(Spoiler warning για όσους/ες δεν έχουν δει ακόμα το «Abominable Bride»)
“Is this silly enough for you yet?”
-Moriarty
Sherlock! Μας συστήθηκε ως η σειρά με τους πανέξυπνους διαλόγους, τα συναρπαστικά μυστήρια –με τις ακόμα πιο συναρπαστικές λύσεις, την μοναδική κατάδυση στο μυαλό του πιο ιδιοφυούς ντετέκτιβ και ίσως το δυνατότερο bromance όλων των εποχών. Από την αριστουργηματική πρώτη σεζόν, συνέχισε με μια πολύ δυνατή δεύτερη και μια μετριότατη τρίτη. Η σειρά των Moffat και Gatiss -που μας προσφέρουν μόλις τρία επεισόδια ανα δύο χρόνια (σύμφωνα με τους πιο αισιόδοξους υπολογισμούς μας) επέστρεψε προχτές με το χριστουγεννιάτικο 90λεπτο special «The Abominable Bride», λαμβάνοντας μεικτές κριτικές.
Το επεισόδιο εκτυλίσσεται στη Βικτωριανή Αγγλία του 1895, στην εποχή δηλαδή όπου γράφτηκαν οι ιστορίες του Sherlock Holmes από τον Sir Arthur Conan Doyle. Παρακολουθούμε ένα μίνι reboot της ιστορίας, πώς τραυματίστηκε ο Watson (στον τότε Αγγλο-Αφγανικό πόλεμο), πώς γνωρίστηκαν με τον Sherlock και υπονοείται με ένα γρήγορο πέρασμα ότι οι ιστορίες που έχουμε παρακολουθήσει ήδη στην σύγχρονη εποχή έχουν εξελιχθεί παράλληλα και στον 19ο αιώνα. Sherlock και Watson ξεκινούν να εξιχνιάσουν το μυστήριο της «Abominable Bride» -Emilia Ricoletti, η οποία, έπειτα από τη δημόσια αυτοκτονία της επανεμφανίζεται ως «φάντασμα» για να δολοφονήσει τον άντρα της. Τη βοήθειά τους ζητά και η Lady Carmichael, της οποίας ο σύζυγος φαίνεται να απειλείται από τη «νεκρή νύφη». Ο Sherlock αρνείται να πιστέψει πως πρόκειται για φάντασμα και καταλήγει να αναρωτιέται πώς θα μπορούσε να επιζήσει κάποιος από μια σφαίρα στο κεφάλι (κάπου εκεί αρχίζει να συνδέει την υπόθεση της Ricoletti με αυτή του Moriarty και να διασκεδάζει στο μυαλό του την ιδέα ότι ο τελευταίος μπορεί και να είναι ζωντανός, όπως υπονοείται στο τέλος της 3ης σεζόν). Όταν ο Eustace Carmichael δολοφονείται τελικά, η υπόθεση φτάνει σε αδιέξοδο κι ο Sherlock, προκειμένου να προκαλέσει στον εαυτό του μια τεχνητή αναλαμπή, κλείνεται στο σπίτι του μαζί με μια γερή δόση κοκαΐνης. Κάπου εδώ αρχίζουν και περιπλέκονται τα πράγματα, γιατι εκτός από μια πολύ ζωντανή παραίσθηση-όραμα του Moriarty, τα ναρκωτικά καταφέρνουν να ξυπνήσουν τον Sherlock στη σύγχρονη εποχή, όπου ανακαλύπτουμε ότι όλο αυτό ήταν μια κατάδυση στο μυαλό του (στο «παλάτι του μυαλού του» όπως το αποκαλεί ο ίδιος), η οποία και πάλι έχει προκληθεί από ένα κοκτέιλ ναρκωτικών (-double Inception;).
Στην πραγματικότητα, βρισκόμαστε μόλις λίγα λεπτά μετά το τέλος των γεγονότων της 3ης σεζόν, όπου ο Sherlock προσπαθεί να καταλάβει με ποιον τρόπο θα μπορούσε να είναι ζωντανός ο Moriarty παραλληλίζοντας αυτό το μυστήριο με την παρόμοια (ανεξιχνίαστη μέχρι σήμερα) υπόθεση της Ricoletti. Από αυτό το σημείο και μετά, παρακολουθούμε ένα πέρα –δώθε ανάμεσα στο σήμερα και στο 1895, ενώ ο Sherlock προσπαθεί να λύσει και τα δυο μυστήρια. Τελικά είναι η Mary (σύζυγος του Watson /πράκτορας του Mycroft) αυτή που προσφέρει το τελικό κλου: τη βρίσκουν στο υπόγειο κάποιας εγκαταλελειμμένης εκκλησίας να παρακολουθεί μια ομάδα γυναικών, η οποία αποδεικνύεται ότι είναι … ένα death cult αποτελούμενο από «σουφραζέτες». Η αρχική νύφη –Ricoletti σκηνοθέτησε την αυτοκτονία της πριν τον τελικό θάνατό της, οπότε και ανέλαβαν οι «συντρόφισσές» της, εκ περιτροπής, το ρόλο της «νύφης», τιμωρώντας με θάνατο τους άντρες που τις κακοποιούσαν και αγνοούσαν (όπως μας ενημερώνει ο Sherlock).
Μερικά πέρα –δώθε στο χρόνο και κάμποσα οράματα ft. Moriarty αργότερα, ο Sherlock καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο Moriarty είναι σίγουρα νεκρός, αλλά «ξέρει τι θα κάνει έπειτα» κι αφηνόμαστε να υποθέσουμε ότι υπάρχει κάποιο σχέδιο που έχει τεθεί σε εφαρμογή από τον M. πριν το θάνατό του.
Το επεισόδιο είναι εξαιρετικά καλοστημένο (όπως πάντα) από άποψη σκηνικών/κοστουμιών, οι ερμηνείες άψογες, η μεταφορά στον 19ο αιώνα απολαυστικότατη (με μερικούς ειρωνικούς αναχρονισμούς), είδαμε για άλλη μια φορά υπέροχα οπτικά παιχνίδια (βλ. σκηνή με τα αποκόμματα) και πρωτότυπα σκηνοθετικά POV, έξυπνο χιούμορ (highlight η σκηνή με την αδέξια νοηματική του Watson) και άπειρα Easter eggs για τους fans των βιβλίων. Το ίδιο το μυστήριο της νύφης, αν και διάτρητο σεναριακά, ήταν διασκεδαστικότατο και μας κέρασε τις πιο καλοστημένες στιγμές αυθεντικού τρόμου σε ολόκληρη τη σειρά. Όμως…
Αυτό το επεισόδιο πάσχει από πολλές απόψεις: Οι λογικές τρύπες που εντοπίζει κανείς είναι ασυμβίβαστες με το ιδιοφυιές μυαλό του Sherlock -π.χ. Αν όλο αυτό λαμβάνει χώρα αποκλειστικά μέσα στο μυαλό του, τότε τα στοιχεία της υπόθεσης Ricoletti τα εφηύρε λιγότερο ή περισσότερο ο ίδιος, άρα δεν μπορούν να έχουν οποιαδήποτε βαρύτητα ως καταληκτικά συμπεράσματα για την παράλληλη υπόθεση Moriarty. Ακόμα κι αν είχε όντως απομνημονεύσει όλα τα αποκόμματα της εποχής και μόλις τώρα κατάφερε να τα συνδυάσει /αποκρυπτογραφήσει, ακόμα κι αν έχει απόλυτο δίκιο για τη «νύφη», είναι λογικό άλμα να συνεπάγεται ότι «αφού η Χ υπόθεση εξελίχθηκε έτσι, τότε και στην Ψ πρέπει να συνέβη το ίδιο».
Επίσης, μεγάλο κομμάτι των αρνητικών κριτικών φάνηκε να επικεντρώνεται στα (κατά πολλούς) αχρείαστα και συγχυτικά πέρα-δώθε απ’ τη βικτωριανή εκδοχή στο σήμερα, καθώς και στην καθυστέρηση της πραγματικής δράσης (βλ. κάψιμο 90 πολύτιμων λεπτών) χάριν ενός επεισοδίου που λαμβάνει χώρα αποκλειστικά στο μυαλό του Sherlock, με την απογοητευτική κατάληξη –ναι, ο Moriarty εξακολουθεί να είναι νεκρός.
Το πιο προβληματικό ζήτημα όμως, εντοπίζεται αλλού.
Στην εποχή όπου περισσότερο από ποτέ οι φανς μπορούν να επικοινωνήσουν τα συναισθήματά τους για τις αγαπημένες τους σειρές /βιβλία κτλ. στους δημιουργούς, βλέπουμε συχνά τους τελευταίους να ενσωματώνουν fan theories στα έργα τους, να αφουγκράζονται την κοινή γνώμη και τις παρατηρήσεις των fans προσπαθώντας να παράξουν ένα προϊόν το οποίο θα είναι οσο το δυνατόν ευρέως αποδεκτό (και επιτυχημένο). Προφανώς αυτό μπορεί να γίνει δίκοπο μαχαίρι: από τη μια είναι συναρπαστικό αυτό το είδος επικοινωνίας, αν το διαχειριστεί κανείς σωστά μπορεί να κάνει το κοινό μέτοχο της δημιουργικής διαδικασίας, ή έστω να πυροδοτήσει την έμπνευση του δημιουργού με πιο παραγωγικό (για όλες τις πλευρές) τρόπο. Από την άλλη, μπορεί να καταστήσει τους δημιουργούς έρμαια του κοινού (και κατ’ επέκταση των στούντιο –των τηλεθεάσεων /πωλήσεων).
Η περίπτωση του Moffat (και του Gatiss) γενικά στην καριέρα τους, ειδικά στο Sherlock και ειδικότερα στο τελευταίο επεισόδιο, εμπίπτει στην δεύτερη κατηγορία. Μέσα από ατέλειωτο fan –service, αυτοαναφορικότητα σε σημείο που η σειρά μοιάζει να κλείνει το μάτι στον εαυτό της μονίμως (κάτι που συμβαίνει κατά κόρον και στην έτερη σειρά με την οποία ασχολείται το δυναμικό ντούο –το Doctor Who), η πλοκή φτωχαίνει και σε πολλές περιστάσεις όλα μοιάζουν να λύνονται ως δια μαγείας, καθώς οι τρύπες στα υπερφιλόδοξα arcs καλύπτονται απ’ την αυταρέσκεια των δημιουργών και κάποιο επικό μουσικό χαλί.
Ο Moffat έχει κατακριθεί επανειλημμένα κατά τη διάρκεια της καριέρας του για τον σεξισμό του. Πέρα απ’ τον ατέλειωτο οχετό προσωπικών του δηλώσεων, οι γυναικείοι χαρακτήρες στα έργα του είναι σταθερά κακογραμμένοι, γεμάτοι στερεότυπα, άδεια κελύφη που χρησιμοποιούνται σαν φερέφωνα της ιδέας που έχει ο ίδιος για το γυναικείο φύλο. Χαρακτηριστικά, η ιδέα του Moffat για τη «δυναμική» γυναίκα είναι το στερεότυπο της γυναίκας –αράχνης, του αδίστακτου φονικού όπλου, είτε /και κάποια που απλά φωνάζει δυνατά one –liners. Από ένα σημείο και μετά λοιπόν (έπειτα από την κατακραυγή που εισέπραξε από ένα μεγάλο μέρος του fan base –κυρίως του Doctor Who), αποφάσισε να δώσει σε αυτό το κομμάτι του κοινού αυτό που νόμιζε ότι ήθελε. Το συνεχόμενο hatemail/φλεγόμενα πακέτα με κοπριά /κομμένα κεφάλια αλόγου στο κρεβάτι του (τι; όχι;) οδήγησαν σε αυτές τις αδέξιες προσπάθειες να χώσει εμβόλιμα και άτοπα «φεμινιστικά» δολώματα και στο DW και στο Sherlock. Φυσικά είναι εντελώς πλαστικές και άκυρες όλες αυτές οι απόπειρες, καθώς ο Moffat δεν έχει ιδέα τι πρέπει να κάνει.
Το κοινό που έχει ενστάσεις για τον σεξισμό/μισογυνισμό στα θεάματα που καταναλώνει δεν έχει ανάγκη από γκράντε λογύδρια χωρίς κανένα βάθος –ίσα ίσα για να τ’ ακούσει. Δεν θέλει υποβαθμιστικές ατάκες που στερεοτυπικά απευθύνονται προς γυναίκες να αντιστρέφονται απευθυνόμενες προς άντρες (αλλά αυτό νομίζει ο Moffat ότι είναι φεμινισμός, βλ. River Song, Missy, Irene Adler), δεν του προσφέρουν τίποτα τα gender swaps χωρίς λόγο και υπόβαθρο απλά για το εφέ (γιατί αυτό σημαίνει diversity για τον Moffat). Το μόνο που επιθυμεί αυτό το κοινό είναι να δει επιτέλους γυναικείους χαρακτήρες γραμμένους με βάθος, υπόσταση και λογική συνοχή.
«Μα… είναι λογικό να υπάρχει σεξισμός στο Sherlock, μιλάμε για χαρακτήρες γραμμένους σε μια άλλη εποχή». Ναι, στην εποχή όπου πρωτοαναπτύχθηκαν οι χαρακτήρες δεν υπήρχε καμία ιδιαίτερη ευαισθησία σε τέτοια θέματα, ειδικά σαν προβληματικές στη λογοτεχνία. Αλλά μιλάμε για τη μεταφορά στην σύγχρονη εποχή –κι αν μπορούμε να δεχτούμε την εισαγωγή σύγχρονης τεχνολογίας και όλο το σετ των αναχρονισμών πάνω στο ορίτζιναλ χωρίς να πεταρίσουμε βλέφαρο, γιατί όχι και μια υγιή προσαρμογή κοινωνικής εξέλιξης πάνω στους χαρακτήρες; Πως μπορούν να γίνουν πιστευτοί πρωταγωνιστές που υπάρχουν αποκλειστικά κλεισμένοι σε μια αεροστεγή φούσκα 19ου αιώνα, περιτριγυρισμένοι από όλα τα στοιχεία του 21ου;
Μερικοί θα διαφωνήσουν, λέγοντας ότι οποιαδήποτε αλλαγή πάνω στον πυρήνα του Sherlock (μισανθρωπισμός, πομπώδης συμπεριφορά, ψυχρή ιδιοφυία) θα ήταν καταστροφική. Ας πιάσουμε λοιπόν το παράδειγμα της Irene Adler (μιας και αναφέρεται και στο «Abominable Bride») και θα ανακαλύψουμε πως στην πραγματικότητα η ορίτζιναλ απόδοση του χαρακτήρα της από τον Doyle ήταν πολύ πιο ολοκληρωμένη και προοδευτική (πόσο μάλλον για την εποχή που γράφτηκε) σε σύγκριση με την Adler όπως την είδαμε στην εκδοχή του Moffat («A Scandal in Belgravia» S02,E01).
Στην ιστορία του Doyle λοιπόν («A Scandal in Bohemia», 1891), η Irene Adler σκιαγραφείται ως ένας πλήρως ανεπτυγμένος κι απολαυστικός χαρακτήρας, μια αυθεντικά δυναμική λάτρης της περιπέτειας, ανεξάρτητη κι επιτυχημένη τραγουδίστρια της όπερας, η οποία στο τέλος φέρεται να ξεπερνάει την ιδιοφυΐα του Sherlock, κερδίζοντας έτσι την εκτίμηση (ακόμα και την αγάπη του –ή όσο κοντά μπορεί να φτάσει ο Sherlock στην αγάπη). Επίσης ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι η Irene απορρίπτει αυτή την «αγάπη» και μαθαίνουμε αργότερα ότι φεύγει για την Αμερική, όπου τελικά παντρεύεται καποιον άλλον.
Φυσικά και υπάρχουν προβληματικά στοιχεία στην αφήγηση του Doyle: ο Sherlock καταλήγει να εκτιμά την Irene επειδή «έχει απορρίψει την αδύναμη γυναικεία της φύση» (η οποία κατά τον ίδιο είναι βασισμένη στο συναίσθημα και στο άκριτο ένστικτο) και το μυαλό της «λειτουργεί σαν αντρικό». Τα στοιχεία που πρέπει να κρατήσουμε όμως είναι το βάθος σκιαγράφησης του χαρακτήρα που επιφυλάσσει ο Doyle για την Adler και κυρίως η «πολυτέλεια» της αυτοδιάθεσης: δρα αυτόνομα, δίχως κάποιον άντρα να κατευθύνει είτε τις πράξεις, είτε τα συναισθήματά της.
Αντίθετα στην εκδοχή του Moffat, η Adler μας συστήνεται ως dominatrix (plot device που όπως αποδεικνύεται στη συνέχεια χρησιμοποιείται με αποκλειστικό σκοπό την –αχρείαστη- σεξουαλικοποίησή της). Σίγουρα είναι μια πανέξυπνη γυναίκα, αλλά πόσο πιασάρικο θα ήταν αυτό αν δεν την βλέπαμε και ολόγυμνη ή αν δεν την φαντασιωνόμασταν με δερμάτινα; Η ευφυΐα της προφανώς δεν είναι αρκετή, γιατί όπως ανακαλύπτουμε στη συνέχεια η Irene δεν είναι παρα μια πράκτορας –πιόνι του Moriarty, ο οποίος την κατευθύνει από την αρχή. Επιπλέον, οι σεναριογράφοι αποφασίζουν να κλέψουν τον τελικό θρίαμβο της Adler ολοκληρωτικά, αφού στο κρίσιμο κλού της ιστορίας δεν καταφέρνει να «ξεγελάσει» τον Sherlock, καθώς τα ντελικάτα, ροζ, γυναικεία συναισθήματά της την προδίδουν: είναι τόσο ερωτευμένη μαζί του που χάνει τη λογική της –και το παιχνίδι. (Ας θυμηθούμε εδώ ότι η Adler συστήνεται ως λεσβία αρχικά, οπότε οι Moffat -Gatiss προτείνουν στεγνά το γνωστό προσβλητικό στερεότυπο: απλά χρειάζεται «ο σωστός άντρας» για να «μεταστραφεί» μια ομοφυλόφιλη γυναίκα). Τέλος, σα να μην έφταναν οι υπόλοιποι ευτελισμοί του χαρακτήρα, στην τελευταία σκηνή βλέπουμε την Irene ως κλασσικό στερεότυπο damsel in distress, λίγο πριν την εκτέλεσή της, να διασώζεται την τελευταία στιγμή από τον ήρωα Sherlock.
Φυσικά αυτό δεν είναι το μόνο παράδειγμα προβληματικής απεικόνισης των γυναικών στο σύγχρονο σύμπαν του Sherlock, οι γυναικείοι χαρακτήρες λειτουργούν τις περισσότερες φορές σαν κουρασμένα στερεότυπα: ως απρόσωπα θύματα, ως απρόσωποι villains, ως ανέκδοτα / comic relief (Mrs. Hudson –η οποία αναλαμβάνει και το ρόλο μιας ρηχής μητρικής φιγούρας), ως σάκοι του μποξ για το μισανθρωπισμό του Sherlock (Molly +το υπόλοιπο γυναικείο καστ), ή σαν δολοπλόκες /double agents /γυναίκες –αράχνες (Irene, Mary). Αυτά τα στοιχεία του χαρακτήρα τους δεν χρησιμοιούνται έστω σαν μέρος αυτού, αλλά αναδεικνύονται αποκομμένα από σχεδόν οποιοδήποτε άλλο κοντεξτ. Αυτές οι γυναίκες δεν υπάρχουν στην ιστορία σαν ολοκληρωμένοι, πολύπλοκοι, αυτόνομοι χαρακτήρες, αλλά ως απλά μέσα προώθησης της δράσης και χρίζουν είτε λύπησης, είτε σύλληψης, είτε χλευασμού, είτε διάσωσης –πάντα από τους άντρες πρωταγωνιστές.
Στο «Abominable Bride», η νύφη-δολοφόνος χρησιμοποιείται απ’ το μυαλό του Sherlock απλώς σαν όχημα για να ξεκλειδώσει το μυστήριο του Moriarty, σε σημείο που στο τέλος οραματίζεται τον Moriarty ντυμένο με το νυφικό, στην πορεία όμως φυτεύει στοιχεία που καταλήγουν στην κορύφωση –λύση του μυστηρίου σαν ψευδοφεμινιστικός μονόλογος, όπου ο Sherlock αποποιείται φαινομενικά τις μισογυνιστικές του πεποιθήσεις (;) και αναθεωρεί την συμπεριφορά του απέναντι στις γυναίκες του επεισοδίου (/της ζωής του). Τα παράπονα της Mrs. Hudson, η Molly που αναγκάζεται να μεταμφιεστεί σαν άντρας για να δουλέψει στο ανδροκρατούμενο επάγγελμά της, η νύφη και οι «συντρόφισσές» της περνούν μπροστά απ’ τον φακό του, χρωματισμένες από μια αχνή στωική θλίψη που σιγοντάρεται από το μελαγχολικό μουσικό χαλί.
Ο μονόλογος του Sherlock περιγράφει ως «πόλεμο» τον «στρατό που καλλιεργείται κάτω απ’ τη μύτη μας» (παραφράζω ελαφρώς) από τις γυναίκες που «φροντίζουν το σπίτι μας, μεγαλώνουν τα παιδιά μας, αγνοημένες, πατροναρισμένες» κτλ. Από τη μια ρίχνει ένα κοκκαλάκι συμπόνοιας για τις δοκιμασίες των γυναικών της εποχής, από την άλλη εξισώνει τις δυο μεριές όταν μιλάει για «πόλεμο -η «μισή» ανθρώπινη φυλή εναντίον της άλλης «μισής» -λες και η γυναικεία «απειλή» της εποχής ήταν ισοδύναμη με την εξουσία που ασκούταν (και ασκείται ακόμα) συστημικά από τους άντρες /πατριαρχία προς τις γυναίκες.
Ενώ ο ίδιος μάς ενημερώνει αρχικά ότι το κίνημα των σουφραζέτων δημιουργήθηκε κατ’ αρχάς για τη διεκδίκηση του δικαιώματος ψήφου, έπειτα μας παρουσιάζει στη θέση αυτού του κινήματος μια μυστικιστική death cult, της οποίας η ατζέντα προφανώς περιλαμβάνει εκδικητικούς φόνους αντρών και πραγματοποίηση κρυφών τελετών στις κατακόμβες κάποιας εκκλησίας, ψέλνοντας κορακίστικα και φορώντας μοβ κουκούλες που θυμίζουν Κου Κλουξ Κλαν. Ω ναι! Ακριβέστατη απεικόνιση των σουφραζέτων –οι οποίες για την ιστορία, ενώ υπήρχαν, δεν είχαν οργανωθεί ακόμα στη Βρετανία της εποχής (το National Union of Women’s Suffrage Societies ιδρύθηκε το 1897, ενώ η δράση του Abominable Bride λαμβάνει χώρα το 1895).
Ίσως το πιο γελοίο κι εξοργιστικό στοιχείο είναι το γεγονός ότι ο Sherlock, ένας άντρας (και μάλιστα δηλωμένος μισογύνης), αναλαμβάνει να εξηγήσει τον «φεμινισμό» μέσα σε μια αίθουσα γεμάτη «φεμινίστριες» (γκουχ* mansplaining), οι οποίες παραμένουν σιωπηλές καθ’ όλη τη διάρκεια αυτού του λογυδρίου, χωρίς να τους δοθεί καν η ευκαιρία να εκφράσουν με δικά τους λόγια την άποψή τους. Ακόμα και η κατάληξη «(…) it’s a war the men must lose» είναι συγκαταβατική και πατροναριστική.
Συνοψίζοντας, παρακολουθήσαμε επί 90 λεπτά έναν άντρα να προσπαθεί να λύσει στο μυαλό του το μυστήριο ενός άλλου άντρα, χρησιμοποιώντας σα μοχλό την ιστορική καταπίεση των γυναικών, ιδωμένη μέσα απ’ τα μάτια του πρώτου άντρα.
Ο Moffat νομίζει ότι παρέδωσε αυτό που ήθελε το κοινό του, αλλά αυτό που κατάφερε ήταν να το προσβάλει ακόμα περισσότερο. Το μόνο που μένει να ανακαλύψουμε είναι αν όντως θα αλλάξει η συμπεριφορά του Sherlock προς τις γυναίκες με τις οποίες αλληλεπιδρά από δω και πέρα (δεδομένης της αναλαμπής που είχε μες το «παλάτι του μυαλού» του βεβαίως)…
Τέλος, μένει να ανακαλύψουμε και τη χρησιμότητα ή όχι του συνόλου της πλοκής αυτού του επεισοδίου, αν θα παίξει ουσιαστικό ρόλο στη συνέχεια της 4ης σεζόν (η οποία είναι προγραμματισμένη για το 2017) ή αν επρόκειτο για μια αυτόνομη ιστορία που χρησιμοποιήθηκε για να κατευνάσει τόσο τους απελπισμένους από την αναμονή fans, όσο (και αποτυχημένα) τους fans που περιμένουν ουσιαστικές αλλαγές στη γραφή της σειράς.
Social Links: