Γιάννης Ποταμιάνος (ως ισοδύναμο του rudy) Έχοντας ξεπετάξει στα γρήγορα τον τελευταίο δίσκο (Zipper Down) των Eagles of Death Metal, τα γεγονότα της 13ης Νοεμβρίου στο Παρίσι οδήγησαν σε μία…

Skra Archives: Rudy’s diary #2

Γιάννης Ποταμιάνος (ως ισοδύναμο του rudy)

Έχοντας ξεπετάξει στα γρήγορα τον τελευταίο δίσκο (Zipper Down) των Eagles of Death Metal, τα γεγονότα της 13ης Νοεμβρίου στο Παρίσι οδήγησαν σε μία έξτρα ακρόαση του. Πόσο τραγικά εντωμεταξύ πλέκει η ζωή το νήμα της όποιας πορείας/μοίρας, να αποκτήσει μια μπάντα δημοσιότητα εξαιτίας μιας τρομοκρατικής επίθεσης, κάνοντας επίδειξη μακάβριου και χαιρέκακου χιούμορ. Και κάπου εκεί εμφανίζεται και το πρωί της επομένης της επίθεσης ο Άρης Πορτοσάλτε να πλέκει το εγκώμιο των EODM, τονίζοντας ότι παίζουν μια χαρά μουσική, καμία σχέση με… – και κάπου εκεί χάνεται ο λόγος του, προσπαθώντας να επισημάνει ότι δεν παίζουν death metal δηλαδή, οπότε απλά κομπιάζει και σταματάει να μιλάει, όχι από συγκίνηση, μα από ανικανότητα έκφρασης. Ο δίσκος παρουσιάζει ενδιαφέρον, γεμάτος με feelgood στιγμές, groove και party διάθεση, θα έλεγε κανείς ότι συγκεντρώνει τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την μπάντα, αλλά και ολόκληρη την πληγείσα από τους τζιχαντιστές περιοχή.

Ψάχνουμε αυτόν που ευχήθηκε με όλη του τη δύναμη να ζήσουμε λίγη Ιστορία γιατί του φαινόταν ελαφρώς ανιαρή η ζωή του.

Πριν μερικά χρόνια περιμέναμε το Earth Rocker των Clutch να κυκλοφορήσει και την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να περιορίσει τη λιτότητα εντός ευρωζώνης. Η μοίρα κάτι μας πήρε, κάτι μας άφησε. Στο Psychic Warface οι Τεξανοί συνεχίζουν να βαράνε, το είδος τους δε σηκώνει  πειραματισμούς  παρά μόνο καλό groove, κι έτσι μόλις ξυριστούν και οι χίπστερς θα είμαστε απόλυτα ικανοποιημένοι. Και ίσως έτοιμοι να υποδεχτούμε την αλλαγή των συσχετισμών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όσοι θα έχουμε επιζήσει τελοσπάντων.

1

«Μέσα στην κρίση υπάρχουν ευκαιρίες και Έλληνες που διαπρέπουν», διαβάζουμε ένοχα σε κάτι φρη πρες για κάποιους που σκέφτηκαν να κάνουν delivery σαλάτες (προφανώς και «έπιασε»). Θα αντιπροτείνουμε τους συνΈλληνες Stonebringer και το North Winds από το οποίο αξίζει μία ακρόαση το Pan. Με κύρια επιρροή τους Mastodon, πετάνε μέσα εντέχνως (γιατί σκέφτηκες το Θηβαίο τώρα και συγχύστηκες, ηρέμησε) και greek folk στοιχεία, με το αποτέλεσμα να δένει και να είναι ελκυστικό.

Σύγχυση και απορία προκάλεσε το team του facebook, εξαιτίας της ενδιαφέρουσας απάντησής του σε report των συνεργατών μου για ποστ με βίντεο-ομιλία του Χίτλερ, ότι δεν βρήκε κάτι σχετικό με hate speech και violence σε αυτό. Έμεινα να το κοιτάζω ανέκφραστος κανένα πεντάλεπτο, σκεπτόμενος ότι έπρεπε λογικά να στείλει κάποιος κεφάλι αλόγου στο κρεβάτι του ζουκερμπεργκ ,δηλαδή , για να κινηθούν τα νήματα.

Έπειτα από μπαράζ ατυχών κινήσεων (το διαλύουμε, δε το διαλύουμε, τελευταίος δίσκος, τελευταίος μετά τον τελευταίο) οι Scorpions έπραξαν ορθώς και επανακυκλοφόρησαν τους δίσκους της περιόδου 1977-1988, με bonus πλήθος από καλούδια, όπως ακυκλοφόρητα demo. Το Midnight Blues Jam από το Taken by Force δεν έχει καν στίχους, παρά μόνο τον Meine να ωρύεται με βραχνάδα και γρέζι dadada. Ωραίες εποχές. Επίσης οι Γερμανοί δεν ακύρωσαν τις προγραμματισμένες τους εμφανίσεις σε Γαλλία και Βέλγιο, μία κίνηση που τη λες και όμορφη, απ’τη στιγμή που για το παριζιάνικο κοινό ήταν κάτι παραπάνω από μία συναυλία.

2

Έχοντας ξεφουσκώσει ελαφρώς πλέον η μόδα των soupergroups, παραμένουν τα λίγα που μάλλον είχαν κάτι να πουν και να προσθέσουν, εκτός από μηδενικά στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς. Ένα τέτοιο είναι οι The Winery Dogs, οι οποίοι αποτελούνται από τους Richie Kotzen, Mike Portnoy, Billy Sheenan και θα τους ταμπελιάσουμε αναφέροντας ότι παίζουν hard blues rock, μα και τόσο progressive όσο να μη γίνονται κουραστικοί. Δεύτερος δίσκος φέτος για τα παιδιά, Hot Streak, και φυσικά ακούμε ακόμη το ντεμπούτο του 2012, ειδικά το σπαρακτικό The Dying, όνομα και πράγμα.

Εξαιρετική περίπτωση αποτελούν οι Καναδοί Dead Quite, όπου ο πρώτος και ομώνυμος δίσκος τους διακατέχεται από μία πολυσυλλεκτικότητα. Stoner, doom, ψυχεδέλεια και progressive rock στοιχεία, και πολλά από αυτά βρίσκονται στο Home is Where you go to die.

Απέναντι στη σειρά Fargo υπήρχε ένας κάποιος -θα λέγαμε- δισταγμός. Ίσως ο ίδιος δισταγμός που κυρίευσε τους δαπίτες όταν έπρεπε λόγω μόδας να αφήσουν μούσι.  Έχοντας την ταινία των Cohen στο top3 των δημιουργιών τους, ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω πως είναι τόσο ανεξήγητα καλή η σειρά. Και ο δεύτερος κύκλος. Χιονισμένες, αδιάφορες αμερικάνικες πόλεις της Μινεσότα των 70’s, και καταθλιπτικά μίζερες ζωές αδιάφορων ανθρώπων είναι το φόντο, πάνω στο οποίο χώνονται δολοφόνοι, γκάνγκστερς και local sheriffs και όλο αυτό γίνεται τόσο τέλειο ως θέαμα στο τέλος. Α, βλέπουμε και τον αγαπημένο Nick Offerman κάπου εκεί τριγύρω.

αρχείο λήψης

Οι Foals ευθύνονται για το υπέρτατο My Number, χιτάκι ικανό να λυγίσει και τον πιο σκληρό μεταλλά, μπας και το κουνήσει λίγο. Επέστρεψαν, λοιπόν, εφέτος με φρέσκο υλικό (What went down) και τον frontman της μπάντας, Yannis Philippakis, υπεύθυνο για τη διατήρηση του υψηλού επιπέδου των συνθέσεων. Περί καλού, ποιοτικού indie ο λόγος, και το Mountain At My Gates καλείται πάλι να σπάσει μέσες και ομοφοβικές αντιλήψεις που οδηγούν τους νεανίες μακριά από το λίκνισμα και το ενδεχόμενο ζευγάρωμα.

Στροφή προς το hard rock των Thin Lizzy και των Zeppelin έκαναν φέτος (και) οι the Sword. Με έναν εκπληκτικό δίσκο που πάει καρφί για τα καλύτερα της χρονιάς, καθώς δυσκολεύεσαι να εντοπίσεις κάποιο filler. Πέρα από το καθόλου αντιπροσωπευτικό δείγμα του δίσκου, αλλά απόλυτα εθιστικό Seriously Mysterious, στο The Dreamthieves βρίσκεις τον ενθουσιασμό που χάθηκε στο πέρασμα των χρόνων από το Legend των Witchcraft. Οι τελευταίοι, ευτυχώς, έδωσαν σημεία ζωής και θα είναι κοντά μας με νέο δίσκο το Γενάρη του 16.

Τον ίδιο μήνα, την ημέρα των γενεθλίων  του (8/1), αποφάσισε ο τεράστιος David Bowie ως ημέρα κυκλοφορίας του Blackstar. Ο κύριος David Robert Jones δεν είναι απλά ένας καλλιτέχνης που περιφέρει το κουφάρι του ωθούμενο από την αίγλη του παρελθόντος. Επέστρεψε έπειτα από δεκαετή απουσία το 2013 με το (rock) The Next Day, αφήνοντας ευχάριστα άφωνους κριτικούς και κοινό, ενώ τώρα κάνει λόγο για υλικό με experimental jazz στοιχεία και δίνει ένα πρώτο δείγμα, ένα δεκάλεπτο ηχητικό και οπτικό αριστούργημα. Ο υιός Jones παρεμπιπτόντως κρύβεται πίσω από το Warcraft, έχοντας ήδη ετοιμάσει τη δική του επιστροφή τον Ιούνιο με την τρίτη, κατά σειρά, μεγάλου μήκους ταινία του (μετά τα Moon, Source Code).

img57806_2246831e459f872cdb70e70548557c78

Κάνοντας λόγο για αριστουργήματα και ταινίες, κυκλοφόρησε και το The Wall του Roger Waters, όπου ουσιαστικά είναι το αποτέλεσμα του μεγαλειώδους θεάματος του Waters, διανθισμένο με ένα road movie στο οποίο περιγράφεται το ταξίδι για την εύρεση της λύτρωσης και το ξόρκισμα των (προερχόμενων από το θάνατο του πατέρα του στον WWII) τραυμάτων. Είναι γνωστό ότι δεν πρόκειται για μία αναβίωση του έργου των Pink Floyd, αλλά για μία προσπάθεια εξέλιξης του, αναπτύσσοντας το από τη σκοτεινή ατομική εσωστρέφεια και τοποθετώντας το σε πανανθρώπινο επίπεδο. Μία ευκαιρία είτε να βιώσεις ξανά την ανατριχίλα (ε δε λέμε υπερβολές τώρα) των συναυλιών του 11 και του 13, είτε να μετανιώνεις για πάντα που δεν παρευρέθηκες.  Μερικές σκηνές είναι διαβολεμένα επίκαιρες. Όταν το τείχος γεμίζει με τα θύματα της τρομοκρατίας (έννομης ή μη), θύματα όλων των ηλικιών σε Ιράκ, Νέα Υόρκη, Παλαιστίνη, Μαδρίτη, Λονδίνο. Ή όταν το τείχος υψώνεται ολόκληρο, απειλητικά συμπαγές, οι συσχετισμοί με το τεράστιο προσφυγικό κύμα των ημερών μας είναι αναπόφευκτοι.

8666408800_f3140d8866_b

Μέσα στα 24 χρόνια που πέρασαν από το θάνατο του Freddie Mercury έχουν λίγο-πολύ γραφτεί και ειπωθεί όλα, όπως και το ότι ήθελε να ηχογραφεί υλικό μέχρι την ύστατή του στιγμή. Στο επίσημο documentary των Queen ο Brian May εξιστορεί  : “And Freddie, at that time, said, “Write me stuff. I know I don’t have very long. Keep writing me words. Keep giving me things. I will sing and then you can do what you like with it afterwards, you know, finish it off.” And so I was writing on scraps of paper these lines of Mother Love. He was dying and he did those things and he knew he would be dead when they were finished. And we got to the last verse and he said, “Oh, I’m not up to this now, I need to go away and have a rest. I’ll come back and finish it off”. And he never came back. That was the last moment that I had with him in the studio.”

Ο Φοίβος Δεληβοριάς είναι μία κατηγορία από μόνος του. Μακριά από τη σοβαροφάνεια του έντεχνου αλλά και από το αδικαιολόγητα πομπώδες ύφος της ελληνικής alternative σκηνής, από το 2010 που άλλαξε δισκογραφική, έχει το χρόνο και το χώρο να δημιουργήσει όπως αυτός πιστεύει. Το αποτέλεσμα είναι δύο δίσκοι σε 6 χρόνια, με τον τελευταίο (Καλλιθέα) να κυκλοφόρησε μόλις. Μικρές ιστορίες ασήμαντες μπροστά στην απόλυτη ύπαρξη αλλά σημαντικές εντός ενός μικρόκοσμου και δουλεμένες ενορχηστρώσεις/παραγωγές. Και όλα αυτά χωρίς να το κάνει θέμα. Χωρίς τα κομμάτια του να βροντοφωνάζουν «έχω να πω κάτι σπουδαίο» ή «θέλω να γίνω κλασικό», καταφέρνουν και παίρνουν μία κάποια θέση στην πραγματικότητα της ελληνικής μουσικής ιστορίας.

Η Chelsea Wolfe μας χάρισε ένα ακόμη αριστούργημα(Abyss). Ένα δημιούργημα απλουστευμένα πολύπλοκο, ιδιαζόντως και χαρισματικά οικείο, απόλυτα αφημένο στον πρωτόγονο, καρμικό, άυλο δίαυλο της ένωσης ακροατή και δημιουργού. Η παραπάνω πρόταση είναι μία δήθεν πρόταση που δε λέει τίποτα για το δίσκο. Θα μπορούσε να αναφέρεται σε οτιδήποτε. Σε ένα καραβίσιο στιγμιαίο καφέ ή σε ένα πιάτο σουτζουκάκια. Και είναι τραγικά αστεία η συχνότητα που επιλέγεται ο συγκεκριμένος τρόπος έκφρασης σε δισκοκριτικές και μη. Άκου το δίσκο όμως και μη γίνεσαι μισάνθρωπος τώρα, ντροπής πράγματα.

Χαμογελάτε είναι μεταδοτικό.

iovstefqmq512744c6e6d1e