Στο μυθιστόρημα του Thomas Pynchon Inherent Vice παρουσιάζεται η ιστορία ενός μονίμως μαστουρωμένου ιδιωτικού ντετέκτιβ, ο οποίος αδυνατεί να προσαρμοστεί στο τέλος του ατελείωτου πάρτι της δεκαετία του ’60 και να υποστεί τις συνέπειες που έχει η αυγή της δεκαετίας του ’70, η οποία προσελάμβανε τα χαρακτηριστικά ενός hangover απ’ τη δεκαετία που προηγήθηκε.
Η διετία του 2004-2005 ήταν μια διετία-σύμβολο της ευημερίας του ελληνικού κράτους. Πρώτα ο Ρουβάς, μετά το Euro, μετά οι Ολυμπιακοί, η Παπαρίζου, το Eurobasket. Ο Έλληνας της διετίας 2004-2005 ζούσε σε ένα ξέφρενο πάρτι εθνικής υπερηφάνειας που ήρθε ως επιστέγασμα του σαθρού εκσυγχρονισμού δύο τετραετιών Σημίτη και ως άμεσο αποτέλεσμα της ουσιαστικά μη ύπαρξης σοβαρών ειδήσεων.
Ακριβώς δέκα χρόνια μετά τα πράγματα μοιάζουν πλέον απίστευτα διαφορετικά. Ο Έλληνας της διετίας 2014-2015 έχει συντριβεί πλέον στην ύπαρξη τόσο πολλών και τόσο σοβαρών ειδήσεων. Ευρωεκλογές, μνημόνια, περικοπές συντάξεων, κυβέρνηση της αριστεράς, συντριβή της από τους δανειστές, δημοψήφισμα, δεύτερες εκλογές, νέου τύπου αριστερά. Όλα μοιάζουν να κινούνται τόσο γρήγορα και έτσι μαστουρωμένοι, καθώς είμαστε, από το αδιανόητο καλοκαίρι του 2015, σχεδόν αδυνατούμε να ξυπνήσουμε μπροστά σε μια ανθρωπιστική κρίση που δεν διαδραματίζεται πλέον κοντά στα σύνορα μας, αλλά μέσα σε αυτά. Οι εικόνες έρχονται σπασμωδικά και χάνονται, όπως οι πρώτες στιγμές μετά από τη λιποθυμία.
Η φόρμα που έχει δώσει το Instagram, το Facebook και τα memes έχουν δώσει στην τέχνη της φωτογραφίας έναν αναβαθμισμένο ρόλο. Οι φωτογραφίες που έρχονται από τα νησιά αυτά γίνονται γρήγορα viral, ταξιδεύουν σε όλο το διαδίκτυο και εν πολλοίς εκτός από το να συγκινούν, δραστηριοποιούν. Μέχρι στιγμής, η ευαισθησία της κοινής γνώμης βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την καλλιτεχνική έμπνευση των φωτογράφων που βρίσκονται κοντά στην τραγωδία. Μας βουτάει για λίγο στον κουβά με το παγωμένο νερό και μετά μας βγάζει από εκεί να ξεχαστούμε στη μαστούρα μας. Πλέον όμως οφείλουμε μετά από τα χαστούκια που μας έδωσαν οι φωτογράφοι στη Λέσβο, την Κω και τη Λέρο να ξυπνήσουμε από τη θολούρα όσων προηγήθηκαν στα εσωτερικά της χώρας.
Κάθε μέρα πνίγονται στα νερά του Αιγαίου νέοι, γυναίκες, παιδία, ηλικιωμένοι, μεσήλικες. Άνθρωποι που άφησαν τις εστίες τους λόγω του πολέμου, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή στην πολιτισμένη Ευρώπη. Εμείς μέσα στη θολούρα όλων όσα έχει φέρει η οικονομική κρίση πρέπει να βρούμε λύσεις πάνω σε ένα πρόβλημα τόσο σύνθετο που μοιάζει σχεδόν άλυτο. Και πάλι βλέπουμε τις φάτσες όσων μας στοίχειωσαν το καλοκαίρι να εμφανίζονται ταυτόχρονα ως σκληροί τεχνοκράτες αλλά και ως το πρόσωπο της «φιλόξενης» Ευρώπης.
Πριν λίγες μέρες ο Αλέξης Τσίπρας και ο Μάρτιν Σουλτς πρωταγωνίστησαν σε μια τελετή υποδοχής στα ευρωπαϊκά εδάφη 30 μεταναστών και προσφύγων και μίλησαν έχοντας ως φόντο της περίφημη πλέον φωτογραφία των γιαγιάδων της Λέσβου -που ενδυματολογικά ίσως και να παραπέμπουν και στη δική μας προσφυγιά μετά την Μικρασιατική Καταστροφή- και ταΐζουν με θαλπωρή και αγάπη ένα προσφυγόπουλο. Η θαλπωρή της Γηραιάς Ηπείρου προς τον νέο κόσμο που ταλαιπωρείται από πολέμους και πείνα. Στις δύο άκρες της φωτογραφίας η ελληνική σημαία από τη μια και η σημαία της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την άλλη. Ένας εύπεπτος συμβολισμός: οι ηγέτες των κρατών και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί μπροστά να οδηγούν τους ευρωπαϊκούς λαούς που αντιμετωπίζουν με ανθρωπιά την προσφυγική κρίση προς την επίλυσή της. Πάντα στον ορίζοντα η προοπτική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μέσω της τόνωσης αυτού που ονομάζουμε «ευρωπαϊκή κοινή γνώμη». «Το ζήτημα δεν είναι εθνικό, αλλά ευρωπαϊκό» υπογράμμισαν όλοι όσοι μίλησαν μπροστά από τις γιαγιάδες της φωτογραφίας, που δεν έμοιαζαν και πολύ να ακούν τα όσα ειπώθηκαν.
Η πραγματικότητα όμως για τη συντριπτική πλειοψηφία των προσφύγων είναι τελείως διαφορετική. Όσοι σωθούν και δεν πνιγούν μπαίνοντας εντός των ευρωπαϊκών συνόρων θα βρουν μια Ευρώπη τελείως μπερδεμένη και άβουλη. Στην πραγματικότητα, οι πολιτικοί είναι εκείνοι που κρύβονται πίσω από τις γιαγιάδες. Σαφές πλάνο δεν υπάρχει, ενώ κάθε κράτος μοιάζει να υιοθετεί τη δική του μεταναστευτική πολιτική. Με αυτή την έννοια, οι γιαγιάδες της Λέσβου και ο φούρναρης από την Κω είναι ένα ευχάριστο διάλειμμα μετά το ταξίδι στη λέμβο και πριν την εχθρική αντιμετώπιση στον πυρήνα της Ευρώπης σε κράτη όπως η Σλοβενία και η Ουγγαρία. Ένα ωραίο γκράφιτι για να στολίσει τα ψηλά τείχη που τους αποκλείουν την ασφαλή είσοδο στην Ευρώπη να δείχνει σε ανθρώπους που τα έχουν χάσει όλα στη πατρίδα τους το τι χάνουν με το να μην καταφέρνουν να βρουν καινούργια. «Μπορεί να μην σας αφήνουμε να μπείτε στα εδάφη μας, αλλά κοιτάξτε πόσο πολιτισμένοι και τι άνθρωποι είμαστε».
Μέσα σε αυτό το πλέγμα ανίκανων και άβουλων ηγετών, η μόνη ουσιαστική λύση μοιάζει να είναι αυτή που υπό άλλες συνθήκες θα έμοιαζε ονειροπόλα: η λήξη του πολέμου. Ωστόσο, τα πράγματα μοιάζουν τόσο περίπλοκα στη Συρία, με τη δημιουργία στρατοπέδων, με την εμπλοκή των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες υπερασπίζονται αντικρουόμενα στρατόπεδα και με τον ISIS, ώστε να φεύγει και αυτό γρήγορα-γρήγορα από τις επιλογές μας.
Σε ένα άλλο μυθιστόρημα, πολύ αρχαιότερο από το εκείνο του Pynchon, στο Farewell to Arms του Hemingway, ο αφηγητής Frederic Henry που συμμετέχει στο πλευρό του ιταλικού στρατού στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όντας τραυματισμένος βρίσκεται μακριά από την πρώτη γραμμή μάχης, αλλά όταν πληροφορείται την περιπλοκότητα της κατάστασης στα βουνά της Αυστρίας, αναρωτιέται μήπως πλέον οι πόλεμοι της εποχής του είναι διαφορετικοί από τους προηγούμενους, μήπως οι πόλεμοι πλέον είναι φτιαγμένοι για να μην τελειώνουν ποτέ.
Social Links: