Η επιβολή του ΦΠΑ στην ιδιωτική εκπαίδευση είναι ένα ζήτημα που απασχολεί ιδιαίτερα την επικαιρότητα, ήδη από τις αρχές Αυγούστου, όταν και προτάθηκε για πρώτη φορά, έως και σήμερα όπου ανατροφοδοτήθηκε με τις νέες δηλώσεις του Υπουργού Παιδείας, Νίκου Φίλη. Ας το πάρουμε όμως από την αρχή. Τον Αύγουστο, αρχικά, ανακοινώνεται η απόφαση της κυβέρνησης για επιβολή 23% ΦΠΑ στην εκπαίδευση καθολικά, χωρίς διαχωρισμό σε φροντιστήρια – νηπιαγωγεία – ΙΕΚ – και σχολεία, το μέτρο αυτό αναιρείται προεκλογικά από το ΣΥΡΙΖΑ που αναφέρει ότι σε περίπτωση που επανέλθει στην εξουσία θα το καταργήσει. Παρ’ όλα αυτά, μέσα στον πρώτο μήνα της νέας του διακυβέρνησης, από την αναζήτηση ισοδύναμων με σκοπό την αναστολή του μέτρου, τελικά περάσαμε στην εφαρμογή του μέτρου με κάποιες διαφοροποιήσεις.
Μετά τη μεγάλη ήττα της κυβέρνησης στη διαπραγμάτευση και τη συνθηκολόγηση που επέφερε το τρίτο μνημόνιο, είναι γνωστό ότι λίγος χώρος μόνο έχει απομείνει στην κυβέρνηση για την άσκηση μιας διαφοροποιητικής πολιτικής που θα άφηνε ένα θετικό στίγμα στην κοινωνία. Ακροβατώντας σε ένα τόσο στενό σκοινί κι έχοντας να διαχειριστεί μια άσχημη πραγματικότητα, σε κάθε περίπτωση, καλείται να επιλέξει είτε μεταξύ της αύξησης στο ΦΠΑ του βοδινού κρέατος είτε αυτού της ιδιωτικής εκπαίδευσης. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο μικροδιαχείρισης λοιπόν, η επιβολή του ΦΠΑ στην ιδιωτική εκπαίδευση αποτελεί ένα δίκαιο και κυρίως στοχευμένο μέτρο διαφοροποίησης και κοινωνικής ευαισθησίας στη σωστή κατεύθυνση. Εάν τελικά μας έδειξε κάτι το δημοψήφισμα, αυτό είναι ότι η κοινωνία έχει εξαθλιωθεί σε μεγάλο βαθμό καθιστώντας επιλογές που πριν καιρό θα φαίνονταν αστείες ως καταναγκαστικές και επιβεβλημένες από την πραγματικότητα.
Όπως κάθε πρωτοβουλία που ξεφεύγει από ένα συνηθισμένο πλαίσιο που για χρόνια είχε μείνει ανέγγιχτο, έτσι και αυτή η περίπτωση είναι προφανές οτι συνοδεύεται απο αντιδράσεις. Εάν σκιαγραφήσουμε και προσωποποιήσουμε αυτές τις αντιδράσεις, σε μεγάλο βαθμό θα δούμε μια πρωτοφανή ταύτιση με αυτούς που διαφωνούσαν με το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα του Αριστείδη Μπαλτά για την αναμόρφωση της παιδείας ενώ στο ίδιο πλαίσιο κινείται και η κριτική τους. Έτσι, μέσα από τον τύπο βλέπουμε ότι έγινε λόγος για αριστερή ιδεοληψία, για λαϊκισμό, και για το τελειωτικό χτύπημα στην παιδεία και στους αρίστους, ξεχνώντας το όλο πλαίσιο των προαπαιτούμενων και των θυσιών με κάθε κόστος που οι ίδιοι είχαν ως σημαία. Σημαντικότερο πρόβλημα όμως της μεταρρυθμιστικής δεξιάς είναι η έλλειψη θέσεων και αντιπρότασης, καθώς δεν έχει γίνει καθόλου λόγος για την εναλλακτική της αύξησης στο ΦΠΑ του κρέατος, αποφεύγοντας κάθε ευθύνη και τριβή. Αποκορύφωμα της ανεδαφικής κριτικής αποτελεί η επίκληση στον Μοσκοβισί και στο γεγονός ότι η επιβολή του ΦΠΑ στην ιδιωτική εκπαίδευση δεν αποτελεί προαπαιτούμενο μέτρο, απαγορεύοντας εμμέσως στην κυβέρνηση κάθε είδους άσκηση διαφοροποιητικής πολιτικής, και ακόμη περισσότερο ενοχοποιώντας τη λήψη κοινωνικών αποφάσεων.
Παράλληλα όμως, το μέτρο για την αύξηση του ΦΠΑ στην ιδιωτική εκπαίδευση εμπεριέχει λάθη και αστοχίες, τόσο στον επικοινωνιακό τομέα όσο και σε έναν πιο πρακτικό. Αρχικά, παραμένει ασυγχώρητο γεγονός ο προεκλογικός εμπαιγμός σχολείων και γονέων από τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα που ζητούσε από την υπηρεσιακή κυβέρνηση την απόσυρση του μέτρου, αναφέροντας πως θα το καταργήσει ο ίδιος με την επάνοδο του στην εξουσία, καθιστώντας δύσκολο κάθε οικογενειακό προγραμματισμό. Στη συνέχεια, σε ένα κοινωνικά στοχευμένο μέτρο όπως αυτό, θεωρείται ανεπίτρεπτη η επιβολή του ΦΠΑ στα φροντιστήρια, τόσο για τους μικροφροντιστηριάρχες, όσο και για τους ίδιους τους γονείς, «ακόμη και ενός συμβολικού ποσού πενταροδεκάρων» που άστοχα δήλωσε ο Ν. Φίλης, καθώς για αυτά δεν τίθεται ουσιαστικά θέμα επιλογής, αλλά επιβολής στους γονείς. Ακόμα, ανοικτό και προβληματικό παραμένει το ζήτημα της επιβολής ή μη του ΦΠΑ στους εργαζόμενους με μπλοκάκια στην εκπαίδευση, μια κοινωνική ομάδα ιδιαίτερα χτυπημένη από τις ίδιες τις εκπαιδευτικές ανεπάρκειες και την απουσία προστατευτικής νομοθεσίας.
Στην πραγματικότητα όμως, εάν έρχεται κάτι στο προσκήνιο, αυτό είναι η ανάγκη για μια ριζική μεταρρύθμιση στην εκπαίδευση, όχι ως προϊόν διαλόγου με το παλιό αλλά ως προϊόν προοδευτικής πρωτοβουλίας από το καινούριο, με το ζήτημα του ΦΠΑ να αποτελεί το κερασάκι σε μια τούρτα διαφορετικών προσεγγίσεων με το κοινωνικά προσδιορισμένο παρελθόν. Μια ριζική μεταρρύθμιση, που τόσο θα αφαιρεί τα άτυπα και άνομα προνόμια των ιδιωτικών σχολείων, όπως τις εικονικές βαθμολογίες, τις διευκολύνσεις σε απολυτήριες εξετάσεις και το περαιτέρω βάρος στα μαθήματα της κατεύθυνσης στο λύκειο, όσο και θα αναμορφώνει το δημόσιο σχολείο, καθιστώντας το πυρήνα της μόρφωσης και όχι απλά ένα ανταγωνιστικό πεδίο παραγωγής αρίστων. Παρ’ όλα αυτά για μια ριζική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση χρειάζεται κυρίως τόλμη και πρωτοβουλίες. Κάθε είδους υποχώρηση στο ζήτημα της επιβολής φόρου στην ιδιωτική εκπαίδευση –και ειδικά σε γυμνάσια και λύκεια– αποτελεί πράξη ατολμίας και φόβου και σίγουρα κακή αρχή για ένα πολυαναμενόμενο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα.
Social Links: