Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε, Φάουστ
Σκηνοθεσία: Κατερίνα Ευαγγελάτου
Δημοτικό Θέατρο Πειραιά
ΦΑΟΥΣΤ: Το νοιώθω, άδικα σώριασα όλους τους θησαυρούς
Του ανθρωπίνου πνεύματος επάνω μου,
Κι’ όταν καθίσω τέλος κάτω,
Καμμιά καινούργια δύναμη μέσα μου δεν αναβλύζει·
Δεν είμαι ούτε μια τρίχα πιο ψηλός,
Δεν είμαι στο άπειρο πιο κοντά.[1]
Δίπλα στα ομηρικά έπη, στους τρεις μεγάλους τραγικούς, στον Σαίξπηρ και στον Δάντη μπορεί δίχως αμφιβολία να σταθεί ένας ποιητής μεγάλου βεληνεκούς, ο Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε (Johann Wolfgang von Goethe). Είχα τη χαρά να παρακολουθήσω πρόσφατα στον υπέροχο χώρο του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά για πρώτη φορά επί σκηνής το πρώτο μέρος του Φάουστ, σε μία παράσταση που ομολογουμένως έχει κάνει ιδιαίτερη αίσθηση. Το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και η εταιρεία «Λυκόφως – Γιώργος Λυκιαρδόπουλος» ανεβάζουν αυτό το αριστούργημα όχι μόνο της γερμανικής, αλλά και της παγκόσμιας δραματουργίας, σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου, δεκαέξι χρόνια μετά τον Φάουστ του Σπύρου Ευαγγελάτου στο Αμφι-θέατρο (1999).
Κατ’ αρχάς, λίγα λόγια τόσο για το ιστορικό πρόσωπο του Φάουστ, όσο και για το ίδιο το κείμενο θα ήταν χρήσιμο να αναφερθούν[2]. Ο Ιωάννης ή Γεώργιος Φάουστ (Johann Georg Faust) ήταν πολύ πιθανόν υπαρκτό πρόσωπο και υπολογίζεται ότι γεννήθηκε γύρω στο 1480 στην πόλη Κνίτλιγκεν της Βυρτεμβέργης και έζησε στη Νυρεμβέργη και στην Ίνγκολστατ. Έζησε, δηλαδή, την εποχή της Γερμανικής Αναγέννησης (15ος-16ος αιώνας), η οποία τότε στη Γερμανία συνδέθηκε στενά με τη θρησκευτική μεταρρύθμιση του Λουθήρου (καθιέρωση του Προτεσταντισμού ως τρίτου μεγάλου κλάδου του Χριστιανισμού). Γενικότερα, εκείνη την περίοδο οι μεσαιωνικές θρησκευτικές, και όχι μόνο, αντιλήψεις τέθηκαν σε έντονη αμφισβήτηση, σηματοδοτώντας, κατ’ αυτό τον τρόπο, την έναρξη μίας νέας εποχής. Για το πρόσωπο του Φάουστ μαθαίνουμε μέσα από λαϊκή φυλλάδα της εποχής[3] ότι υπήρξε ένας μάγος, αγύρτης ουσιαστικά, που έκανε περιοδείες σε διάφορες περιοχές της δυτικής Ευρώπης και παρουσιαζόταν ως αστρολόγος, γιατρός και αλχημιστής. Λέγεται, λοιπόν, ότι ήταν τόσο αδίστακτος, ώστε πούλησε την ψυχή του στον διάβολο.
Αυτή η ιστορία συγκλόνιζε τους ανθρώπους της εποχής, ενώ ταυτοχρόνως διέγειρε τη φαντασία τους, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένας θρύλος γύρω από το όνομα του Φάουστ. Στο πρόσωπό του πήρε μορφή το πρότυπο του αναγεννησιακού ανθρώπου, ο οποίος δεν διστάζει να αμφισβητήσει το μεσαιωνικό status quo και να διεκδικήσει με κάθε μέσο και κόστος την ελευθερία του. Πολλοί συγγραφείς έδωσαν μετέπειτα μορφή σ’ αυτό τον θρύλο, όπως ο Μάρλοου (Christopher Marlowe, Η τραγική ιστορία του δόκτορος Φάουστους, έκδ. 1604), ο Μπουλγκάκοφ (Mikhail Bulgakov, Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα, έκδ. 1967, γράφτηκε από το 1928 έως το 1940), ο Τόμας Μαν (Thomas Mann, Δόκτωρ Φάουστους, έκδ. 1947) και φυσικά ο Γκαίτε (Φάουστ, α΄ μέρος, έκδ. 1808 – Φάουστ, β΄ μέρος, έκδ. 1832), για τον οποίο μάλιστα αποτέλεσε έργο μιας ολόκληρης ζωής (ξεκίνησε να το γράφει από το 1773 σε ηλικία 24 χρόνων και το ολοκλήρωσε το 1831 στα 82 του χρόνια).
H σύλληψη του Γκαίτε έχει ως εξής: ο ποιητής παρουσιάζει τον Φάουστ ως έναν άνθρωπο που έχει φτάσει να κατέχει όλη την υπάρχουσα γνώση της εποχής, αλλά νιώθει πως δεν έχει καταφέρει ουσιαστικά τίποτα στη ζωή του. Θα ήθελε να είχε ζήσει τη ζωή του στο έπακρο, με όλες τις δυνατές συγκινήσεις, προκειμένου να καταφέρει να αγγίξει την αιωνιότητα, να συλλάβει το νόημα του κόσμου. Τότε, παρουσιάζεται μπροστά του ο Μεφιστοφελής, ένας από τους διαβόλους του Σατανά, ο οποίος τον διαβεβαιώνει ότι μπορεί να του εκπληρώσει αυτή του την επιθυμία. Ο Φάουστ συνάπτει συμφωνία μαζί του με μοναδικό αντάλλαγμα την ίδια του την ψυχή. Στη συνέχεια, ο ήρωας ακολουθεί μία πορεία πτώσης: Ο Μεφιστοφελής ρίχνει τον Φάουστ στις γήινες απολαύσεις, προκειμένου να τον παραπλανήσει. Αρχικά, ο Φάουστ ερωτεύεται και αποπλανά την αθώα Μαργαρίτα, την αφήνει έγκυο και την οδηγεί προς την καταστροφή της. Έπειτα, υποκινούμενος από τον Μεφιστοφελή, δολοφονεί τον αδερφό της, ενώ η κοπέλα έχοντας παραπλανηθεί σκοτώνει τη μητέρα της και πάνω στην απόγνωσή της και το ίδιο της το παιδί. Στο τέλος, η Μαργαρίτα εκτελείται εξαιτίας του Φάουστ, όμως η ψυχή της έχει σωθεί. Ο αγνός και ανιδιοτελής της έρωτας είναι αυτός που την έσωσε. Ο Φάουστ αντιλαμβάνεται την ενοχή του, έχει συνείδηση της ευθύνης που φέρει και αυτό είναι που προκαλεί ρωγμές στο διαβολικό σχέδιο του Μεφιστοφελή. Η συνέχεια δίνεται στο β΄ μέρος του Φάουστ, το οποίο παρεμπιπτόντως δεν έχει ανέβει ποτέ στην Ελλάδα, ίσως λόγω των υψηλών απαιτήσεων και δυσκολιών που έχει.
Γενικότερα, ο Φάουστ αποτελεί μία «λογοτεχνική εκκοσμίκευση»[4], υπό την έννοια ότι είναι ένα έργο που περιλαμβάνει όλους εκείνους τους προβληματισμούς και τις αμφισβητήσεις του σύγχρονου ανθρώπου, που έχουν την αφετηρία τους στην εποχή της Αναγέννησης, αλλά αναπτύχθηκαν ιδιαιτέρως και έφτασαν στο απόγειό τους την περίοδο του Δαφωτισμού (18ος αιώνας), την περίοδο δηλαδή κατά την οποία έζησε ο Γκαίτε. Επηρεασμένος, λοιπόν, έντονα από τις ιδέες του «Αιώνα των Φώτων», ο ποιητής πλάθει έναν Φάουστ ο οποίος ενσαρκώνει το πρότυπο του ελεύθερου ανθρώπου, που αμφισβητεί κάθε είδους δογματισμούς και αναζητά μανιωδώς την αλήθεια. Ο Θεός, βέβαια, μπορεί να είναι η αλήθεια για τον ήρωα, όμως τελικά επιλέγει να οδηγηθεί σε αυτή με τη βοήθεια του διαβόλου. Και αυτό είναι, θα έλεγα, το γοητευτικό παράδοξο του έργου.
Λαμβάνοντας, επομένως, υπόψη το φιλοσοφικό βάθος του Φάουστ, το να επιχειρήσει κανείς να φέρει ένα τέτοιο έργο στη σκηνή δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Ωστόσο, η Κατερίνα Ευαγγελάτου, με τη δική της οπτική πάνω στο κείμενο, άφησε το στίγμα της και κατάφερε να μας δώσει μία από τις πιο αξιόλογες παραστάσεις του 2015-2016. Η μετάφραση που χρησιμοποίησε είναι αυτή του Σπύρου Ευαγγελάτου. Πρόκειται πλέον για μία από τις μεταφράσεις του α΄ μέρους του Φάουστ που έχουν καθιερωθεί, καθώς χωρίς να χάνει σε νόημα συνδυάζει επιτυχώς τον ομοιοκατάληκτο στίχο με τη σύγχρονη γλώσσα, πράγμα που βοηθά το κοινό να παρακολουθήσει δίχως δυσκολία ένα κείμενο που αναμφίβολα χρήζει ιδιαίτερης προσοχής. Επίσης, σε συνεργασία με τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Πλάτωνα Μαυρομούστακο, η Ευαγγελάτου διασκευάζει το έργο παρουσιάζοντας μία πιο συνεπτυγμένη εκδοχή του, ενώ παράλληλα αποδίδει με εξαιρετικό τρόπο μία από τις πιο ενδιαφέρουσες και πιο πειστικές, κατά τη γνώμη μου, ερμηνείες για το πρόσωπο του Μεφιστοφελή: ο Μεφιστοφελής δεν είναι ο διάβολος, ο οποίος εκμεταλλεύεται το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει ο Φάουστ, αλλά στην ουσία πρόκειται για τη σκοτεινή πλευρά του ήρωα, το alter ego του, η οποία τον καθοδηγεί σε μια πορεία προς την καταστροφή του.
Έτσι, ίσως μπορεί να δικαιολογηθεί και η απουσία του «Προλόγου στον Ουρανό», δηλαδή της εναρκτήριας σκηνής του έργου, κατά την οποία ο Θεός δίνει την άδεια στον Μεφιστοφελή να κατέβει στη γη, για να βρει τον δούλο του Φάουστ και να τον δοκιμάσει. Αυτή η σκηνή έχει τεράστια φιλοσοφική και δραματική σημασία μέσα στο κείμενο, καθώς μέσα σ’ αυτή συμπυκνώνεται καθαρά η ποιητική ιδέα του έργου[5]. Νομίζω, πάντως, ότι ανεξάρτητα από την ερμηνεία που δίνει κανείς στο κείμενο, αυτή η σκηνή δεν θα έπρεπε να παραλειφθεί, καθώς θα μπορούσε ο Μεφιστοφελής να αποτελεί ως χαρακτήρας τον δαίμονα εκείνο που θα αφύπνιζε τη σκοτεινή πλευρά του ήρωα. Αν και κατά την παρακολούθηση της παράστασης κατανόησα τον λόγο απουσίας της εν λόγω σκηνής, ωστόσο θα έλεγα ότι αυτό παραμένει για μένα ίσως και η μοναδική αδυναμία της παράστασης.
Όσο για τον σκηνικό χώρο, αυτός είναι όπως πρέπει, λιτός και σκοτεινός. Καπνοί αναδύονται σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης. Δημιουργείται αυτομάτως ένα κλίμα ανησυχίας, φόβου και μυστηρίου. Στο κέντρο της σκηνής υπάρχει μία καταπακτή, από την οποία ξεπροβάλλει στην αρχή ο Φάουστ σαν να βγαίνει μέσα από μία σπηλιά, από έναν κόσμο ψευδαισθήσεων, πράγμα που θυμίζει έντονα την αλληγορία του σπηλαίου του Πλάτωνα. Μόνο που αυτό που αντικρίζει εκεί έξω δεν είναι το φως, αλλά το σκοτάδι, μέσα στο οποίο θα αναζητήσει στη συνέχεια την αλήθεια αυτού του κόσμου. Ακριβώς πάνω από την καταπακτή υπάρχει ένα από καλύτερα στοιχεία της παράστασης, μία εκκρεμής επίπεδη επιφάνεια, η οποία βρίσκεται τόσο χαμηλά που αναγκάζει τον Φάουστ, όταν βρίσκεται κάτω από αυτή, να σκύβει το κεφάλι. Έτσι, δημιουργείται μία κλειστοφοβική αίσθηση στο χώρο του ήρωα και εκεί ακριβώς είναι που επιτελείται και η συμφωνία του με τον Μεφιστοφελή. Επίσης, πάνω σ’ αυτή την επιφάνεια διαδραματίζονται πολλά καθοριστικά σημεία της εξέλιξης του ήρωα, για να καταλήξει στο τέλος να γίνει η φυλακή της Μαργαρίτας.
Τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα έρχονται για να δέσουν αρμονικά με τις προσωπικότητες όλων των ηρώων του έργου. Η μουσική του Γιώργου Πούλιου πλαισιώνει τη δράση επιβλητικά, ενώ οι φωτισμοί της Ελευθερίας Ντεκώ χρησιμοποιούνται καταλλήλως μέσα στη σκοτεινή σκηνή.
Όσον αφορά το έργο όλων των ηθοποιών, αυτό είναι πραγματικά αξιέπαινο. Ο Νίκος Κουρής στον ρόλο του Φάουστ ανταποκρίνεται επάξια αποδίδοντας ικανοποιητικά την τραγικότητα του ήρωα. Ο Αργύρης Πανταζάρας στον ρόλο του Μεφιστοφελή εντυπωσιάζει. Η έκφραση, η ευλυγισία, η εκφορά του λόγου είναι χαρακτηριστικά στοιχεία της ερμηνείας του. Οι δυο τους συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον, ώστε να μην μπορούμε εύκολα να τους φανταστούμε χωριστά. Άλλωστε υποθέτω ότι αυτός είναι και ο στόχος.
Η Νάνσυ Σιδέρη σε μία αξιόλογη ερμηνεία ενσαρκώνει τη Μαργαρίτα αποδίδοντάς τη ως ένα αθώο κοριτσόπουλο, πράγμα που έρχεται σε πολύ μεγάλη αντίθεση με τον άγριο και βίαιο Φάουστ. Σ’ αυτό το σημείο κρίνεται ευρηματική η επιλογή της Ευαγγελάτου να τονίσει αυτή την αντίθεση, αναδεικνύοντας την παιδοφιλία του σκοτεινού πλέον ήρωα. Πολύ καλή επιλογή είναι και η Δήμητρα Βλαγκοπούλου στον ρόλο της γειτόνισσας Μάρθας. Επιπλέον, οι τριάντα σπουδαστές από τη Δραματική Σχολή του Πειραϊκού Συνδέσμου δίνουν πραγματικά τον καλύτερο τους εαυτό. Στη σκηνή της οργιώδους «Βαλπούργιας Νύχτας», η οποία, κατά τη γνώμη μου, είναι και η κορυφαία στιγμή της παράστασης, ολόκληρος ο θίασος λειτουργεί με εξαιρετικό συντονισμό, για να καταλήξει σε ένα αποτέλεσμα που προκαλεί ρίγος.
Εν κατακλείδι, παραβλέποντας την απουσία του «Προλόγου στον Ουρανό», συγκρατώ τα στοιχεία εκείνα που δύσκολα θα μπορούσα να ξεχάσω μετά από πολύ καιρό: (α) Το εκπληκτικό σκηνικό, (β) το ερμηνευτικό δίπολο Φάουστ-Μεφιστοφελή, (γ) η σκηνή της Βαλπούργιας Νύχτας, η οποία πραγματικά σε καθηλώνει, και (δ) η τελική σκηνή του θανάτου της Μαργαρίτας: οδύνη και λύτρωση μαζί. Ένα μεγάλο κείμενο παίρνει σάρκα και οστά μέσα από μία προσέγγιση που θίγει άμεσα τις ανησυχίες του σύγχρονου ανθρώπου, τους δικούς μας προβληματισμούς. Συνεπώς, πρόκειται για μια παράσταση από εκείνες που δεν τις βλέπει κανείς συχνά στην Αθήνα και που, όταν τις δει, το βέβαιο είναι ότι θα θέλει ξανά και ξανά. Αυτό άλλωστε συμβαίνει όταν ένα μεγάλο έργο πραγματώνεται επί σκηνής με τέχνη, γνώση και σεβασμό.
Στοιχεία της παράστασης:
Update: Όπως μαθαίνουμε εδώ, η παράσταση πήρε παράταση και θα πραγματοποιηθούν επιπλέον και οι εξής παραστάσεις:
Τρίτη 2.2 στις 20.30
Τετάρτη 3.2 στις 19.00
Πέμπτη 4.2 στις 20.30
Παρασκευή 5.2 στις 20.30
Σάββατο 6.2 στις 17.00 & στις 21.00.
Επίσης, όπως μαθαίνουμε εδώ, η παράσταση θα ανέβει και στη Θεσσαλονίκη, στο Μέγαρο Μουσικής, στις 9,10,11 Φεβρουαρίου 2016.
Πρεμιέρα 11 Δεκεμβρίου
Ημέρες και ώρες παραστάσεων:
Τετάρτη και Κυριακή 19.00
Πέμπτη, Παρασκευή 20.30
Σάββατο 17.00 – 21.00
Τιμές εισιτηρίων:
Διακεκριμένη 25 ευρώ, κανονικό 18 ευρώ, φοιτητικό και άνω των 65 12 ευρώ, άνεργοι ΑΜΕΑ 10 ευρώ.
Πωλήσεις εισιτηρίων:
Ταμεία ΔΘΠ και viva.gr
Ταυτότητα της παράστασης:
Μετάφραση: Σπύρος Α. Ευαγγελάτος
Σκηνοθεσία: Κατερίνα Ευαγγελάτου
Σύμβουλος δραματουργίας: Πλάτων Μαυρομούστακος
Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη
Χορογραφία: Πατρίσια Απέργη
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Μουσική σύνθεση: Γιώργος Πούλιος
Φωτισμοί: Ελευθερία Ντεκώ
Κoμμώσεις: Talkin’heads
Βοηθός σκηνοθέτη: Καλλιόπη Παναγιωτίδου
Β’ Βοηθός Σκηνοθέτη : Βικτώρια Φώτα
Βοηθός σκηνογράφου: Μυρτώ Μεγαρίτου
Φωτογραφίες: Βάσια Αναγνωστοπούλου
Παραγωγή: Δημοτικό Θέατρο Πειραιά & Λυκόφως – Γιώργος Λυκιαρδόπουλος
Ηθοποιοί:
Φάουστ: Νίκος Κουρής
Μεφιστοφελής: Αργύρης Πανταζάρας
Μαργαρίτα: Νάνσυ Σιδέρη
Μάρθα: Δήμητρα Βλαγκοπούλου
Βάγκνερ: Ερρίκος Μηλιάρης
Βάλεντιν: Κλήμης Εμπέογλου
Λίζα: Καλλιόπη Παναγιωτίδου
Σπουδαστής, Μάγισσα: Αγησίλαος Μικελάτος
Συμμετέχουν επίσης 30 σπουδαστές από την Δραματική Σχολή του Πειραϊκού Συνδέσμου:
Δημήτρης Αθανασίου, Χρήστος Βασιλόπουλος, Αντώνης Γκούβας, Γεωργία Γρίβα, Εύη Δαέλη, Μικαέλα Δάνα, Βαγγέλης Δαούσης, Τασούλα Δεληγιάννη, Δήμητρα Δερζάκου, Γιώτα Ζαμπελη, Κατερίνα Καλαμπουρίδου, Ματίνα Κανδύλα, Ρένα Καραγιάννη, Ελένη Καρκανίδα, Αναστασία Κόμη, Μαριάνθη Κολιάκη, Μαιρινίκη Λύκου, Νάγια Μητσάκου, Σίλια Μουστάκη, Αλέξανδρος Παυλίδης, Δημήτρης Ποπλίδης, Νάγια Πυργαρούση, Γιάννης Στρατέλης, Κατερίνα Ταπέ, Νάνσυ Τριανταφύλλου, Αλεξάνδρα Φαρδελακη
[1] Θεοδωρακόπουλος, Ιωάννης Ν., Ο Φάουστ του Γκαίτε. Μετάφραση με αισθητική και φιλοσοφική ερμηνεία, 3η έκδ., Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ι.Δ. Κολλάρου και Σίας Α.Ε., 2000, σ. 260. (1η έκδ.: 1956).
[2] Για περισσότερες πληροφορίες βλ. Κεντρωτής, Γιώργος, «Το Καλό και το Κακό στον Φάουστ», Διαβάζω, τ. 154, 5 Νοεμβρίου 1986, σσ. 27-35.
[3] Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. Θεοδωρακόπουλος, ό.π., σσ. 18-26.
[4] Saul, Nicholas, «Aesthetic humanism (1790–1830)», στο Helen Watanabe-O’Kelly (επιμ.), The Cambridge History of German Literature, Cambridge, Cambridge University Press, 1997, σ. 269.
[5] Θεοδωρακόπουλος, ό.π., σσ. 110-129.
Social Links: