Άρχισα να ανεβαίνω την χωματένια ανηφόρα. Χάραζε ακόμα έξω και ήταν ήρεμα. Το χωριό φωτιζόταν όσο έπρεπε για εκείνη τη δεδομένη στιγμή. Μια ηρεμία απλωνόταν από την εκκλησία μέχρι πέρα μακριά στους καταπράσινους κάμπους. Η καμπάνα φάνταζε λίγο απόκοσμη εκεί ψηλά. Από πίσω το βουνό αχνοφαινόταν ακόμα, καθώς δεν επαρκούσε ο φωτισμός για να αναδειχτεί όλη η ομορφιά του.
Καθυσυχασμένος καθώς ήμουν, έπρεπε να κάνω λίγο γρήγορα για να προλάβω. Η πλανητική συγκυρία ήταν αυτή που ήθελα και περίμενα τρεις χιλιάδες χρόνια τώρα. Είχε έρθει επιτέλους η μέρα που περίμενα για να βάλω στην τελική ευθεία το σχέδιο που μου είχαν αναθέσει πριν τόσα χρόνια οι προκάτοχοί μου. Αισθάνθηκα ένα δέος κάποια στιγμή, καθώς έκατσα λίγο στη μεγάλη μαύρη πέτρα του λόφου για να ξεκουραστώ. Μπορούσα να διακρίνω καθαρά τον στόχο, και όλα αυτά που έπρεπε να κώνω. Είχα ώρα ακόμα. Όλα θα πήγαιναν στην εντέλεια σύμφωνα με το σχέδιό μου.
Είχα περάσει πολλά όλα αυτά τα χρόνια για να καταφέρω επιτέλους να είμαι εδώ τη δεδομένη στιγμή. Τα φίλτρα από τους προκατόχους μου μπορούσα να τα αναπαράγω, ευτυχώς, με τα ευτελή μέσα της γης. Αυτά μου έδιναν την ώθηση και τη ζωτική ενέργεια για να συνεχίσω. Μόνο τότε, στον Μαύρο Λοιμό, αντιμετώπισα κάποιο πρόβλημα, αλλαά με τη βοήθεια ενός φίλου αποκρυφιστή, που τώρα κατοικεί αλλού, κατάφερα να τα βγάλω πέρα. Ήξερα ότι το ταξίδι ήταν μεγάλο και ότι θα πέρναγα μεγάλες δυσκολίες. Αλλά δεν το έβαλα κάτω, γι’ αυτό άλλωστε με επέλεξαν τότε αυτοί. Και να’ μαι εδώ αυτή τη μέρα να ετοιμάζομαι σιγά σιγά για το σχέδιο.
Προφανώς πλέον ήταν πιο εύκολο. Ανάμεσα στα πειράματα που έκανα όλα τα προηγούμενα χρόνια, είχα καταφέρει να τελειοποιήσω τη φόρμουλα. Αν όλα πήγαιναν καλά, θα μπορούσα επιτέλους να οραματιστώ την τελική ευθεία. Σκεφτόμενος αυτά σηκώθηκα από τη μεγάλη μαύρη πέτρα και προχώρησα στα στενά του χωριού. Το χωριό ήταν εγκαταλελειμμένο πολλά χρόνια τώρα εξαιτίας μιας «περίεργης» λοίμωξης που αφάνισε σχεδόν όλους τους κατοίκους. Φυσικά εγώ έφταιγα γι’ αυτό, και όλο αυτό που είχα κάνει στο πόσιμο νερό πριν αρκετά χρόνια. Τα πάντα πήγαιναν περίφημα λοιπόν, και ανέπνεα πιο ευχάριστα καθώς κατέβαινα τον κεντρικό δρόμο του χωριού, με τα περίφημα νεοκλασικά σπίτια, που πλεον δέσποζαν μέσα στην εγκατάλειψη και τη σκόνη του χρόνου. Όλο αυτό το σκηνικό μου έδωσε ακόμα μεγαλύτερη ώθηση να τελειώνω μια και καλή με την υπόστασή μου και να κάνω, επιτέλους, ό,τι έπρεπε να κάνω.
Η κεντρική εκκλησία του χωριού ήταν στο κέντρο του και ανέπνεε σκουριά και ξεχασμένο θειάφι. Αντικρίζοντας αυτό το θέαμα έμεινα λίγο να θωρώ την εγκατάλειψη και τη σιωπηλή θανατίλα που απέπνεε η εκκλησία.
Βρύα και λειχίνες είχαν κάνει την εμφάνισή τους και αγκάλιαζαν τους τοίχους του εκτρωματικού αυτού ναού. Τα παράθυρα, τα τεράστια αυτά παράθυρα, που άλλοτε έσφιζαν από πανέμορφα χρωματιστά βιτρό, τώρα απλά παρέμεναν λυπημένα από την εγκατάλειψη του σωτήρα τους. Η στέγη είχε σχεδόν σαπίσει πλέον και ένα μέρος της είχε γκρεμιστεί προ πολλού μέσα στα ίδια της τα σπλάχνα. Άνοιξα την πόρτα με δυσκολία καθώς μπάζα είχαν φράξει κάπως τον δρόμο, αλλά τα φίλτρα μου λειτούργησαν μια χαρά για μια ακόμα φορά.
Στο εσωτερικό, αμα εξαιρέσουμε τις καταστροφές από τα μπάζα, όλα ήταν σχεδόν στη θέση τους. Η Αγία Τράπεζα δέσποζε πάνω στο βάθρο και τα κόκκινα χαλιά διόρθωναν το σκηνικό της εγκατάλειψης, προσφέροντας ένα όμορφο θέαμα βγαλμένο από πίνακα της Αναγέννησης.
Άρχισα να σκαλίζω την τσάντα μου. Ανέβηκα στο βάθρο και άρχισα να μετράω προσεκτικά με το παράξενο αυτό εργαλείο τις σωστές μετρήσεις. Η ακτίνα θα ερχόταν από πάνω, οπότε έπρεπε να στήσω το κόκκινο πετράδι με προσοχή πάνω στο βάθρο, στον σταυρό που δέσποζε αγέρωχα τόσα χρόνια εκεί. Είχε αρχίσει η στιγμή της αντίστροφης μέτρησης. Επιτέλους όλα θα γίνονταν όπως έπρεπε να γίνουν. Ήμουν περήφανος που ο κλήρος έπεσε σε μένα ώστε να ακάνω εγώ την καινούργια αρχή. Με προσεκτικές κινησεις μετέφερα όλα αυτά που έπρεπε να μεταφερθούν πάνω στο βάθρο και, αφού έστησα το πετράδι στις σωστές μοίρες, άνοιξα το βιβλίο. Άρχισα πυρετωδώς να διαβάζω τις παλιές αράδες. Κάθε λέξη τόνιζε την μη-ψυχή μου και με μετέφερε σε ενα τρανς αλλόκοτων εποχών. Από μπροστά μου περνούσαν φαντασίες άλλων προκατόχων μου και όλο αυτό άρχισε να με ιντριγκάρει και να με βάζει στη σωστή θέση γι’ αυτό που θα ερχόταν. Καθώς σουρούπωνε, αυτόματα ένα κόκκινο ονειρικό αλλόκοτο φως έκανε την κάθοδό του από βαθιά κάπου μέσα από το σύμπαν. Μια ομιχλώδης κιτρινίλα κατέβαλε τον ναό του θεού αυτόματα. Η λεπτή κόκκινη γραμμή έψαξε μέσα από τα νεφελώματα και βρήκε το πετράδι. Μια κραυγή σχεδόν με διαπέρασε καθώς άρχισε η μεταμόρφωση. Το πετράδι έρχισε να λάμπει τόσο όσο ήταν αρκετό κι εγώ συνέχισα να γελάω σαν μανιακός.
Ήταν το τέλος λοιπόν. Τόσα χρόνια πλέον και ήταν αυτό. Ήταν όλα αυτά που περίμεναν όλοι πριν από μένα. Έκατσα ακίνητος καθώς το κόκκινο φως με έλουζε ασταμάτητα. Ένιωθα τη μεταμόρφωση να ξεπερνά όλο το είναι αυτού του κόσμου. Και ξαφνικά, σκοτάδι. Ξαφνικά ένα ατελείωτο μαύρο παντού. Δεν διέκρινα τίποτα. Εξαφανίστηκαν όλα μέσα σε μια ριπή παγωμένου αέρα. Πετράδι, βάθρο, ναός, όλα μπροστά μου αλλά δεν μπορούσα να διακρίνω τίποτα. Μόνο ένα μαύρο πέπλο αιχμαλωσίας. Ένα δωμάτιο φυλακής χωρίς πόρτες και παράθυρα, χωρίς αρχή και τέλος. Περπάτησα χίλια μέτρα αριστερά δεξιά, τίποτα. Παντού μαύρο αχανές αιώνιο. Άρχισα να σκέφτομαι ότι ήμουν στο πέρασμα. Ότι μεταμορφώθηκα στον σωτήρα που έπρεπε να μεταμορφωθώ, αλλά για κάποιον λόγο κάπου υπήρχα, σε ένα είδος στάσης.
Διέκρινα έναν ήχο να σφυρίζει με ταχύτητα. Μέσα σε αυτό το μαύρο αχανές κουτί δεν μπορούσα να διακρίνω τίποτα. Ένιωσα ένα κάψιμο κι έπεσα κάτω αναίσθητος. Όταν, αργότερα, άνοιξα τα μάτια μου είδα. Είδα, είδα το τεράστιο σπαθί του τοίχου να με έχει διαπεράσει στη μέση και τα σωθικά μου όλα χυμένα στον εγκαταλελειμμένο ναο. Είδα από μακριά ένα περίεργο χαμόγελο να εξατμίζεται και είδα το χέρι να γράφει στον τοίχο. Ως εδώ.Τώρα ξεκουράσου.
Social Links: