Δεκαεννιά μήνες και κάτι μέρες αναμονής…. Αυτό είναι το διάστημα, που διανύσαμε, από την ημέρα της δολοφονίας Φύσσα και την αρχή της δικαστικής δίωξης της Χρυσής Αυγής μέχρι την ημέρα, που η υπόθεση διάβηκε τις πόρτες των «Ναών της Δικαιοσύνης». Δεκαεννιά μήνες από τις ημέρες εκείνες, που άνθρωποι των κινημάτων ή και νοικοκυραίοι αηδιασμένοι από το αίμα του Κερατσινίου και φοβισμένοι από την αυξανόμενη δράση των μελανοχιτώνων ζητούσαν την ανάληψη δράσης κατά των «Ταγμάτων Εφόδου». Το αίτημα αυτό ήταν που κινητοποίησε μια κοιμώμενη εξουσία, η οποία μέχρι τότε, είτε απλώς κατέγραφε τις κλιμακούμενες επιθέσεις των μαυροφορεμένων, όπως στο Πέραμα και στο Μελιγαλά, είτε τους χρησιμοποιούσε στην παραγωγή των θεωρημάτων των 2 άκρων απέναντι στο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Από τότε πολλά στόματα ανοίξανε και πολλές ιστορίες βγήκαν από τα συρτάρια, με αποτέλεσμα πολλά από τα σημαίνοντα στελέχη της ναζιστικής οργάνωσης, όπως ο αρχηγός, ο υπαρχηγός και μέλη του σκληρού πυρήνα, να βρεθούν στην αίθουσα των ανακριτών. Αυτό, όμως, δεν έγινε με τους λεπτούς χειρισμούς που απαιτεί μία τέτοια διαδικασία, κυρίως εξαιτίας της μικροπολιτικής οπτικής, με την οποία η τότε κυβερνώσα συντηρητική παράταξη αντιμετώπισε το ζήτημα. Εκεί, που οι «από κάτω» έβλεπαν το ζήτημα του αγώνα ενάντια στην επέλαση των «μαύρων δυνάμεων» , η κυβερνώσα παράταξη διείδε και την ευκαιρία να διεμβολίσει την αντιπολίτευση από τα δεξιά της.
Σήμερα το κλίμα και η ατμόσφαιρα δεν θυμίζουν σε πολλά τον Σεπτέμβριο του 2013. Τότε η κοινωνία ήταν ακόμη σε μια κατάσταση παραζάλης. Ο ένας χρόνος από τις δραματικές εκλογές του Ιουνίου 2012 κύλησε μέσα σε μια ατμόσφαιρα περίεργης κινηματικής και κοινωνικής ανομβρίας. Μοναδική εξαίρεση η αναλαμπή που προήλθε μέσα από το «μαύρο» της ΕΡΤ. Σε αυτή την κατάσταση φαίνεται να είχε σχέση και το σοκ από το παράδειγμα της Κύπρου, που παροδικά φάνηκε να αφαιρεί επιχειρήματα από την αντιμνημονιακή παράταξη. Μια κοινωνία εν υπνώσει και σε κατάσταση απαισιοδοξίας αποτελούσε ανοιχτό πεδίο δράσης για τους φαιοχίτωνες, οι οποίοι πατώντας πάνω στα συντρίμμια των συνειδήσεων προχώρησαν σε κανονική στρατολόγηση αναμένοντας την κατάλληλη στιγμή να επιτεθούν, όπως η κόμπρα ύπουλα και ακαριαία εξοντώνει τα θύματά της. Και είναι απορίας άξιο τι θα είχε συμβεί, εάν τα γεγονότα του Περάματος, του Μελιγαλά και του Κερατσινίου δεν ανάγκαζαν τις κρατικές δομές να επέμβουν κάτω από την πίεση των «από κάτω».
Σήμερα, όμως, αρχές Μαίου 2015 η κατάσταση στην κοινωνία κυρίως στον τομέα του θυμικού και της ψυχολογικής μακροπρόθεσμης προδιάθεσης σε τίποτα δεν θυμίζει τις φαρμακερές μέρες του 2013. Μπορεί η κατάσταση στην εγχώρια οικονομική ζωή να είναι στα όρια «ελέω συνέχισης της διαπραγμάτευσης», αλλά αυτό δεν φαίνεται να δηλητηριάζει τις επιδιώξεις της κοινωνίας για το μέλλον, ούτε την πίστη τους σε θετικής εξελίξεις μέσα από μία διαφορετική «συνταγή» ιδίως μετά την πολυπόθητη, έστω και βραχεία ακόμη, πολιτική αλλαγή, που συντελέσθηκε στα τέλη του Γενάρη. Μέσα σε αυτό το κλίμα η προμετωπίδα των Ελλήνων εθνικοσοσιαλιστών οδηγούνται στο εδώλιο του κατηγορουμένου σε συνθήκες κοινωνικής περιθωριοποίησης (στα πλαίσια της ανοιχτής δράσης), αλλά ταυτόχρονα και πολιτικής τους σταθεροποίησης (λόγω της έστω και οριακής κατάληψης της 3ης θέσης στην κοινοβουλευτική διαδικασία). Η μονομερής κατάκτηση της τρέχουσας επικαιρότητας από τα ζητήματα της «μητέρας όλων των μαχών» (βλέπε διαπραγμάτευση) δεν αφήνει περιθώριο στο θέμα της «Δίκης του Αιώνα» να τραβήξει πάνω του τα φώτα της δημοσιότητας, όπως θα το έκανε σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση. Προς τα πού θα κινηθεί η διαδικασία είναι μια ολόκληρη ιστορία, που θα έχουμε όλο τον χρόνο να το συζητάμε και να καβλαντίζουμε, εφόσον προβλέπεται να τραβήξει εις μάκρος ήδη από την αρχή της δίκης. Παρόλα αυτά, θεμιτό είναι να γίνουν κάποιες πρόχειρες επισημάνσεις.
Η δικαστική διαδικασία δεν πρέπει να ιδωθεί ως η «Μάχη της Δημοκρατίας», αλλά ως μία από τις «Μάχες για την Δημοκρατία», ως μία δηλαδή από τις καθημερινές μεγάλες μάχες, που επιθυμούν να προστατεύσουν την πεμπτουσία της Δημοκρατίας, δηλαδή τα κοινωνικά δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών. Σίγουρα δεν τελειώνει εδώ ο μακρύς δρόμος κατά όσων επιβουλεύονται τις λαϊκές ελευθερίες. Το μακρύ χέρι του φασίστα, άλλωστε, είναι μία από αυτές τις πτυχές, έστω και αν είναι από τις πλέον απειλητικές και ξεκάθαρες. Αυτό, όμως, που μπορεί να προκύψει από αυτή την δίκη, εκτός βεβαίως από την καταδίκη όσων εμπλέκονται στην μία ή στην άλλη καταγεγραμμένη εγκληματική πράξη της οργάνωσης, είναι ένα απλό, αλλά σαφές μήνυμα: Μπορεί μεν η παρουσία μιας οργάνωσης τέτοιας υφής να μην μπορεί να απαγορευτεί από τις τρέχουσες συνταγματικές προβλέψεις (όπως αυτές διαμορφώθηκαν για πολύ συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους), μπορεί, όμως, ξεκάθαρα δε να τεθεί σε μία μόνιμη κατάσταση κοινωνικής απαξίας και αποστροφής, σε ένα καθεστώς δηλαδή μόνιμης «μη κοινωνικής ανοχής». Μια τέτοια επιδίωξη απαιτεί ταυτόχρονα δύο κρίσιμους παράγοντες: από την μία την επίτευξη μίας συνολικής καταγγελίας έναντι ότι πρεσβεύει μία τέτοια οργάνωση και από την άλλη την επίτευξη μίας μερικής κοινωνικής σταθεροποίησης, ώστε να πάψουν οι φαιοχίτωνες να στρατολογούν «κολασμένους» από τα εν συνεχή φτωχοποίηση κατώτερα στρώματα. Μία σύζευξη πολιτικού και κοινωνικού, που μόνο μία κυβέρνηση που θέτει και τα δύο σε πρώτη προτεραιότητα μπορεί να κατορθώσει. Αυτό δεν σημαίνει, ότι στο πέρας της δίκης πρέπει το πολιτικό περιεχόμενο να υποσκελίσει τον τομέα των αξιοποίνων πράξεων και της νομικής τους υφής. Ίσα-ίσα αυτό που πρέπει να διευκρινιστεί είναι η αλληλοσύνδεση μεταξύ της πολιτικής ιδεολογίας και της τέλεσης των πράξεων αυτών σε μία σχέση αιτίου-αιτιατού.
Εάν κάτι μπορεί να προσφέρει η σημερινή κυβέρνηση της Αριστεράς, είναι η τέλεση μιας «άψογης διαδικασίας», η οποία να μην αφήνει κανένα περιθώριο παρερμηνείας ή μετέπειτα καταγγελίας των φαιοχιτώνων για «πολιτική παρέμβαση στην δικαιοσύνη». Μακριά από την σημερινή κατάσταση οι μικροπολιτικές οπτικές και τακτικές της απελθούσας κυβερνητικής πλειοψηφίας. Αυτό, που επιζητείται, δεν είναι ούτε ένα «Κολοσσαίο», αλλά ούτε και μία επανάληψη των σικέ «Δικών των Δοσιλόγων» του μεταπολεμικού Κράτους. Επιζητείται μία έντιμη δίκη, που να στείλει σαφές το μήνυμα σε όλη την κοινωνία, ότι ο εχθρός της κοινωνίας, της Δημοκρατίας και των λαϊκών ελευθεριών θα αντιμετωπίζεται με την τελευταία λέξη της δημοκρατικής τάξης και ανάλογα με το έγκλημα που επρόκειτο να τελέσει. «Και όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια»….
Social Links: