Το γραφείο δε βρισκόταν πολύ μακριά. Εκεί θα γινόταν και η αλλαγή του χρόνου. Όπως πάντοτε, έτσι και φέτος είχε έρθει η ώρα να επιτελέσει ένα απλό, όσο και καθοριστικό έργο. Η όλη διαδικασία περιελάμβανε την προσέγγιση του γραφείου όπου ήταν τοποθετημένο μόνο του ένα παλιό, μικρό ημερολόγιο και έπειτα το γύρισμα του πρώτου φύλλου, με αναγραμμένο τον αριθμό 1, που βρισκόταν στη δεξιά πλευρά της ξύλινης βάσης, μετά από τις ήδη γυρισμένες και πριν από όσες δεν είχαν ακόμα ανοίξει αμέτρητες σελίδες. Ο υπάλληλος στεκόταν μπροστά από την πόρτα και χαμογελούσε από μακριά, λες και περίμενε να έρθει. Δεν τον θυμόταν από κάποια αντίστοιχη παλαιότερη συνάντηση, τουλάχιστον όχι για το ίδιο γεγονός. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν βέβαιο αν υπήρχε πάντα εκεί κάποιος υπάλληλος. Μόλις τον πλησίασε, ξεκίνησε να λέει σαν ένα αυτόματο μηχάνημα
«Καλωσήρθατε. Για την αλλαγή του χρόνου θα πρέπει να μας απαντήσετε σωστά στην ερώτηση που θα σας κάνουμε.»
Είχε διαγράψει τελείως από το μυαλό αυτό το στάδιο της διαδικασίας, μάλλον γιατί αποτελούσε μια όχι και τόσο ευχάριστη ανάμνηση. Ξαφνικά γέμισε με άγχος. Δεν ήταν ότι είχε απαντήσει ποτέ λάθος σε κάποια από εκείνες τις ερωτήσεις και αν είχε μια φορά ή δύο, πάντα απάνταγε σωστά στην επόμενη, όμως δεν υπάρχει κανείς που να μην αγχώνεται έστω και λίγο, περιμένοντας να ακούσει ακόμα και την πιο εύκολη ερώτηση, όταν διακυβεύεται κάτι τόσο σημαντικό. Αυτό ήταν όλο. Μια τυπική προϋπόθεση για να μπορέσεις να αλλάξεις το χρόνο. Όπως και τώρα, που κάπου υποσυνείδητα ήξερε πως αυτή η δοκιμασία θα τέλειωνε από λεπτό σε λεπτό επιτυχημένα. Τώρα ξαναθυμόταν πως αυτό το είχε ξαναζήσει και εκείνη ακριβώς τη στιγμή αισθάνθηκε αυτό που απ’ ο,τι φαίνεται ήταν μια καταδίκη να το αισθάνεται μια φορά κάθε χρόνο στο διηνεκές και έπειτα να το σκεπάζει η λήθη, πριν το ξαναφέρει μια μοναχική, περιοδική θύμιση, γιατί δεν έχει βρεθεί ή δεν πρέπει, λέξη για να το ορίσει.
Ο υπάλληλος έκανε την ερώτηση που είχε στα χαρτιά μπροστά του. Ήταν πράγματι μια εύκολη ερώτηση και γι’ αυτό δε δίστασε και απάντησε γρήγορα, με σιγουριά, δίχως δεύτερες σκέψεις.
«Η απάντησή σας δυστυχώς είναι λάθος, λυπάμαι.» Στο άκουσμα αυτών των λέξεων δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Δεν κατάλαβε καλά καλά τί συνέβη και μια στιγμιαία, καθολικά θριαμβευτική σιγουριά, μετατράπηκε με μιας σε μια αιώνια ντροπή της αποτυχίας. Πριν η προοπτική του αφανισμού κάνει την εμφάνισή της, ο υπάλληλος πρόλαβε να διατυπώσει στον ίδιο ευγενικό τόνο «Ας περάσουμε στην επόμενη ερώτηση». Η απάντηση εδώ φαινόταν τόσο βέβαιη, που ήρθε πριν καν ολοκληρωθεί η ερώτηση. Κι όμως κι αυτή ήταν λάθος.
– «Μα γιατί; Αφ…»
– «Η Τρίτη ερώτηση είναι η εξής»
Δε γινόταν να είναι τόσο εύκολες οι ερωτήσεις, κάποιου είδους παγίδα θα πρέπει να κρυβόταν σε καθεμία και γι’ αυτό η βιασύνη θα ευθυνόταν για το μέχρι τώρα φιάσκο. Ίσως μάλιστα αυτό να εντασσόταν σε μια συνολικότερη πολιτική του Οργανισμού που μπορεί και να είχε δοθεί ως οδηγία μόνο για φέτος, μπορεί και να γινόταν μόνιμη. Σε κάθε περίπτωση, τώρα χρειαζόταν μεγαλύτερη προσοχή.
– «Θα μπορούσατε, παρακαλώ, να επαναλάβετε την ερώτηση;»
– «Δε θα γνωρίζετε φυσικά ότι οι ερωτήσεις μπορούν να διατυπωθούν μόνο μία φορά.»
Δεν υπήρχαν και πολλές επιλογές, ή μάλλον υπήρχαν, όμως οι υπόλοιπες πιθανές απαντήσεις ήταν τόσο τραβηγμένες, που δεν μπορούσαν να βασιστούν καθόλου σε κάποια λογική θεωρητική απόκλιση από το προφανές. Αυτό το προφανές γιγαντώθηκε σαν κάτι ζωντανό που έτρωγε ο,τι υπήρχε γύρω του και προσπαθούσε μάταια να επιβιώσει. Ένας νευρώνας που ρουφούσε όλους τους υπόλοιπους για να χτηπήσει με ανελέητη δύναμη την κροταφική του φυλακή και να σπάσει.
– «Ο χρόνος σας τελειώνει.»
– «Θα απαντήσω το προφανές.»
-«Είναι η Τρίτη σας λάθος απάντηση και φοβάμαι πως τελειώσαμε για σήμερα. Ξαναπεράστε όμως από αύριο κιόλας, γιατί αν δεν αλλάξετε το χρόνο, η κατάστασή σας δε θα είναι αναστρέψιμη.»
Το ήξερε. Γι’ αυτό και την επόμενη μέρα ήταν πάλι εκεί. Οι τρεις απαντήσεις ήταν και πάλι λάθος. Τη μεθεπόμενη πάλι το ίδιο και πέρασαν και άλλες ακόμη χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Μια φορά μάλιστα, ο υπάλληλος, που με συμπάθεια πια παρακολουθούσε τούτη την αγωνία και σε σχέση με την τυπικότητα που είχε πρώτα, είχε γίνει πιο προσιτός και ανθρώπινος, είπε στο τέλος «Όλες οι απαντήσεις σας μέχρι σήμερα, πρέπει να σας πω πως είναι εξαιρετικές, άσχετα με το ότι δεν αποδεικνύονται και σωστές. Το σκεπτικό σας τουλάχιστον, είναι ορθό και κάποτε και πιο προχωρημένο από όσο χρειάζεται. Σε όλους συμβαίνει, μην ανησυχείτε.» Ήθελε να του μιλήσει κι άλλο, με απώτερο σκοπό να αποσπάσει κάποια πληροφορία, κάτι που θα φαινόταν χρήσιμο για την αποκωδικοποίηση μιας επόμενης ερώτησης, όμως ήδη τον περίμενε μια ουρά από κόσμο και έτσι βλέποντάς τον, πως ήταν απασχολημένος, δεν τόλμησε να τον ρωτήσει κάτι. Όσο οι μέρες κυλούσαν και η ίδια κατάσταση συνεχιζόταν, εκείνο το άγχος που ένιωσε στην αρχή για μια στιγμή, τώρα είχε γίνει μια μόνιμη συντροφιά και όλο και διαχεόταν παντού τριγύρω και έτσι πια δεν το έπαιρνε χαμπάρι και το συνήθισε σαν μια κανονικότητα. Τώρα όμως δεν ήταν και το ίδιο, είχε αλλάξει η φύση του, λες και είχε αποκτήσει μια άυλη υπόσταση, ένα θαμπό σκοτάδι που δυσκόλευε και την όραση ακόμη, εκτός αν δεν έφταιγε αυτό και η ίδια η ύλη του σώματος και ο,τι υπήρχε γύρω του, έχανε την υπόστασή του και σταδιακά εξαφανιζόταν.
Άλλες φορές μίλαγε για λίγο με άτομα που περίμεναν στην ουρά και αυτά ή έφευγαν απ΄το γραφείο. Σχεδόν όλοι τον είχαν αλλάξει το χρόνο και πήγαιναν γι’ άλλες δουλειές εκεί. Δεν φαίνονταν όμως και σε κάτι διαφορετικοί, ώστε να τους φαίνεται ότι τον άλλαξαν, έτσι που αμφέβαλλε και για το αν έλεγαν αλήθεια. Κάποιοι λίγοι είχανε αμελήσει για τους δικούς τους λόγους αυτό το σπουδαίο γεγονός, κανείς όμως που να συναντούσε και να αποτύγχανε σ΄αυτές τις καταραμένες ερωτήσεις συνεχώς, χωρίς λόγο. Απ΄την άλλη, οι γηραιότεροι ειδικά, λέγαν πως δεν ήταν και το πιο ασυνήθιστο πράγμα να συβεί και πως σε όλους τύχαινε κάποια στιγμή στη ζωή τους και ήταν φυσικό. Ωστόσο, η εντύπωση που εισέπραττε γενικά, ήταν ότι όσο δεν άλλαζε το χρόνο, όλο κι αυξάνονταν οι πιθανότητες να συμβούν άσχημα πράγματα, μέχρι και να καταρρεύσει ολόκληρο το σύστημα, έλεγαν οι πιο κινδυνολόγοι.
Αφού πέρασε πολύς καιρός έτσι, αραίωσαν και οι επισκέψεις για το γραφείο και την ακριβοθώρητη αλλαγή, καθώς χανόταν σταδιακά και η ελπίδα. Ερωτήσεις επί ερωτήσεων και πάλι απαντήσεις λάθος, απαντήσεις που έμοιαζαν ίδιες, γιατί το ίδιο έκαναν κάθε φορά. Πρόσθεταν κι άλλο άγχος κι ενίσχυαν εκείνο το φασμάτινο πεδίο που απλωνόταν πελιδνό. Κάποια στιγμή το αποφάσισε πως δεν είχε πλέον νόημα και σταμάτησε να επισκέπτεται το γραφείο. Τί θα μπορούσε να συμβεί άλλωστε; Όλος ο υπόλοιπος κόσμος δε συνέχιζε να κινείται κανονικά; Όλοι ίσοι δεν είναι μεταξύ τους, ελεύθεροι για τις επιλογές τους; Πείστηκε πως όλα αυτά, ότι θα απορυθμιζόταν η ευταξία τάχα, ήταν απλά προκαταλήψεις. Τί θα γινόταν; Μια στάλα θα κατάπινε τον ωκεανό;
Πέρασε κι άλλος καιρός και τότε δύσκολα κινούνταν, γιατί εκείνη η αμφιλύκη είχε επικρατήσει σ΄όλο το περιβάλλον και πήγαινε με σταθερά βήματα να συναντήσει σ΄ένα σημείο, καθώς ανέβαινε μια νοητή ανηφόρα, την ανθρώπινη ύπαρξη, που ταυτοχρόνως κατέβαινε τυφλή το ίδιο μονοπάτι. Και δεν ένιωθε τίποτα απ’ο,τι άγγιζε και μετά δεν τα έβλεπε και τα χέρια αυτά που άγγιζαν για να καταλάβει και το σώμα ολόκληρο το ίδιο.
Φόβος ήτανε η μόνη σκέψη, το μόνο αίσθημα που ένιωθε. Ναι, φόβος. Αυτό ήταν που πήρε τη θέση που πρότερα καταλάμβανε το πείσμα. Μία απαίσια συνθήκη που πλαισίωνε την ύπαρξη, όπως αιωρούνταν μαζί με το χώρο στο κενό και στροβιλίζονταν πέρα-δώθε εναλλάξ, μέχρι μοιραία να μπλεχτούν μεταξύ τους.
Ευτυχώς, το γραφείο δε βρισκόταν μακριά. Σύρθηκε μέχρι εκεί με τεράστια δυσκολία, γιατί κατάλαβε πως δεν είχε άλλη επιλογή μπροστά στο χάος. Ο υπάλληλος ήταν εκεί και περίμενε σαν να μην είχε περάσει ούτε μια μέρα, όμως δεν μπορούσε να διακρίνει και το πώς του είχε φανεί, βλέποντας τη φρικτή κατάσταση στην οποία βρισκόταν.
«Χαίρομαι που αλλάξατε έγκαιρα γνώμη» είπε μόνο, με ένα συγκρατημένο χαμόγελο, πριν παραθέσει αμέσως την πρώτη ερώτηση. Μετά από τόσο καιρό, το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε. Όλες οι απαντήσεις ήταν λάθος και εκείνη τη μέρα και όσες ακολούθησαν και οδηγούσαν αυτό το βασανιστήριο στη δραματική του κορύφωση. Μέσα σ΄αυτό το διάστημα, κάποιος είπε πως «Ο χρόνος θ΄αλλάξει ούτως ή άλλως» και αυτή η φράση αποτύπωνε πλήρως και όλο το νόημα της ασταμάτητης προσπάθειας να προλάβει το αναπόφευκτο. Δε θυμόταν αν το είχε πει ο υπάλληλος ή κάποιος άλλος, γιατί είχαν θολώσει και οι λεπτομέρειες όσων θυμόταν.
Μια μέρα σαν όλες τις άλλες, σε μια ερώτηση όπως όλες οι άλλες, απάντησε σωστά. Ο υπάλληλος ατάραχος είπε «Περάστε στο γραφείο παρακαλώ, να γυρίσετε την πρώτη σελίδα στο ημερολόγιο.» Προχώρησε και βρήκε μόνο του το μικρό ημερολόγιο, πάνω στην ξύλινη βάση. Ήταν όλα όπως ακριβώς τα άφησε τον περασμένο χρόνο. Το φύλλο που βρισκόταν εκεί ανοιχτό, ανέγραφε τον αριθμό 1, χωρίς έτος, σκέτο. Προφανώς μόλις το γυρνούσε, το επόμενο θα έδειχνε τον ίδιο αριθμό, μαζί με εκείνο του νέου έτους σε κάποιο σημείο. Ο ίδιος φόβος για το άγνωστο όμως, έκανε τις κινήσεις του χεριού αργές και επιφυλακτικές. Γύρισε τη σελίδα και αντίκρισε τον αριθμό 1, μόνο του, ένα μεγάλο αριθμό σε μια άδεια, υπόλοιπη σελίδα. Τί σήμαινε άραγε αυτό; Είχε μόλις αλλάξει το χρόνο; Αν ναι, ποιό ήταν το νέο έτος που θα γιόρταζε, αφού δεν αναγραφόταν; Γύρισε να κοιτάξει τον υπάλληλο για να πάρει τις απαντήσεις που τόσο πολύ ζητούσε. Δε βρισκόταν πια εκεί πίσω. Έμεινε και χάζευε τον αριθμό για ώρα. Τί θα γινόταν αν γυρνούσε και άλλη σελίδα; Θα άλλαζε και άλλο χρόνο; Ήταν ποτέ δυνατό κάτι τέτοιο; Έμεινε έτσι κι άλλο, προσπαθώντας να συγκρατήσει αυτήν την περιέργεια, αλλά δεν άντεξε. Γύρισε και αυτή τη σελίδα. Άλλη μια με τον αριθμό 1 εμφανίστηκε. Δεν έδειχνε να αλλάζει τίποτα εκεί γύρω. Πώς είναι δυνατόν να έχει αλλάξει 2 χρόνους; Όλο αυτό δεν έβγαζε κανένα απολύτως νόημα. Άρχισε με μανία να γυρνάει σελίδες και όλες έγραφαν το ίδιο. Δεν υπήρχε πουθενά κανένα έτος, μόνο ο ίδιος αριθμός 1. Τί μπορεί να μετρούσε αυτό το ημερολόγιο;
«Τίποτα φοβερό» απάντησε η φωνή του υπαλλήλου. «Άλλαξε όσους χρόνους θες. Δεν πειράζει. Εξάλλου όλοι είμαστε ίσοι και ελεύθεροι απέναντι στο χρόνο που αλλάζει.»
Social Links: