Ο θρύλος λέει πως ένα ωραίο απόγευμα ο Robert Rodriguez έβλεπε B-movies στο σπίτι του Tarantino, και κάποια στιγμή τους προέκυψε η ιδέα που το 2007 οδήγησε σε αυτό: Η…

Η ζωή, ο θάνατος και η ανάσταση του Grindhouse Cinema: από το Κραχ του ’29 στη σύγχρονη λατρεία του cult

Ο θρύλος λέει πως ένα ωραίο απόγευμα ο Robert Rodriguez έβλεπε B-movies στο σπίτι του Tarantino, και κάποια στιγμή τους προέκυψε η ιδέα που το 2007 οδήγησε σε αυτό:

2

Η ταινία δεν πήγε και πολύ καλά εισπρακτικά, αποφέροντας μόλις 11,5 εκατομμύρια δολάρια από τα 53 που κόστισε η παραγωγή της. Ο πολύς Harvey Weinstein δυσαρεστήθηκε, αλλά ένα συγκεκριμένο τμήμα του κοινού καταευχαριστήθηκε, γιατί ικανοποιήθηκε η δίψα του για cult κινηματογράφο με σύγχρονο πρόσημο. Η ταινία ήταν ένα κανονικό double feature (δηλαδή δύο ταινίες) με απολαυστικά ψεύτικα τρέιλερ (προσωπικό μου αγαπημένο το Thanksgiving του Eli Roth) και ψεύτικες διαφημίσεις στη μέση.

 

Το είδος στο οποίο απέτισαν φόρο τιμή οι δημιουργοί ήταν αυτό του grindhouse cinema. Πρόκειται για ένα είδος που λατρεύεται από πολλούς ενώ συγχέεται με τις B-movies. Συνήθως, η διαισθητική διάκριση των οπαδών αφορά τις B-movies ως φτηνές παραγωγές β διαλογής (πχ γελοίες ταινίες επιστημονικής φαντασίας της δεκαετίας του 1950) και τις ταινίες grindhouse ως αιματηρές, σοκαριστικές και κακοφτιαγμένες ταινίες της δεκαετίας του 1970. Η διάκριση είναι ενδιαφέρουσα και έχει βάση αισθητικά, αλλά νομίζω πως είναι ενδιαφέρον να μιλήσουμε λίγο και για το grindhouse σε πιο συστηματική βάση, βάζοντας κάτω από τον μεγεθυντικό μας φακό και την ίδια την ιδέα του grindhouse ως cult. Δεν σκοπεύω βέβαια να διορθώσω κάποια υποτιθέμενη ιστορική αδικία εδώ, αφού οι αντιλήψεις των ανθρώπων για τα πράγματα είναι αυτό που μετράει στο τέλος. Αντίθετα, η cult-οποίηση των πράγματι απολαυστικών grindhouse ταινιών έχει πολλά να κερδίσει αν συμπεριλάβει την πορεία του είδους μέσα στον χρόνο.

tumblr_ma47c00w1d1qiibi6o1_1280

Κατ’ αρχάς, το grindhouse αρχικά δεν ήταν είδος κινηματογράφου. Ας δούμε τον ορισμό του Λεξικού της Οξφόρδης:

“cinema showing a variety of films in continuous succession, usually with low admission fees and freq. concentrating on material regarded as of poor quality or little merit. Also: a burlesque theatre; a strip club”.

Αυτός ο ορισμός περιέχει όλα τα στοιχεία που θα μας απασχολήσουν στη συνέχεια του άρθρου.

Τα grind house theaters ήταν σινεμά στο κέντρο πόλεων των ΗΠΑ, με εβληματικότερα αυτά της 42ης οδού στη Νέα Υόρκη, κοντά και πάνω στην Times Square. Το βασικό τους χαρακτηριστικό ήταν ότι πρόβαλλαν ταινίες σχεδόν όλη την ημέρα σχεδόν συνεχόμενα, με πολύ χαμηλό εισιτήριο. Έχουν συνδεθεί με ένα συγκεκριμένο στιλ (και όχι είδος) ταινιών –χαμηλή ποιότητα, έμφαση στη βία, κ.ο.κ–, αλλά η πραγματικότητα είναι κάπως πιο περίπλοκη.

Η πρώτη εμφάνιση του όρου ανιχνεύεται μάλλον στον Μεσοπόλεμο, και συγκεριμένα στο τεύχος Δεκεμβρίου του σημαντικού περιοδικού Variety το 1923. Ήδη από την εμφάνιση του όρου τα σινεμά αυτά αντιμετωπίζονταν αρνητικά, και συνδέονταν με καμπαρέ και οίκους ανοχής που βρίσκονταν στις ίδιες περιοχές. Μάλιστα, το ίδιο το όνομα παρέπεμπε στον ‘bump ‘n’ grind’ χορό των καμπαρέ, λειτουργώντας εξαρχής ως στιγματισμός. Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι ο λόγος για τα grind houses ερχόταν από τα πάνω (μεγάλες εφημερίδες όπως οι New York Times, περιοδικά όπως το Variety, κριτικοί και επιφυλλιδογράφοι) και συνδεόταν με τις πολιτικές που ακολουθούσαν τα μεγάλα στούντιο του Χόλυγουντ.

7081fbb940f1325b9eca02dbf5422373

Κατά την λεγόμενη ‘Studio Era’ (δεκαετίες 1920-1950), τα μεγάλα στούντιο παραγωγής του Χόλυγουντ είχαν τον απόλυτο θεσμικό έλεγχο της παραγωγής, διανομής και κυκλοφορίας ταινιών. Σε συνδυασμό με τον περίφημο Κώδικα Hays, το κανονιστικό πλαίσιο της κινηματογραφικής βιομηχανίας ήταν ιδιαίτερα σφιχτό. Πρέπει να λάβουμε υπόψη, επίσης, ότι τα μεγάλα στούντιο σε αυτή την περίοδο παρήγαγαν εκατοντάδες ταινίες κάθε είδους και επιπέδου κάθε χρόνο, και όχι στοχευμένα blockbusters όπως αργότερα ή σήμερα. Έτσι, ανεξάρτητα σινεμά που δεν συνδέονταν με το δίκτυο των μεγάλων παραγωγών συχνά έμεναν εκτός της διανομής προς όφελος των σινεμά που ανήκαν ή που συνεργάζονταν με τα στούντιο. Έτσι, πολλά σινεμά στρέφονταν αναγκαστικά σε παραγωγές που σήμερα θα χαρακτηρίζαμε grindhouse. Ταυτόχρονα, πολλά grind house σινεμά έπαιζαν «κανονικές» ταινίες του Χόλυγουντ, συνήθως αργότερα από τα υπόλοιπα. Σημειωτέον ότι μια παραγωγή δεν ήταν απαραίτητα καλύτερου επιπέδου (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) επειδή την είχε γυρίσει κάποιο μεγάλο στούντιο. Ωστόσο, αν και τα grind houses πρόβαλαν και «κανονικές» ταινίες, η έμφαση από τον από τα πάνω λόγο δινόταν πάντα στις υπόλοιπες, που ήταν εξοβελιστέες.

 Σημαντικός σταθμός στην πορεία του φαινομένου ήταν το Κραχ του 1929 και τα αμέσως επόμενα έτη, γνωστά ως ‘The Great Depression’. Το μοντέλο λειτουργίας των grind houses, γνωστό τότε ως ‘grind policy’, επεκτάθηκε ραγδαία και σε σινεμά που δεν το ακολουθούσαν έως τότε, λόγω της οικονομικής κρίσης. Η συνεχής προβολή ταινιών ανεξαρτήτως περιεχομένου, καθώς και το χαμηλό εισιτήριο γενικής εισόδου (η οποία σήμερα είναι αυτονόητη) έφεραν αλλαγές και διαμαρτυρίες: το γεγονός ότι ο καθένας μπορούσε με την αγορά ενός εισιτηρίου να καθίσει οπουδήποτε μέσα στο σινεμά, και όχι σε θέση ανάλογα με την τιμή, έφερε μια ανάμειξη των κοινωνικών τάξεων εντός της αίθουσας. Παράλληλα, πολλά σινεμά πωλήθηκαν για να γίνουν grind houses, γεγονός που δημιούργησε αρνητικές εντυπώσεις στους κριτικούς. Οι ίδιες οι χαμηλές τιμές των εισιτηρίων θεωρήθηκαν ως δείγμα της χαμηλής ποιοτικής και ηθικής στάθμης του κοινού, σε σινεμά μάλιστα που μέχρι πρότινος θεωρούνταν «κανονικά». Αυτό το φαινόμενο μάλιστα έχει ειδική βαρύτητα σε μια περίοδο που στις ΗΠΑ αυξήθηκε ο λόγος περί ταξικότητας και πάλης των τάξεων (με αρνητικό πρόσημο συνήθως).

movie-theaters-vintage-cult-theatres-flat-lrg-b

Το grind policy είχε ως βασικό συστατικό την προβολή δύο ταινιών με ένα εισιτήριο (double feature) σε κάθε προβολή, πρακτική που υιοθετούσαν όλο και περισσότερα σινεμά στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης. Το μοντέλο επεκτάθηκε από τη δεκαετία του 30 και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 50 κυριαρχούσε σε όλη τη χώρα –από εκεί μάλιστα προέρχεται ο όρος ‘B-movie’, δηλαδή η κατώτερης ποιότητας ταινία που προβαλόταν πριν από την ‘A-movie’ με το ίδιο εισιτήριο. Έτσι, και καθώς το κοινό λάτρεψε αυτή την πρακτική, ήταν δυσκολότερη η περιθωριοποίηση των grind houses, που ακολουθούσαν πρώτα την πρακτική. Ωστόσο, τα τελευταία δεν είχαν το μοντέλο ως απαράβατο κανόνα, προβάλοντας συχνά την ίδια ταινία επαναλαμβανόμενα για ολόκληρη την ημέρα, χωρίς διακρίσεις σε A/B movies. Η grind policy ήταν λοιπόν και απειλή για τα υπόλοιπα σινεμά, εκτός από ανάγκη. Παράλληλα, και τα ίδια τα μεγάλα στούντιο χρησιμοποιούσαν τα grind houses για να βγάλουν τα έξοδα των πραγωγών, επιτρέποντας την προβολή των ταινιών τους αφού ειχαν προβληθεί στα «κανονικά» σινεμά.

Η διαδικασία απαξίωσης όμως δεν ήταν μονόπλευρη: συχνά τα ίδια τα grind houses αυτοπαρουσιάζονταν ως χώροι εναλλακτικού κινηματογράφου, περιφρονώντας το ‘box-office poison’ των μεγάλων στούντιο. Το είδος των ταινιών που έπαιζαν τα grind houses εξαρτώνταν βασικά από τους ελάχιστους ανεξάρτητους παραγωγούς και διανομείς, όπως οι Astor Pictures, Realart Pictures, Dominant Pictures. Αυτοί τα προμήθευαν και με ορισμένες «κανονικές» ταινίες, αλλά βασικά το προϊόν τους αποτελούνταν από western, ταινίες τρόμου και επιστημονικής φαντασίας. Παράλληλα, ήδη από τη δεκαετία του 30 προβάλλονταν ταινίες sexploitation, που ξεκίνησαν ως κινηματογραφημένοι χοροί σε καμπαρέ. Έτσι, ενώ στις δεκαετίες του 30 και του 40 ένα μεγάλο ποσοστό των θεατών ήταν γυναίκες, τα grind houses έγιναν εν πολλοίς ανδρικοί χώροι. Ορισμένοι εμπλεκόμενοι στον κύκλο των grind houses υπερασπίστηκαν αυτήν την τάση στηλιτεύονταν την υποτιθέμενη ‘middlebrow leisure culture that was feminized through metaphors of consumption and domesticity’.

grindhouseone3big

Οι ταξικές συνδηλώσεις του λόγου εναντίον των grind houses κορυφώθηκαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο λόγω της μαζικής μετακίνησης λευκών μεσοαστικών στρωμάτων από το κέντρο των πόλεων προς τα προάστια (white flight). Έτσι, τα grind houses έμειναν σε σημεία που θεωρούνταν ως ταξικά –άρα και ηθικά– κατώτερα, και κατηγορήθηκαν πως εμπόδιζαν την μεταπολεμική ανάπτυξη μέσω του εξευγενισμού. Οι ίδιες οι αρχές, βέβαια, ευνοούσαν την γκετοποίηση των περιοχών όπου βρίσκονταν τα grind houses μέσω κανονισμών για την χωροταξία των πόλεων. Τα grind houses θεωρούνταν πλέον ως τόποι εγκληματικότητας –στοιχείο όχι απαραίτητα λανθασμένο–, με αποτέλεσμα μεταξύ άλλων την περαιτέρω αποθάρρυνση του γυναικείου κοινοί από το το να πάει σε αυτά. Στις επόμενες δεκαετίες, αυτό το άρωμα παραβατικότητας ενίσχυσε την συγκρότηση του κινηματογραφικού είδους του grindhouse ως χώρου περιπέτειας και απαγορευμένης απόλαυσης. Σημαντικό στοιχείο εδώ είναι η έκρηξη στη δεκαετία του 70 των ταινιών blaxploitation, που είχαν για τους μαύρους θεατές έντονη τη χροιά της ριζοσπαστικότητας. Τα στρώματα αυτά είχαν περιοριστεί εν πολλοίς στο κέντρο των πόλεων και γκετοποιούνταν συστηματικά, και καταναλώνοντας αυτές τις ταινίες, που συχνά απεικόνιζαν θέματα όπως το εμπόριο μαύρων σκλάβων με ασυνήθιστη ωμότητα και ρεαλισμό, χρησιμοποιούσαν αυτό το τμήμα της αναδυόμενης ποπ κουλτούρας ως πολιτικό εργαλείο.

coffy-original

Στην περίοδο μετά την Studio Era, τα μεγάλα στούντιο προσανατολίστηκαν πλέον στην παραγωγή λιγότερων ταινιών, στοχευμένων blockbusters πλέον, που ανήκαν σε συγεκριμένα είδη (πχ η έκρηξη του western). Ταυτόχρονα χαλάρωνε και το θεσμικό πλαίσιο για τη διανομή των ταινιών, οπότε οι ανεξάρτητοι παραγωγοί μπορούσαν να στοχεύουν συγκεκριμένες μερίδες του κοινού με ταινίες απρόσιτες μέχρι τότε.

Οι εισαγόμενες ταινίες θεωρούνταν συχνά εξίσου ξένες προς το mainstream των αμερικανικών ταινιών, με αποτέλεσμα να συγχέονται με τις «χαμηλότερης στάθμης» ταινίες των grind houses. Έτσι, στη βάση της πολιτικής της μαζικής προβολής σχεδόν οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια τους, τα grind houses έπαιζαν ευρωπαϊκές ταινίες τέχνης, προβάλοντας εν μέρει τη διαφορετικότητά τους και εν μέρει παραπλανώντας το κοινό με σεξουαλικοποιημένες διαφημίσεις ταινιών όπως το Ρώμη, Ανοχύρωτη Πόλη.

 Ταυτόχρονα, από τα μέσα της δεκαετία του 60 τα grind houses εστίασαν ιδιαίτερα στο πορνό, σοφτ στην αρχή και hardcore από τις αρχές της επόμενης δεκαετίας. Διατήρησαν, βέβαια, τον βασικό τους χαρακτήρα προβάλοντας κυρίως ένα μείγμα από ταινίες είδους– με βασικό νέο παίκτη τις εισαγόμενες από την Ασία ταινίες πολεμικών τεχνών– και από μέινστριμ ταινίες που είχαν κάνει τον κύκλο τους σε άλλα σινεμά. Όπως έλεγε ένας παραγωγός της εποχής για τα grind houses: “If it’s an action movie, a thriller, a horror picture, we buy it sight unseen. If it’s some kinda drama, some picture with a lot of dialogue, we might want to look at it first to make sure it’s not all talk.” Βέβαια, υπήρχαν και περιπτώσεις όπου ταινίες προοριζόμενες για grind houses έφτασαν και αγαπήθηκαν από ευρύτερο κοινό, με πιο χαρακτηριστικό το Texas Chainsaw Massacre του 1974.

42nd_St,_NYC,_Lyric_Theatre,_1985

Η ανάπτυξη της βιντεοκασέτας στη δεκαετία του 80 έδωσε το βασικό χτύπημα στα grind houses, με αποτέλεσμα να παρακμάσουν. Έτσι, στις δεκαετίες του 90 και του 2000, το είδος (αφού δεν υπήρχαν πλέον σχεδόν καθόλου σινεμά) απέκτησε την αύρα του cult. Το Χόλυγουντ έκανε προσπάθειε να απορροφήσει αυτό το ρεύμα, πετυχαίνοντας εν μέρει και ενσωματώνοντας το λευκό μεσοαστικό κοινό που θεοποιούσε το grind house ως πηγή εναλλακτικής διασκέδασης. Το ίδιο το grind house, βέβαια, όπως είδαμε, δεν ήταν ποτέ σε κάθετη και απόλυτη αντίθεση με το Χόλυγουντ, αλλά είχε μια περίπλοκη και δυναμική σχέση με αυτό. Η λατρεία του grind house σχετίζεται εν μέρει με τη λατρεία του απαγορευμένου και με τη θεοποίηση αυτού που θεωρείται άξιο περιφρόνησης, στο πλαίσιο της επανανοηματοδότησης πολλών αντιστοιχών ρευμάτων από τη δεκαετία του 90 και μετά.

Βασικά στοιχεία της θεοποίησης του grind house και των b-movies είναι αφενός η περιφρόνηση προς το μέινστριμ, όπως την είδαμε, σε άλλες περιστάσεις βέβαια, και από τα ίδια τα grind houses, και αφετέρου η προσομοίωση ενός φαντασιακού κινδύνου ή μιας παρανομίας. Το τελευταίο, βέβαια, έχει, άθελά του, την τάση να επιβεβαιώνει τον από τα πάνω λόγο περί εγγενούς ανηθικότητας ενός είδους ή μιας ομάδας ανθρώπων: υποδυόμενοι τους παρίες που διασκεδάζουν με χαμηλής ποιότητας ταινίες σε επικίνδυνα μέρη, οι μεσοαστοί της δεκαετίας του 2000 εγγράφουν στην ποπ κουλτούρα τον λόγω περί «επικίνδυνων τάξεων», ο οποίος εκπορευόταν βέβαια από εκείνους που γκετοποίησαν τις περιοχές των grind houses. Ταυτόχρονα, η θεοποίηση των ίδιων των ταινιών αγνοεί συχνά στοιχεία όπως το trivialization των ναζί μέσα από το υποείδος των nazisploitation και η κακοποίηση ζώων κατά την παραγωγή κάποιων ταινιών.

Όλα αυτά βέβαια δεν σημαίνουν ότι το cult του grindhouse είναι εγγενώς κακό∙ η αναγωγή πραγμάτων σε cult είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο των τελευταίων δεκαετιών και πολλές φορές είναι και άκρως απολαυστική. Γνωρίζοντας τι ήταν πράγματι το grind house δεν χάνει κανείς την απόλαυση της παρακολούθησής του. Η γνώση της περιπλοκότητας και των διαδρομών των πραγμάτων, άλλωστε, είναι από μόνη της μια μεγάλη πηγή απόλαυσης. Σε αυτό σίγουρα συμφωνούν και δημιουργοί που προσεγγίζουν το παρελθόν με αγάπη και σεβασμό, όπως έκαναν οι δύο αξιότιμοι κύριοι το μακρινό 2007.

4331665_orig

Πηγές:

David Church, Grindhouse Nostalgia. Memory, Home Video and Exploitation Film Fandom, Edinburgh University Press, 2015

David Church, «From Exhibition to Genre: The Case of Grind-House Films». Cinema Journal 50:4 (καλοκαίρι 2011), σ. 1-25. Διαθέσιμο εδώ.

http://www.grindhousedatabase.com/index.php/Main_Page

Δείτε:

http://www.thecinemasnob.com/ (Video reviews πολλών ταινιών grindhouse)

http://cinemassacre.com/category/moviereviews/monstermadness/ (ο αγαπημένος μου James Rolfe σε ετήσια αφιερώματα στο σινεμά τρόμου. Αξίζει ξεχωριστό άρθρο-αφιέρωμα από μόνος του. Ίσως έρθει.)