– Wait a minute, Doc … are you telling me that you built a time machine out of a DeLorean?
– The way I see it, if you‘re going to build a time machine into a car, why not do it with some style?
Κάθε ταξίδι στο χρόνο χαρακτηρίζεται από τη μηχανή με την οποία πραγματοποιείται. Όταν ταξιδεύεις στο χρόνο με μια πειραγμένη ιρλανδική DeLorean με πυκνωτή ροής που καίει πλουτώνιο που έχεις προμηθευτεί από Λίβυους εξτρεμιστές, έχεις ήδη αρκετούς λόγους να ανεβείς στο βάθρο των πιο γαμάτων χρονοταξιδιωτών, πλάι στον Terminator και τον ανώνυμο αφηγητή του Time Machine του H. G. Wells.
Το πλήρωμα των τριάντα χρόνων από τα 1985 και την πρώτη ταινία της τριλογίας Back to the Future έχει έρθει και μαζί του ο καιρός να λάβει σάρκα και οστά ένα παιδικό μου όνειρο: να γράψω για το πολιτισμικό προϊόν που –μαζί με τα βιβλία του Ιουλίου Βερν– μου καθόρισε την παιδική ηλικία, ακριβώς μάλιστα την ημέρα όπου πρόκειται να ταξιδέψει στο μέλλον ο Doc, o Marty κι η κοπέλα του, Jennifer, στο δεύτερο μέρος της τριλογίας: την 21η Οκτωβρίου 2015.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους αυτή η ταινία δεν είναι απλώς ένα γαμάτο μεσημεριανό filler στο Star, αλλά ένα cultural icon που έχει επηρεάσει δεκάδες άλλες μέχρι σήμερα. Στόχος μου βέβαια εδώ δεν είναι να την παρουσιάσω ή να κάνω ενέσεις νοσταλγίας, αλλά να καταλάβω σε τι ακριβώς συνίσταται η ιδιαιτερότητά της, τι την καθιστά τόσο σημαντική, αν υπάρχει τέλος πάντων κάτι πέρα από την κληρονομιά της που μπορεί να με βοηθήσει να κατανοήσω βαθύτερα την ποπ κουλτούρα. Είναι εξάλλου ενδεικτικό ότι αφορμή του άρθρου δεν αποτελεί μόνο η συγκυρία της σημερινής ημερομηνίας, αλλά κι ένας γενικότερος αναστοχασμός πάνω στην κατανοησιμότητα πραγμάτων όπως το Kung Fury –ταινίας που αποτελεί στην ουσία ένα κινηματογραφικό mashup της ποπ κουλτούρας των ‘80s– από πλευράς γενιών που δεν έχουν γαλουχηθεί ή νιώσει έστω των απόηχο πραγμάτων όπως ο Highlander ή το Karate Kid. Η κοινή βάση όλων αυτών πρέπει να αναζητηθεί εντέλει στο πώς η ίδια η έννοια της ποπ κουλτούρας συστήνεται μέσα από την ταινία.
Ας αραδιάσουμε πρώτα τα βασικά spoilers: ο έφηβος slacker Marty McFly ταξιδεύει άθελά του τριάντα χρόνια πίσω στο χρόνο με μια μηχανή που κατασκεύασε ο Emmett Brown (Doc), εκκεντρικός επιστήμονας και προσωπικός του φίλος. Στην προσπάθειά του να συναντηθεί με τον Doc για να επιστρέψει στο κανονικό του έτος (1985), πέφτει πάνω στη μητέρα του, η οποία τον ερωτεύεται ακαριαία (πρόβλημα #1). Πρόβλημα #2: τα 1,21 «jigawatts» που απαιτούνται για το ταξίδι στο χρόνο· στα 1985 παράγονται με πυρηνική αντίδραση μέσω πλουτωνίου, αλλά τα σχετικά αποθέματα έχουν τελειώσει μετά το ταξίδι και το μόνο που μπορεί να του προσφέρει αυτή την απαραίτητη ενέργεια είναι ένας κεραυνός. Ευτυχώς, γι’ αυτό η λύση έρχεται άμεσα κι εύκολα: χάρη σε ένα φυλλάδιο που κουβαλά πάνω του, γνωρίζει την ακριβή ώρα κρούσης του κεραυνού που καταστρέφει το ρολόι του δημαρχείου του Hill Valley. ΟΚ, όλα καλά, μπορεί να επιστρ … oh wait! Η μητέρα του είναι ερωτευμένη μαζί του, όχι με τον πατέρα του, άρα η ύπαρξη του Marty τίθεται εν αμφιβόλω. Πρέπει λοιπόν να φέρει τους γονείς του σε επαφή, ώστε να γνωριστούν, να ερωτευθούν κτλ κτλ. Πώς το κάνεις όμως αυτό, όταν ο πατέρας σου είναι νέρντουλο κι η μητέρα σου παρθενόπη; Γι’ αυτό απαιτείται μια πολύ ευρύτερη, συνθετότερη, αλλά και επικινδυνότερη γνώση, που συμπυκνώνεται στο απλό ερώτημά του προς τον Doc:
Εδώ βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, ένας βασικός λόγος για τον οποίο η ταινία ξεφεύγει από τα όρια του κλασικού comic science fiction. Στην ουσία, το BttF, ένα χρόνο μετά το πρώτο Terminator, φέρνει ξανά στο προσκήνιο την ιδέα του ταξιδιού στο χρόνο, συμπλέκοντάς την όμως με μία τελείως απλή, αφελή υπόθεση, βασισμένη σε καθημερινές ονειροφαντασίες: «πώς θα ‘ταν αν ζούσα όταν τα έφτιαχναν οι γονείς μου;»· ή ακόμη: «πώς θα με κοίταζε άραγε ο κόσμος γύρω τριάντα χρόνια πριν, αν κυκλοφορούσα ανάμεσά τους όπως είμαι σήμερα;». Αυτά τα ερωτήματα αποτελούν την βασική ύλη της ταινίας, η κεντρική πλοκή της οποίας, ας μην ξεχνάμε, αρχίζει να ξετυλίγεται αφού περάσουν πρώτα γύρω στα 40 λεπτά· στο μεταξύ, μας έχουν παρουσιαστεί κεντρικές πτυχές του παρόντος του Marty, καθώς και διάσπαρτα στοιχεία για το παρελθόν των γονιών του λ.χ. μέσα από αφηγήσεις τους.
Όταν πραγματοποιεί όμως το ταξίδι στο χρόνο, δεν φαίνεται να είναι με κανένα τρόπο προετοιμασμένος για μια πολιτισμική σύγκρουση· οι πρώτες του αντιδράσεις μαρτυρούν ελάχιστη συνείδηση του πού (ή πότε) βρίσκεται, ενώ ερμηνεύει τις εμπειρίες του σαν όνειρο. Στην πορεία της ταινίας, ο Marty δεν θα αποκτήσει ποτέ πλήρη συνείδηση ότι δεν είναι εξωτερικός παρατηρητής ενός κόσμου που εξελίσσεται ανεξάρτητα από αυτόν. Σε αυτό βοηθά και το συγκεκριμένο περιβάλλον, που διαφέρει από το παρόν του αρκετά μεν ώστε ο ίδιος να προξενεί περιέργεια στους ανθρώπους της εποχής, ταυτόχρονα δε και τόσο λίγο, ώστε αυτή η περιέργεια να μην καταλήγει σε οποιασδήποτε μορφής υποψία· τον θεωρούν είτε απλώς παράξενο είτε ηλίθιο. Οι ομοιότητες, με άλλα λόγια, των δύο γενιών είναι περισσότερες από τις διαφορές. Αυτό το περιβάλλον-ετερότητα που συγχωρεί ακόμη και μια διακριτική εισαγωγή νεωτερισμών είναι που ο Marty καλείται να κατανοήσει και να επεξεργαστεί χωρίς να αποκαλύψει την ταυτότητά του· να «διαρρήξει» δηλαδή, κατά κάποιο τρόπο, ώστε να επιστρέψει στο παρόν του.
Κι εδώ ακριβώς αναδεικνύεται η οργανική σχέση της ποπ κουλτούρας αναφορικά με την πλοκή: ο Marty είναι ένας έφηβος, frontman σε σχολική hard rock μπάντα, έχει «heavy», όπως επαναλαμβάνει, καταναλωτικά όνειρα (π.χ. τζιπ, σπίτι σε προνομιακή περιοχή, ενθουσιάζεται με την εικόνα της οικογένειάς του στο τέλος της ταινίας κ.ά.) – μοιράζεται δηλαδή τα βασικά εκείνα χαρακτηριστικά ενός chaotic good μεϊνστριμά, μιας αντιπροσωπευτικής τέλος πάντων φιγούρας νέου μεσαίας τάξης της εποχής του. Προορισμός του ταξιδιού του δεν είναι τα ‘60s, ούτε τα ‘70s, από τα οποία μάλλον διατηρεί στο κάτω κάτω μνήμες· είναι τα ειδυλλιακά, οικογενειοκρατούμενα, συντηρητικά ‘50s.
Η επιλογή τους ως καθρέφτη των ‘80s είναι, νομίζω, πετυχημένη: πέρα από τον προφανή λόγο του ορίου των τριάντα χρόνων για τον διαχωρισμό δύο γενιών, προσφέρονται για γόνιμες συγκρίσεις, με βάση πάντα τις σχετικές όψεις της αμερικανικής ζωής που έχουν την τιμητική τους στην ταινία. Γεννημένοι εντός του χρονικού πλαισίου του Β’ Π.Π., οι νέοι των ‘50s αποτελούν ουσιαστικά το πρώτο ιστορικά νεανικό κοινό που αντιμετωπίζεται στο σύνολό του ως ξεχωριστό target group καταναλωτών. Στα ‘50s έχουμε και την ευρεία διάδοση της τηλεόρασης στην αμερικανική κοινωνία· ας θυμηθούμε το αστείο του Doc για τον ηθοποιό Reagan ως πρόεδρο της Αμερικής, σαν σχόλιο για την αυξανόμενη επιρροή της ως μέσου. Ταυτόχρονα, δειλή εμφάνιση κάνουν κάποια πρώτα σημάδια αμφισβήτησης του προπολεμικού status quo, ακόμη και με τη μορφή ενός ατομικισμού που αντιπαραβάλλεται προς την συμπαγή εικόνα της παραδοσιακής πυρηνικής οικογένειας. Αντιπροσωπευτική είναι η σκηνή, εξάλλου, όπου ο Marty φασώνεται με την έφηβη μητέρα του, ενώ εκείνη καπνίζει και πίνει ως ένδειξη παραβατικότητας· όταν αυτός προσπαθεί να την αποτρέψει, τον κατηγορεί ότι ακούγεται σαν τη μητέρα της.
Είναι άραγε η γραφικότητα της αναπαράστασης των ‘50s με τα καθαρά κτίρια και τους ανέμελους ανθρώπους αναμεμειγμένη με μια (ισχυρή) δόση νοσταλγίας για την περίοδο; Παρότι σατιρίζεται ο Reagan και προβάλλεται θετικά μια εφηβική παραβατικότητα που δεν φτάνει σε ακραία σημεία, η ταινία κάθε άλλο παρά ριζοσπαστική μπορεί να θεωρηθεί. Τουναντίον, αυτό που διαπερνά τη ραχοκοκαλιά της υπόθεσης είναι η βαθιά πίστη στο αμερικανικό όνειρο: όλα τα κεντρικά πρόσωπα επαναλαμβάνουν λίγο πολύ τη φράση «if you put your mind to it, you can accomplish anything».
Αν δούμε πιο αφαιρετικά την εξέλιξη της οικογένειας McFly στην ταινία, παραβλέποντας για μια στιγμή ότι μεσολαβεί ένα ταξίδι στο χρόνο, έχουμε να κάνουμε με την αφήγηση της κοινωνικής ανόδου μιας τυπικής οικογένειας λευκών Αμερικανών. Τα ιδιαίτερα ιδεατά χαρακτηριστικά της: το σπίτι στα προάστια μιας μικρής πόλης, η κατοχύρωση μιας υλικής ευδαιμονίας με πλούσια διακοσμημένη μονοκατοικία και δύο αυτοκίνητα, formal ντύσιμο ακόμη και στην καθημερινότητα και επιτυχημένη επαγγελματική σταδιοδρομία όλων των μελών της οικογένειας· όλα αυτά ως αποτέλεσμα μίας και μόνης πράξης που ανάγεται σε βάθος τριάντα χρόνων και προκύπτει σχεδόν εκ του μηδενός, χωρίς σπουδαία πρότερη προετοιμασία. Ας προσθέσουμε σε αυτά την ιδέα του επιστήμονα που λειτουργεί χωρίς επικοινωνία με τον έξω κόσμο στο κλειστό του εργαστήριο στο γκαράζ του σπιτιού του και θα έχουμε μπροστά μας την πλήρη εικόνα ενός εξιδανικευμένου ατομικισμού, που μπορεί να υποτάσσει ακόμη και την έννοια του χωροχρόνου στο κυνήγι της «ευτυχίας». Δεν χρειάζεται, πιστεύω, να αναφέρω καν ποιος ηθοποιός-πολιτικό πρόσωπο κουόταρε σε ομιλία του το «Where we ‘re going, we don’t need roads», καταληκτήρια φράση της ταινίας.
Nuff wit’ dis shiiiet, όμως, ξεφύγαμε. Η ποπ κουλτούρα πού κολλάει σε όλο αυτό; Έχοντας περιδιαβάσει τα περί εκλεκτικών συγγενειών μεταξύ των δύο γενιών, νομίζω πως αναδεικνύεται μία ιδιότυπη συνέχεια σε επίπεδο ιδεών, υπό διαφορετικούς όρους και ένταση, ως προς ό,τι συμπυκνώνεται στον όρο «αμερικανικό όνειρο». Στο πρώτο BttF, η μορφή που επιλέγεται για να αναδειχθεί αυτή η συνέχεια δεν αφορά την πολιτική λ.χ. ένταξη των εκάστοτε νέων, ούτε μορφές κοινωνικής αμφισβήτησης στο σχολικό λ.χ. περιβάλλον. Κινηματογραφικά βρισκόμαστε στη χρυσή εποχή των action και high concept movies και τέτοια ζητήματα ταυτότητας εκφράζονται κατεξοχήν μέσω της ποπ κουλτούρας, ακόμη και σε μια ταινία που –όπως είπαμε– αποτελεί κομμάτι της. Πρόκειται για αυτό το χωνευτήρι που θα επιτρέψει την όσμωση δύο γενιών τόσο ετερόκλητων, όσο αυτή των ‘80s με αυτή των ‘50s, με τα τελευταία να επιλέγονται και να παρουσιάζονται ως τμήμα ενός συνεχούς που ξεκινά από τις απαρχές του αμερικανικού ονείρου και καταλήγει στον ανερχόμενο νεοφιλελευθερισμό των ‘80s.
Ας το σκεφτούμε λίγο: δεν υπάρχει λόγος ούτε για Βιετνάμ, ούτε για counterculture κινήματα στην ταινία· πηδάμε από τα 1955 στα 1985 και τανάπαλιν. Όταν ο Marty ταξιδεύει στα 1955, δεν συναντά ένα περιβάλλον τελείως ξένο για τον ίδιο, αλλά κάτι το οποίο μπορεί να αποδειχθεί πηγή διασκέδασης, κάτι cool· είναι οι επιστημονικοί φόβοι του Doc που τον αποτρέπουν από αυτή την ανάμειξη. Το μέλλον στο σίκουελ, μετά από τέσσερα χρόνια, δεν είναι δυστοπικό, αλλά αισιόδοξο κι οι άνθρωποι –ο Doc δηλαδή, αν και το κατά πόσο εμπίπτει στην εννοιολογική κατηγορία «άνθρωπος» το αφήνω στην κρίση σας– θέλουν να ταξιδέψουν σε αυτό όχι για να αποτρέψουν πιθανά σφάλματα της ανθρωπότητας, αλλά για να θαυμάσουν την αναμενόμενη τεχνολογική πρόοδο. Το ίδιο το κομμάτι που επιλέγει ο Marty για να κλείσει το σχολικό χορό (Johnny B. Goode) έχει μεν κατακριθεί για προβολή της λευκής ταυτότητας εις βάρος των αφροαμερικανών –ενώ το παίζει ο Marty, υπάρχει τηλεφωνική επικοινωνία προς τον Chuck Berry από έναν υποτιθέμενο ξάδερφό του, που του προτείνει να ακούσει «this new sound you were looking for»· το rock & roll ως ανακάλυψη λευκών– αλλά αφορά, όπως και να ‘χει, την ανοδική πορεία ενός «country (αρχικά ήταν colored) boy» στη μουσική σκηνή, από μηδενική βάση. Κι αν, από σκοπιά τεχνολογική, η επίτευξη ενός ταξιδιού στο χρόνο είναι κάτι στα 1985, το γεγονός ότι στα 1955 πραγματοποιείται υπό τις πλέον αντίξοες συνθήκες και τα πλέον πρωτόγονα μέσα –φάση «κεραυνός» = ανακάλυψη φωτιάς; λέω ‘γω τώρα, μήπως;– τι έχει να μας πει για τις ελπίδες μιας γενιάς στις δυνατότητες της ανθρωπότητας;
Σίγουρα, πολλά. Τα ‘παμε πριν, ξαναξεφύγαμε, ας κλείσουμε για να μην το χάσουμε. Στα ‘80s παρατηρείται αυξημένο ενδιαφέρον για science fiction ταινίες γενικά και ειδικότερα, ενδεχομένως, για ταξίδια στο χρόνο· στοTerminator, στο Star Trek, στο Twilight Zone, σε πιο μελό ταινίες, όπως τοSomewhere in Time (αξίζει την αναφορά, έκανε γνωστό στο ευρύτερο κοινό αυτό), παντού συναντά κανείς ίχνη ενός ανανεωμένου ενδιαφέροντος, μιας περιέργειας μάλλον των ανθρώπων για όψεις του παρελθόντος που είχαν μείνει μέχρι τότε στο περιθώριο, αλλά και για τους νέους δρόμους που ανοίγονται για την ανθρωπότητα μέσω της τεχνολογικής εξέλιξης. Ίχνη που παράλληλα παγιώνουν προσδοκίες και στόχους για αυτό το μέλλον. Απότοκο της εμφάνισης των υπολογιστών και των κατακτήσεων στον τομέα της εξερεύνησης του διαστήματος ή απόρροια της ωρίμασης της γενιάς της σεξουαλικής επανάστασης και των counterculture κινημάτων; Το αφήνω στην κρίση κάποιου άλλου συντάκτη· δεν είναι αυτό που με απασχολεί εδώ.
Αυτό που θέλησα να εξερευνήσω είναι πώς –στο παρασκήνιο μιας comic science fiction ταινίας– ενεργοποιείται η έννοια της ποπ κουλτούρας για να εξεταστούν ζητήματα ταυτότητας δύο γενιών που αποτελούν τον πυλώνα της ιδεολογίας του αμερικανικού ονείρου. Το στίγμα της σε οποιοδήποτε κινηματογραφικό και μη εγχείρημα με ταξίδια στο χρόνο έπεται έκτοτε είναι περισσότερο από φανερό. Πέραν τούτου όμως, αυτό που την καθιστά τόσο εμβληματική έχει να κάνει με τη συμβολή της στην ανανέωση κι εμπλουτισμό της περιέργειας για τις ίδιες τις μικρές συνήθειες και καθημερινές νοοτροπίες ενός ανθρώπινου κοινού που τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από τον κινηματογράφο: για την ποπ κουλτούρα εν γένει.
Υ.Γ. προς όσους αδημονούν για το Hoverboard. Ελπίζω μόνο η τιμή να μην κρύβει κάποια συμβολική σημασία.
Social Links: