν θέλετε – περιεχόμενο γίνεται αντιληπτή τόσο στη δημόσια σφαίρα όσο και στις καθημερινές μας μικροπρακτικές.
Περιμένωντας το λεωφορείο άκουγα ένα γεροντάκι να κατακρίνει με οργή τα «διακοποδάνεια» και να αναγάγει ουσιαστικά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης σε αυτά. Αργότερα την ίδια μέρα η μητέρα μια μαθήτριάς μου με πληροφορούσε πως «δε δουλεύαμε αρκετά» και «αυτή είναι η τιμωρία μας». Αυτή η μεταφυσική τοποθέτηση άρχισε να με προβληματίζει. Μήπως τελικά στα μύχια του κοινωνικού σώματος συμβαίνει ένα τρομερό αυτομαστίγωμα για την πορεία των οικονομικών γεγονότων; Μήπως πολλοί αφέθηκαν -σχεδόν ηδονικά- να απολαύσουν το «κακό» που συνέβη σε αυτούς και στον διπλανό τους;
Πάντως για την κατανάλωση που έγινε επιδεικτική, που αποτέλεσε μια σφραγίδα κοινωνικής επιτυχίας, έχουν γραφτεί πολλά. Φυσικά πρέπει να τοποθετήσουμε την κατανάλωση στο διεθνές οικονομικό της συγκείμενο. Η κατανάλωση, άμετρη ή μετρημένη, αποτέλεσε δομικό χαρακτηριστικό κάθε καπιταλιστικής δυτικής οικονομίας. Ήταν ομολογουμένως κάτι περισσότερο από πρακτική, ήταν ένα μοντέλο, μια κουλτούρα, το χτίσιμο μιας ταυτότητας που κληθήκαμε να γκρεμίσουμε απότομα. «Μα εμάς, ήταν πέρα από τις δυνατότητες μας» θα αντικρούσουν πρόθυμα κάποιοι. Το πόσο πρωτογενής ήταν αυτή η ιδιομορφία πρέπει να εξετάσουμε προκειμένου να ξετυλίξουμε αυτό το κουβάρι. Η κατανάλωση ίσως πρέπει να ιδωθεί όχι σαν αίτιο, αλλά σαν αποτέλεσμα όλων αυτών των δομικών χαρακτηριστικών της ελληνικής οικονομίας. Τα διακοποδάνεια που στηλίτευσε ο αυτοπροσδιοριζόμενος ως «νοικοκύρης» παππούς της ιστορίας μας (έσπευσε να με ενημερώσει ότι είχε φροντίσει να αποκαταστήσει τα παιδιά του όπως καλύτερα μπορούσε) δεν ήταν παρά το τέλος μιας σειράς διεργασιών και πολιτικών.
Η ανάλυση αυτή για το ηδύ πλην ανήθικο παρελθόν συσκοτίζει, επίσης, το γεγονός ότι υπήρχαν και στα προηγούμενα χρόνια θύλακες του πληθυσμού που ζούσαν στα όρια της φτώχειας. Το κομπιουτεράκι στο σούπερ μάρκετ και το μέτρημα των κερμάτων για το ψωμί ήταν πρακτικές και στα χρόνια της φερόμενης οικονομικής ευημερίας για μεγάλη μερίδα ανθρώπων. Όταν οι εν λόγω πρακτικές άγγιξαν κομμάτια ανοίκεια προς αυτές τις συνειδητοποιήσαμε και τις φέραμε στο δημόσιο διάλογο. Όταν η ζωή του «εξωτικού μετανάστη» άρχισε να μοιάζει κάπως με τη δική μας ταρακουνηθήκαμε.
Ίσως τελικά οι προηγούμενες οικονομικές πολιτικές να έγιναν ανεκτές, γιατί ακούμπαγαν πάνω σε αυτό το ηθικό κενό που είχαν δημιουργήσει. Ίσως να εμπεδώθηκε η αντίληψη πως αυτό που μας συνέβη ήταν ένα τίμημα που έπρεπε να πληρωθεί. Ίσως τελικά η συλλογική ενοχοποίηση να ήταν και μια κάθαρση. «Όπου είμαστε όλοι ένοχοι, δεν είναι κανένας· οι ομολογίες συλλογικής ενοχής είναι η καλύτερη δυνατή εγγύηση ενάντια στην ανακάλυψη των ενόχων, και το ίδιο το μέγεθος του εγκλήματος η καλύτερη δικαιολογία για να μην κάνουμε τίποτε» (Hannah Arrend, Περί Βίας, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2000, σελ. 125)
Ανάλογες σκέψεις για την ηθική του χρέους κάνει και ο Ιταλός κοινωνιολόγος και φιλόσοφος Maurizzio Lazzarato (Η κατασκευή του χρεωμένου ανθρώπου, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2014). Σύμφωνα με αυτόν το χρέος επενεργεί στις ανθρώπινες συνειδήσεις εγείροντας συναισθήματα ενοχής για την απόκτησή του, αλλά παράλληλα τα εγκαλεί να υλοποιήσουν την υπόσχεσή τους, να τιμήσουν το «χρέος» τους. Ενοχοποίηση λοιπόν που θρυμματίζεται στα μικρά κομμάτια λόγου και καθημερινών συζητήσεων που παρέθεσα, αλλά και ανάγκη για επανόρθωση. Ίσως αυτή η οπτική να εξηγεί – σίγουρα μερικώς – την αντίδραση στον χείμαρρο των γεγονότων που μας κατέκλυσαν τα τελευταία χρόνια.
Social Links: