Λίγες μόλις ώρες μετά την παγίωση του εκλογικού αποτελέσματος, το πιο πρόχειρο συμπέρασμα που μπορεί να εξαγάγει κάποιος είναι ότι ο Αλέξης Τσίπρας πρωτίστως και ο Σύριζα δευτερευόντως είναι οι απόλυτοι κυρίαρχοι του πολιτικού σκηνικού. Ενός πολιτικού σκηνικού ριζικά διαφοροποιημένου, μέσα στον πιο πυκνό χρόνο που έχει γνωρίσει η χώρα εδώ και πολλά χρόνια. Η Αριστερά έχει τη δεύτερη ευκαιρία και ταυτόχρονα μια διπλή αποστολή, μέσα από την οποία πρέπει να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό της και να βρει τη θέση της μέσα σε ένα κόσμο που κινείται γρήγορα, ενώ την ίδια στιγμή οφείλει και να αφήσει το διαφοροποιητικό της στίγμα μέσω της κυβέρνησιμότητάς της στο εσωτερικό. Ας σταθώ όμως σε μερικά σημεία του αποτελέσματος που θεωρώ άξια σχολιασμού και εμβάθυνσης.
Ο Τσίπρας κατάφερε να παγιώσει την εικόνα του χαρισματικού ηγέτη και μόνο χάριν σε αυτόν ο Σύριζα κατάφερε να κερδίσει την πρώτη θέση και μάλιστα με ιδιαίτερα σεβαστή διαφορά σε σχέση με την Ν.Δ.. Το παραπάνω εμπεριέχει θετικά, αλλά και αρνητικά στοιχεία για τον Σύριζα, την Αριστερά αλλά και την κοινωνία ευρύτερα. Η απόλυτη επικράτηση του Αλέξη Τσίπρα στις εκλογές, σημαίνει –κακά τα ψέματα– και απόλυτη επιβράβευση ή και συνέχιση, κλείνοντας το μάτι εσωκομματικά και στους 53, ενός δόγματος που ξεκίνησε με τους χειρισμούς του δημοψηφίσματος. Αναφέρομαι στην επιβολή μιας ολιγάριθμης ηγετικής ομάδας πάνω σε ένα μεγάλο κόμμα που έχει εναποθέσει την ύπαρξή του και τη συνέχειά του σε έναν θεοποιημένο ηγέτη. Η προβολή του Τσίπρα ως ηγέτη-σωτήρα βλάπτει τις αξίες, τα ιδανικά και την πολιτισμική κατασκευή της αριστεράς, μιας αριστεράς που καμία σχέση δεν έχει με προσωπολατρίες και επί γης θεούς. Η επιβεβαίωση της παραπάνω πολιτικής, μέσω των εκλογών, δεν μπορεί παρά μόνο να οφείλεται στο γεγονός ότι το εγχείρημα της διακυβέρνησης που προέβαλλε ο Σύριζα είναι αρκετά ευρύτερο από την ίδια την Αριστερά, επαληθεύοντας τη θέση ότι η ταύτιση των ψηφοφόρων του είναι κοινωνική και όχι ιδεολογική.
Σε καμία όμως περίπτωση η κατάσταση στο εσωτερικό του Σύριζα, η αποδοχή της μεγάλης ήττας, της δυσαρέσκειας και της ακόμη μεγαλύτερης απογοήτευσης, δεν αποτέλεσαν σοβαρό λόγο ώστε να νεκραναστηθεί η Ν.Δ. μέσω μιας πρωτοφανούς πράξης λήθης που προβαλλόταν.. Μια Ν.Δ. που εμφανίστηκε υπό την ηγεσία του Βαγγέλη Μεϊμαράκη να διεκδικεί την πρωτοκαθεδρία με μια δήθεν μετριοπαθή – μεταρρυθμιστική στροφή, κρατώντας τα ίδια στελέχη της λαϊκής δεξιάς, και εφαρμόζοντας τις γνωστές πια ανήθικες και αντικοινοβουλευτικές μεθοδεύσεις, όπως αυτή του Παπαμιμίκου ανήμερα των εκλογών.
Ας σταθώ λίγο τώρα στα αριστερά του Σύριζα. Η Λαϊκή Ενότητα, χρησιμοποιώντας ως γενεσιουργό της αφήγημα το «Όχι» του δημοψηφίσματος διεκδίκησε την πατρότητα της ανάγνωσής του, κερδίζοντας έναν σημαντικό αριθμό στελεχών του Σύριζα καθώς και κάποιες κοινωνικές συλλογικότητες, αλλά τελικά ελάχιστη ανταπόκριση από την ίδια κοινωνία, η οποία της γύρισε την πλάτη, αφήνοντάς την εκτός βουλής, ακόμα και σε εκλογικές περιφέρειες όπου η Αριστερά είχε παραδοσιακά δύναμη (όπως η Β’ Πειραιώς του Λαφαζάνη, στην οποία ο Σύριζα αύξησε τα ποσοστά του, ενώ η ΛΑ.ΕΝ. κινήθηκε εξαιρετικά χαμηλά). Πρόβλημα για τη ΛΑ.ΕΝ. δεν ήταν μόνο η λανθασμένη ανάγνωση του «Όχι» που επικυρώθηκε με το εκλογικό αποτέλεσμα, πρόβλημα αποτέλεσε και η πλήρης ανυπαρξία πολιτικών θέσεων και προγράμματος που θα συνόδευαν τη ρήξη και θα δημιουργούσαν ένα πεδίο εμπιστοσύνης με την κοινωνία. Κακόγουστα σποτ, όπως αυτό του Λαπαβίτσα, αντί να αμβλύνουν φόβους και αντιθέσεις, με το δήθεν χιούμορ τους, έβλαπταν, καθώς τους έλλειπε η ουσία. Αξιοσημείωτη κάπου εδώ είναι και η ποιότητα της στελέχωσής της, καθώς μένοντας στο ξερό δόγμα μνημόνιο – αντιμνημόνιο, δέχτηκε στις τάξεις της στελέχη όπως η Ραχήλ Μακρή, το ΑΚΕΠ, κ.ά. στελέχη αμφίβολης πολιτικής ποιότητας, που βρίσκονταν στο επίκεντρο της κριτικής στο πρόσφατο παρελθόν. Αντίστοιχα, σε αυτοκριτική οφείλει να προχωρήσει και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ που διεκδίκησε επίσης, σε μικρότερο βαθμό βέβαια, την πατρότητα του δημοψηφίσματος και μέσα σε 5 χρόνια κρίσης δεν κατάφερε και πάλι να αποκτήσει κάποια αξιοσημείωτη εκλογική απήχηση.
Τέλος, τη μεγαλύτερη σημασία απ’ όλα έχει η δεύτερη ευκαιρία που δίνεται σήμερα στον Σύριζα να προχωρήσει μπροστά. Το είχα γράψει και παλαιότερα. Αυτές οι εκλογές αποτελούν την τελευταία ευκαιρία του Σύριζα, απελευθερωμένου από βαρίδια στο εσωτερικό του αλλά και από αυταπάτες της προηγούμενης περιόδου, να αφήσει το διαφοροποιητικό του στίγμα στην κοινωνία, μέσω μίας κοινωνικότερης κατανομής αυτών που έρχονται, αλλά και μέσω των μεγάλων μεταρρυθμίσεων που περιμένουμε. Είναι δεδομένο ότι ο χώρος που μπορεί να κινηθεί είναι ιδιαίτερα περιορισμένος, τόσο λόγω του βαρύτατου μνημονίου, όσο και λόγω της (επερχόμενης) συνεργασίας με τους ακροδεξιούς ΑΝ.ΕΛ., καθιστώντας ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις, συνώνυμες με την αριστερά, όπως ο διαχωρισμός της εκκλησίας με το κράτος, ένα άπιαστο όνειρο. Υπάρχει χώρος για ελπίδα; Έστω για μια ελάχιστη αισιοδοξία που μπορεί να δημιουργήσει η σημερινή νίκη σε αυτό το τόσο στενό πλαίσιο;
Ας μην ξεχνάμε ότι η Ευρώπη φαίνεται να αλλάζει – τα γεγονότα γύρω μας το επιβεβαιώνουν: το δράμα του προσφυγικού, οι Εργατικοί, οι επερχόμενες εκλογές σε Ισπανία και Πορτογαλία. Όλα αυτά αποτελούν την αρχή ενός μεγάλου ταξιδιού, ενός ταξιδιού προς τα μπροστά, που αν μη τι άλλο, από τους σημερινούς σχηματισμούς στο εσωτερικό μας, μόνο ο Σύριζα φαίνεται να μπορεί να αδράξει την ευκαιρία και να μας οδηγήσει προς τον νέο προορισμό. Εξάλλου, στην πραγματικότητα σ’ αυτές τις εκλογές, σ’ αυτό το ταξίδι, δεν υπήρξε καμία (σοβαρή) εναλλακτική για άλλο καπετάνιο.
Social Links: