Μια λίστα με δέκα horror films παλαιότερων δεκαετιών, κάποια από τα οποία ίσως είναι άγνωστα στο ευρύ κοινό, αποτελεί πάντα ευχάριστη αφορμή για επιστροφή στα καρέ τους. Βλέποντας ξανά, τμηματικά και μη, αυτές τις ταινίες, παρατήρησα για άλλη μια φορά το πόσο σημαντική είναι η χρήση του χωρικού περιορισμού στο στήσιμο του τρόμου. Όχι μόνο στην προφανή, ψυχολογική, κλειστοφοβική έκφανσή της, αλλά και στη γενικότερη χρήση του ορίου ως συμβολικό σύνορο μεταξύ του γνώριμου και του ξένου, με τους πρωταγωνιστές (και εμμέσως τους θεατές) κλεισμένους στη λάθος πλευρά. Μια βουτιά στο κοινωνικά αχαρτογράφητο ή το εκδιωγμένο από τον οικειοποιημένο χάρτη, αρκεί για να στήσεις τον σκελετό του τρόμου, με το διακύβευμα της επιτυχίας να βρίσκεται στην επιτυχημένη κίνηση της κουρτίνας που χωρίζει το γνωστό από το ξένο – η ταχύτητα και ο βαθμός αποκάλυψης αυτού που κρύβεται από πίσω είναι το παν.
Λόγω έκτασης, η λίστα χωρίζεται σε 2 μέρη, ενώ η σειρά είναι χρονολογική.
The Uninvited (Lewis Allen, 1944)
Ένα κλασσικό, γοτθικό στην ατμόσφαιρά του δημιούργημα, η σεναριακή εξέλιξη του οποίου κρύβει μια προσήλωση σε Φροϋδικές φόρμες και η οποία φαντάζει ακόμη φρέσκια, παρά την πιθανή έλλειψη εκπληξογενούς αποτελέσματος στον σύγχρονο θεατή. Ένα στοιχειωμένο μέγαρο, μια καταχωνιασμένη οικογενειακή τραγωδία, το παλίμψηστο της οποίας αποκαλύπτεται σταδιακά και μαεστρικά. Εξαιρετική μεταβολή διάθεσης, από την ηλιοφώτιστη και ανάλαφρη έναρξη, μέχρι την σκοτεινή κορύφωση και τις απαραίτητες δόσεις απελπισίας σκορπισμένες στο ενδιάμεσο. Η ταινία δεν είναι συναισθηματικά αποπνικτική, διατηρώντας σε όλο το μήκος της μια ελαφρότητα που τη διαχωρίζει από την ακραία γοτθική μελαγχολία. Συν τοις άλλοις, μια πολύ αθώα και πρωτόλεια κριτική της ιδρυματοποίησης μόνο θετικά μπορεί να εκληφθεί. Εξαιρετικό ντεμπούτο για τον Lewis Allen.
Isle of the Dead (Mark Robson, 1945)
Τοποθετημένο σε ένα ελληνικό νησί την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων (το 1912 συγκεκριμένα), το Isle of the Dead του Robson είναι μια ταινία ψυχολογικού τρόμου, με θεατρική έμφαση στην αλληλεπίδραση των χαρακτήρων, προβάλλοντας την σταδιακή κατάρρευση των πολιτισμένων προσωπείων εμπρός σε μια κατάσταση απομόνωσης, όπου το φάσμα του θανάτου κρέμεται απειλητικά πάνω από τα κεφάλια των αποκλεισμένων. Ο φόβος της πανούκλας σε ένα γεωγραφικά αποκομμένο χώρο, τροχίζει τις δυο πλευρές του μαχαιριού του όντος: από τη μια η επιθυμία για απόδραση, από την άλλη ο ηθικός δισταγμός για την μη εξάπλωση της επιδημίας στην ενδοχώρα και κατ’ επέκταση στο είδος. Σε αυτές τις συνθήκες, η σαθρότητα του πολιτισμού γίνεται ορατή, και η τραχιά βαλκανική παράδοση κυριαρχεί της επιστήμης. Η τρέλα γιγαντώνεται και χορεύει θριαμβικά έξω από τις άδειες κρύπτες. Μια ωδή στην κλειστοφοβία, στον περιορισμό και τις συναισθηματικές και ηθικές προεκτάσεις του.
Eyes without a face (Georges Franju, 1960)
Το αναπόσπαστο της (υπόγειας ή μη) σύνδεσης της προσωπικότητας με την εξωτερική εμφάνιση είναι ένα θέμα που πλανάται γύρω από αυτό το«evil-scientist» γαλλικό φιλμ, το οποίο μας παραχωρεί γενναίες (για την εποχή) εικόνες φρίκης. Μια σπουδή στην ενοχή, και την ιεράρχηση της αξίας της ανθρώπινης ζωής, μια ιεράρχηση με βάση τη συναισθηματική εγγύτητα. Η ταινία πάσχει ελαφρώς στη ροή, όντας δυσκοίλια σε αρκετά σημεία, αλλά μέσω της βαριάς γοτθικής ατμόσφαιρας των εδαφών στα οποία περιορίζεται και του γλυκόπικρου και εξόχως συμβολικού φινάλε, καταλήγει σε ένα τελικό αποτέλεσμα που ανταμείβει το θεατή.
The city of the Dead (John, Llewellyn Moxey, 1960)
Ηδονικά σατανολαγνική ταινία, ο πυρήνας της ιστορίας της οποίας είναι μεν τετριμμένος, χωρίς όμως να στερεί από την απόλαυση (το αντίθετο μάλιστα, η κίνηση σε γνωστά μονοπάτια, με επιβεβαιωμένη ισχύ, προσθέτουν στην b-movie-ική αξία). Η ανησυχητική και σιωπηλή μικρή πόλη θυμίζει τους λογοτεχνικούς άρχοντες του τρόμου των αρχών του 20ού αιώνα, ντουμανιασμένη από σκοτάδι και ομίχλη (θαρρείς ότι δεν ξημερώνει ποτέ), με δυο νοητούς αντίθετους πόλους, το κρυπτικά ευπρόσδεκτο πανδοχείο και την εγκλωβισμένη στον εαυτό της εκκλησία. Το σοκ στη μέση της ταινίας αρκούντως Ψυχω-τικό, η σκηνή στο φινάλε με τον μαχαιρωμένο να κουβαλάει τον τεράστιο σταυρό έχει μια δυναμική που παρασιτεί πάνω σου για μέρες. Ο μεγάλος Christopher Lee κινείται σε φόρμες στις οποίες τον έχουμε συνηθίσει, βάζοντας το τελικό λιθαράκι στον λόφο αρχοντιάς που αποπνέει η ταινία.
The Haunting (Robert Wise, 1963)
Εδώ έχουμε ένα από τα απόλυτα αριστουργήματα από καταβολής του είδους (αποφύγετε με κάθε τρόπο το remake του 1999). Μια ταινία-εικόνισμα, η οποία διδάσκει με άνεση τον τρόμο δίχως να καταφεύγει σε κανένα φθηνό τρικ, όπως αυτά που έχουν πλημμυρίσει το horror των νεότερων ετών. Το σενάριο (βασισμένο στο βιβλίο «The Haunting of Hill House» της Shirley Jackson) δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο: ένα στοιχειωμένο σπίτι, μια ομάδα ατόμων που μαζεύει ένας ερευνητής κι «εκδρομή» στην έπαυλη. Δύσκολο να γίνει πιο κλισέ, ειδικά με τα σημερινά μέτρα. Κι όμως, από τις πρώτες στιγμές εντός του σπιτιού, η ατμόσφαιρα καθηλώνει. Αυστηρά παρανοϊκή εσωτερική αρχιτεκτονική, με γωνίες που θα ζήλευε ο Lovecraft, με υποβλητική χρήση σκίασης, στα όρια της ζωγραφικής τέχνης. Ένα πέπλο υπόνοιας σκεπάζει τον ρευστό πυρήνα της εξήγησης, μην επιτρέποντάς του να αναδυθεί και να στερεοποιηθεί σε κάτι το απτό και σίγουρο. Η σκηνή με τη στριφογυριστή σκάλα είναι για κορνίζα, τα δε αγαλματίδια των αγγέλων στοιχειώνουν για πάντα τους εφιάλτες του θεατή. Η ταινία αξίζει ολόκληρου άρθρου για να αναλυθεί όπως της πρέπει. Μακράν το κορυφαίο μέλος της λίστας.
Social Links: