Γενικά, δεν είμαι θαυμάστρια της ελληνικής λογοτεχνίας. Αυτό ακούγεται ίσως λίγο σνομπ, αρκεί όμως να αναλογιστεί κανείς πόσο μικρή έκταση κατέχει η ελληνική λογοτεχνία στο τεράστιο εύρος της ευρωπαϊκής τέχνης…

«Δενδρίτες» της Κάλλιας Παπαδάκη: ένα διαμάντι της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας

Γενικά, δεν είμαι θαυμάστρια της ελληνικής λογοτεχνίας. Αυτό ακούγεται ίσως λίγο σνομπ, αρκεί όμως να αναλογιστεί κανείς πόσο μικρή έκταση κατέχει η ελληνική λογοτεχνία στο τεράστιο εύρος της ευρωπαϊκής τέχνης ή πόσο λίγα ονόματα συγγραφέων μάς έρχονται στο μυαλό όταν θέλουμε να μιλήσουμε για αξιόλογα ελληνικά έργα. Το φαινόμενο αυτό μπορεί να αναλυθεί μακροσκελώς καθώς οφείλεται σε πλήθος παραγόντων ιστορικών και πολιτισμικών· αντίστροφα, η μελέτη του μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικές ιστορικές και πολιτισμικές παρατηρήσεις σχετικές με την σύγχρονη ελληνική ταυτότητα. Δεν ξέρω αν θα ήταν σκόπιμο να προχωρήσω εδώ και τώρα σε αυτή την ανάλυση καθώς ακόμη δεν σας ξέρω, δεν με ξέρετε, ας μην τα πάρουμε τα πράγματα τόσο σοβαρά από την πρώτη συνάντηση…

Το θέμα είναι, πάντως, ότι ενώ πολλές φορές επιθυμώ διακαώς να διαβάσω έργα σύγχρονων Ελλήνων συγγραφέων (ανθρώπων που μιλάνε την ίδια γλώσσα και την ίδια αργκό με μένα, που περπατούν στους ίδιους δρόμους, που παρακολουθούν και σχολιάζουν τις ίδιες εξελίξεις, που βιώνουν αυτό το παράδοξο πράγμα που λέγεται «ελληνική πραγματικότητα») δεν βρίσκω τίποτα που να μου προκαλεί το ενδιαφέρον. Τυχαία λοιπόν, μια μέρα μια φίλη μου στέλνει αυτό: Δενδρίτες της Κάλλιας Παπαδάκη, η οποία έχει παραχωρήσει μία διαδικτυακή συνέντευξη προσγειωμένη αλλά και εμπνευστική και λέω εντάξει ας μας δώσω μία ευκαιρία στους Έλληνες γράφοντες, ας αλληλεπιδράσω με κάποιον που ξέρω πως μπορεί κάποια μέρα, να πετύχω σε κάποιο καφέ του κέντρου…

tumblr_static_old_typewriter_by_doulifee-d4qwm7e

Εν ολίγοις, στους Δενδρίτες περιγράφεται εκ παραλλήλου η πορεία ενός Έλληνα μετανάστη στην Αμερική της δεκαετίας του 20’ και η μετέπειτα ιστορία της οικογένειας του γιου του, με τις εσωτερικές και εξωτερικές διεργασίες τις οποίες βιώνουν τα μέλη της. Η ιστορία είναι καλογραμμένη και καλοραμμένη: η συνοχή της διατηρείται μέσα από τους δρόμους των συνειρμών, μέσα από τις εναλλαγές των φωνών των εσωτερικών μονολόγων, χωρίς καταφυγές σε τεχνάσματα απλοϊκά προκειμένου να κρατήσει τον αναγνώστη από το χέρι για να μην χαθεί. Γεγονότα με πολλαπλές ερμηνείες και εκφάνσεις συνυφαίνονται αρμονικά και σχηματίζουν μία αρκετά ευκρινή εικόνα της κοινωνίας και εποχής, από την οπτική γωνία του ασθενέστερου, αυτού που δεν έχει στα σύγχρονα πράγματα φωνή και λόγο, που πασχίζει σιωπηλά να πιαστεί από την κάθε ευκαιρία.

Κατ’ εμέ, η γράφουσα παράγει μέσω της μυθοπλασίας έναν ιδιότυπο κριτικό λόγο επί της σύγχρονης κατάστασης. Μετεμφυτεύει γεγονότα και δεδομένα της σημερινής εποχής, σε ένα άλλο τοπικό και χρονικό πλαίσιο το οποίο μπορεί να αναγνωστεί πιο αποστασιοποιημένα και παράλληλα να επιτρέψει μία κριτική ματιά που θα μπορούσε να εξαγάγει ιστορικά, κοινωνικά και πολιτισμικά συμπεράσματα. Μεταφερόμαστε σε μία άλλη εποχή κρίσης, σε αυτή της δεκαετίας του 20’, στην Αμερική της εξέλιξης, των ευκαιριών και των πάρτι, σε μία χώρα τέλος πάντων που «δεν μασάει» και πολύ από κρίσεις· ο ήρωας δεν είναι παρά ένας μετανάστης, που πασχίζει να ανακατευτεί με το πλήθος και να επιβιώσει. Δουλεύει ως εργάτης, μπλέκει με τα εγκληματικά παρακλάδια, είναι αυτός ο οποίος έχει λιγότερες ευκαιρίες σε σχέση με τους ντόπιους, είναι εν ολίγοις ένας μετανάστης σαν αυτούς που καθημερινά συναντούμε στους δρόμους της πόλης, μόνο που μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο δεν είναι «εμείς», είναι ο Άλλος. Παράλληλα, βλέπουμε πώς αναπτύσσονται τα φαινόμενα εγκληματικότητας στο παρακμάζον Κάμντεν, πώς φυτρώνουν από όλες τις πλευρές: από Ιταλούς, Ιρλανδούς, ντόπιους χωρίς διακρίσεις καταγωγής και οικονομικής κατάστασης.

NYC_Mulberry_Street_3g04637u

Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, οι σχέσεις που αναπτύσσονται είναι φορτισμένες από την βαριά ατμόσφαιρα που τις περικλείει και διατυπώνουν ασταμάτητα ερωτήματα περί ταυτότητας. Ο κεντρικός ήρωας, αναζητά παντού σημάδια και αποδείξεις της ελληνικής του καταγωγής, οι φίλοι του και η γυναίκα του είναι Έλληνες, το φαγητό του, οι συνήθειες του, είναι όλα ελληνικά. Κι ενώ ο γιος του, η δεύτερη γενιά, ενσωματώνεται πολύ περισσότερο από τους γονείς του στο αμερικανικό περιβάλλον, φαίνεται να διατηρεί κι αυτός στοιχεία μίας μακρινής εθνικής ταυτότητας. Οραματίζεται το άγνωστο, ιδανικό περιβάλλον της «πατρίδας», εκεί όπου όλα διακρίνονται μαγικά και τα προβλήματα θα λύνονται με τον πιο απλό τρόπο. Είναι συνήθη φαινόμενα, άλλωστε, ο μεν μετανάστης να παραμένει φαντασιακά προσκολλημένος σε οτιδήποτε του θυμίζει την πατρίδα που εγκατέλειψε και ο μετανάστης δεύτερης γενιάς να αναπτύσσει μία έντονη «νοσταλγία» για τον τόπο των προγόνων που αντιλαμβάνεται ως πατρίδα, τον οποίο ίσως να μην γνώρισε ποτέ και του οποίου ίσως να μην μιλάει καν τη γλώσσα. Παραδείγματα τα οποία αποδεικνύουν (και αυτά) ότι η εθνική ταυτότητα είναι ένα μέγεθος επίκτητο, κάποτε φαντασιακά κατασκευασμένο και ουδεμία σχέση έχει με βιολογικά/ανθρωπολογικά καταγωγικά κριτήρια.

Όλα τα παραδείγματα κοινωνικών φαινομένων και ερμηνειών εντάσσονται ομαλά μέσα στην πλοκή και συμπλέκονται με τις σχέσεις ανάμεσα στους χαρακτήρες. Όπως δηλαδή συμβαίνει με την απλή καθημερινή ζωή. Όταν η τέχνη το αναπαριστά αυτό με αλήθεια και φυσικότητα, συναντούμε συνήθως αξιόλογα αποτελέσματα. Γι’ αυτό, παρά τις υφολογικές αδυναμίες ή τις όποιες αντιρρήσεις μου περί της τεχνικής της Κάλλιας Παπαδάκη (οι οποίες πάντα θα υπάρχουν, θα το δείτε, είμαι ψυχαναγκαστικά αυστηρή, μπορώ να εντοπίσω υφολογικές αδυναμίες και στον Ντοστογιέφσκι αν χρειαστεί…), θεωρώ πως οι Δενδρίτες είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί, ως ένα καλό παράδειγμα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, για όλες τις προσωπικές ή συλλογικές ταυτίσεις και αποταυτίσεις που μπορεί να προκαλέσει σε επίπεδο αναγνωστικής απόλαυσης ή/και κριτικής.