Αυτό το βιβλίο το λάτρεψα. Κι έχω λατρέψει γενικώς τη Νάνσυ Χιούστον, της οποίας τα έργα έχω διαβάσει μαζικά το τελευταίο διάστημα (όσα τουλάχιστον έχω βρει μεταφρασμένα στα ελληνικά σε πρώτη φάση). Το συγκεκριμένο όμως το λάτρεψα ακόμη περισσότερο. Καταρχάς γιατί κερδίζει το τεράστιο στοίχημα της αφηγηματικής ευρηματικότητας και πρωτοτυπίας. Δομείται σε τέσσερα μέρη που αντιστοιχούν στις τέσσερις γενιές μίας οικογένειας, καθένα από τα οποία αποτελεί την πρωτοπρόσωπη αφήγηση ενός εξάχρονου παιδιού.
Οι διαδοχικές αφηγήσεις ακολουθούν μία πορεία προς τα πίσω, ξεκινώντας από το 2004 και φτάνοντας ως το 1945. Το 2004 μιλάει ο εξάχρονος Σολ, γιος του Ράνταλ, ένα παιδί που μεγαλώνει στην «παντοδύναμη» (όπως την αντιλαμβάνεται ο ίδιος) Αμερική. Νιώθοντας ένα κομμάτι της ιδιαίτερης κοινωνίας που τον περικυκλώνει και τον ανατρέφει επιτρέποντάς του τα πάντα, ποθεί να κατακτήσει κάθε μόριο του κόσμου, να τον καταλύσει με το μυαλό του.
Η σχηματική απεικόνιση της αμερικανικής οικογένειας και κοινωνίας που περιστοιχίζουν τον Σολ, έτοιμες να υποδεχτούν κάθε πράξη και σκέψη του ως πρωτογενή και πρωτότυπη, είναι εύστοχη χωρίς να είναι στερεοτυπική, μάλλον υπαινικτική παρά καταγγελτική. Κατά κανόνα άλλωστε, σε όλα τα στάδια και επίπεδα της αφήγησης, δεν μπορεί να ασκηθεί κριτική ούτε να επιχειρηθεί εμβάθυνση καθώς οι αφηγητές είναι εξάχρονα παιδιά. Η ερμηνεία γίνεται βάσει επιφανειακών σημείων, συναισθηματικών και ενστικτωδών παραγόντων. Έτσι ο αναγνώστης νιώθει να συγκινείται άμεσα από τον παιδικό λόγο, υποβάλλοντας έτσι κατά βούληση τα γεγονότα σε επεξεργασία και αφομοιώνοντας ένα δικό του βίωμα και μία δική του εντύπωση/κριτική.
(Αυτό είναι κάτι που χαρακτηρίζει γενικά τη Νάνσυ Χιούστον. Η προσωπική μου εντύπωση είναι πως η γραφή της είναι πολύ «αισθαντική», διότι καταφέρνει να μεταδώσει εντυπώσεις και συναισθηματικές καταστάσεις με μεγάλη ένταση, ούτως ώστε ο αναγνώστης να καθίσταται συμμέτοχος του κειμένου και οι ερμηνείες να μην προκύπτουν από μία επεξεργασία στρωτή και λογική όσο, πολύ περισσότερο, βιωματική.)
Στο δεύτερο μέρος, το 1982, μιλά ο Ράνταλ, ο πατέρας δηλαδή του προηγούμενου αφηγητή, που μεγαλώνει με την οικογένεια του στην Αμερική μέχρι που μαθαίνει ότι πρόκειται να μετακομίσουν στο Ισραήλ. Ο Ράνταλ, αρκετά διαφορετικός ως παιδί από τον γιό του, προσπαθεί να εξερευνήσει το σχήμα του κόσμου, παγιδευμένος ανάμεσα σε μία υπερδραστήρια και διαρκώς απούσα μητέρα, τη Σέιντι, η οποία είναι ακαδημαϊκός με διεθνή αναγνώριση και συνεχή όρεξη διεύρυνσης των οριζόντων της οικογένειας και σε έναν πατέρα αποτυχημένο συγγραφέα που, ωστόσο, με μία μικρή του κίνηση μπορεί να προσδώσει μαγεία στην παιδική καθημερινότητα. Τα πράγματα είναι θολά για τον εξάχρονο Ράνταλ. Ο πατέρας του θεωρεί την παιδικότητα ένα ικανό πρίσμα προσέγγισης και ερμηνείας των πραγμάτων ενώ από την άλλη, η μητέρα του διατηρεί συνεχώς τις εντυπώσεις και τα βιώματα του γιού της σε ένα μεταίχμιο, αναζητώντας συνεχώς τη σημασία της καταγωγής και του προορισμού ενός ατόμου (πράγμα που ο Ράνταλ αποδέχεται, μοιάζει όμως να βασανίζεται από αυτό).
Άλλωστε όπως μαρτυρεί και η τρίτη αφήγηση, της Σέιντι ως εξάχρονης το 1962, οι απόπειρές της αυτές ως ενήλικης οφείλονται στην έντονη σύγχυση και στο συνεχές αίσθημα πόνου που βίωνε ως παιδί. Μεγαλώνει στο Τορόντο του Καναδά, στην αρχή με τους παππούδες της και στη συνέχεια ανάμεσα στους παράξενους φίλους της μητέρας της. Γνωρίζει πως η οικογένειά της κρύβει κάποιο μυστικό σχετικά με την καταγωγή της μητέρας της Κριστίνας και της ίδιας και προσπαθεί να το ανακαλύψει προκειμένου να εξακριβώσει ποια είναι η μητέρα της και συνεπώς ποια είναι η ίδια. Ήδη ως παιδί διακατέχεται (δικαίως ίσως) από ένα αίσθημα ανικανοποίητου που ποτέ δεν μπορεί να κορεστεί ή να αναβληθεί.
Τέλος, η ιστορία της οικογένειας φτάνει μέχρι το 1945 όπου η μικρή Κριστίνα μεγαλώνει με την οικογένεια της σε ένα χωριό της Γερμανίας. Όταν ο πόλεμος τελειώνει, οι συνέπειες για την ίδια είναι καθοριστικές. Αναγκάζεται, ήδη από αυτή την ηλικία, να έρθει αντιμέτωπη με την ταυτότητά της. Πριν ακόμη δομήσει ένα σύστημα σημείων αναφοράς ή ένα μέτρο σύγκρισης καταστάσεων, αναγκάζεται να αποφασίσει η ίδια πού επιθυμεί να ανήκει και τελικά να επαναπροσδιορίσει αυτό που είναι (ή έχει μάθει να είναι).
Γεννημένη στον Καναδά, η Χιούστον στη συνέχεια της ζωής της μεταναστεύει στη Γαλλία όπου παντρεύεται, κάνει οικογένεια, γράφει τα βιβλία της και ζει μέχρι σήμερα. Ενδιαφέρον προκαλεί δε ότι επιλέγει να γράψει στη γαλλική γλώσσα αντί της αγγλικής που είναι η μητρική της. Τα βιώματά της αυτά αποτυπώνονται πολύ συχνά στα έργα της όπου θίγονται ζητήματα όπως η μετανάστευση, η εξορία, η γλώσσα και κυρίως, συνυφασμένο με όλα τα παραπάνω, το ζήτημα της ταυτότητας. Κάπως έτσι άλλωστε άρχισα να τη μελετώ: ως ένα παράδειγμα συγγραφέως που ασχολείται επισταμένως με ζητήματα ταυτότητας.
Πράγματι λοιπόν, είναι αξιοθαύμαστο πόσες πτυχές και έννοιες της ανθρώπινης ταυτότητας εξερευνώνται σε αυτό το έργο από τη Χιούστον. Μεγέθη όπως αυτά της εθνικής, θρησκευτικής, γλωσσικής ταυτότητας συμπλέκονται άμεσα με τις εκφάνσεις της σεξουαλικής, ιδεολογικής, συναισθηματικό-νοητικής ταυτότητας, καλύπτοντας έτσι ένα τεράστιο εύρος του ερωτήματος ποια είναι αυτά τα στοιχεία που καθορίζουν το είναι, την προσωπικότητα, τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου. Φαίνεται πώς η καταγωγή, η οικογένεια, το περιβάλλον των παιδικών χρόνων, οι εντυπώσεις, οι παραστάσεις και τα λόγια, μας ακολουθούν συνειδητά ή ασυνείδητα, για πάντα στην ενήλικη ζωή μας είτε επιλέγει κανείς να ενστερνιστεί όσα έμαθε, είδε και άκουσε ως παιδί, είτε να αποστασιοποιηθεί από αυτά ή ακόμη και να τους εναντιωθεί.
Η γνώμη μου είναι πως το έργο της Χιούστον αξίζει να μελετηθεί ενδελεχώς κάτω από ένα ψυχαναλυτικό πρίσμα. Πέραν όμως αυτής της –εξειδικευμένης– εμβάθυνσης στην οποία θα άξιζε να το υποβάλλει κανείς και που δεν είναι της παρούσης, αξίζει να διαβαστεί για την προσωπική ταύτιση που μπορεί να προκαλέσει στον καθένα, καθώς καταδεικνύει πώς η ταυτότητά μας δεν αποτελείται από ένα ενιαίο σύνολο πραγμάτων, αλλά αντιθέτως από μία αλληλουχία ρηγμάτων, ανάμεσα στην ατομική εντύπωση, το προσωπικό βίωμα, το συναίσθημα, την «πραγματικότητα».
Υ.Γ. Όπως σας είπα, το λάτρεψα τόσο που πραγματικά, διαβάστε το – κι αν δεν σας αρέσει, μην μου το πείτε/γράψετε. Θα το πάρω προσωπικά.
Social Links: