Έκατσε στη στάση να κάνει ένα τσιγάρο. Ο καιρός άρχισε και αγρίευε αρκετά για Νοέμβρη μήνα. Μπροστά του η τεράστια λεωφόρος του φαινόταν αποπνιχτική, αλλά προσπαθούσε να σταματήσει αυτή την σκέψη, ώστε να περάσει αυτή η μέρα όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και ήσυχα μπορούσε. Έπρεπε να κοιτάξει οπωσδήποτε για το καινούργιο διαμέρισμα του, κάπου σε κάποια βρωμικα στενά του Παρισιού. Βαριόταν ήδη αλλά έπρεπε να το κάνει, γιατί πλέον δεν είχε μέρος να μείνει.
Είχε χωρίσει πριν μια βδομάδα και έπρεπε όσο πιο γρήγορα μπορούσε να ξανασταθεί στα πόδια του. Βρωμούσε ακόμα ουίσκι εκείνο το πρωί, και το χανγκόβερ του τρύπαγε το κεφάλι. Κόσμος πρωινός ήταν μαζεμένος στη στάση, μα δεν άντεχε να τους βλέπει. Ένα συνονθύλευμα από πρωινά άφτερ σέηβ και φτηνά αρώματα σε συνδυασμό με τον καθωσπρεπίστικο μοδάτο ντύσιμο αυτών των ηλιθίων του έφερνε αναγούλα. Ήθελε να σηκωθεί στη στάση κάπου ψηλά και να αρχίσει να ρητορεύει σχετικά με το μηδενικό αποτέλεσμα όλων αυτών των σκέψεων που απασχολούσαν αυτούς.Τους έβλεπε έτσι και απορούσε πώς δεν είχαν καταλάβει ακόμα το άτιμο παιχίδι αυτής της ζωής. Δε γαμιέται, σκέφτηκε, σταρχίδια μου, ας μην σκεφτούνε ποτέ τα ζώα. Μάλλον δεν το σκέφτηκε γιατί κάποιες κυρίες γύρισαν προς το μέρος του, λες και απευθυνόταν σε αυτές. Κάποιοι κύριοι προτίμησαν να μην δώσουν σημασία στον βρωμιάρη μεθύστακα που μίλαγε δυνατά οχτώ παρά τέταρτο το πρωί. Παραδίπλα κάποιοι άλλοι ήταν απασχολημένοι με τον διαδικτυακό χωροχρόνο και μονάχα ένα κορίτσι κάπου στα εικοσιπέντε του χρόνια τον επεξεργάστηκε για λίγο, αλλά μετά έβαλε πάλι τα ακουστικά της και συνέχισε να κοιτάει τη λεωφόρο και τα αμάξια που περνούσαν.
Ο καιρός το πήγαινε πάλι για βροχή και σκέφτηκε ότι καλύτερα θα ήταν να ερχόταν γρήγορα το λεωφορείο να πάει να δει το χαμόσπιτο που θα νοίκιαζε. Αν και στην άλλη άκρη της πόλης, σίγουρα αισθανόταν ευχαριστημένος που δεν θα ξαναπέρναγε τους ίδιους δρόμους και τα ίδια στέκια που πέρναγε τόσο καιρό με την πουτάνα που τον γάμησε.
Πράγματι, σε μισή ώρα τελικά έφτασε στον προορισμό του. Ήταν μια κάπως απόμακρη περιοχή, αλλά κοντά στη δουλειά του και τον βόλευε αυτό. Η εταιρεία που ήταν νυχτοφύλακας ήταν κοντά και μπορούσε να είναι στην ώρα του πλέον, χωρίς να νοιάζεται για το πόση ώρα θα κάνει ανάμεσα σε νεκρούς περιπατητές μέσα στο μετρό και στη συνέχεια στο λεωφορείο. Όσο πιο λίγους έβλεπε, τόσο καλύτερα για αυτόν και για τον κόσμο του.Τον είχε πάρει σβάρνα όλη αυτή η απογοητευτική κατεύθυνση αυτού του κόσμου.Τον ειχε πειράξει αυτή η θλιβερή σκηνή θεάτρου με όλα τα σενάρια που έβλεπε καθημερινά. Πόρνες, νταβατζήδες, μαχαιροβγάλτες, ανθρώπους πεταμένους από τη ζωή σε σάπια χαρτόκουτα με μια μπουκάλα φθηνό κρασί στο χέρι τους, εραστές της κακιάς ώρας, πρεζάκηδες, χαμένους, μοναχικούς, οικογένειες, απογοητευμένους, χωρισμένους, αξιοθρήνητους, χαμογελαστούς, επιτυχημένους, ακριβά αμάξια με φθηνους οδηγούς, παρατημένα όνειρα στα σκουπίδια και στο ποτάμι, σκουπίδια και βρωμιά, κάπου μακριά καμιά φορά άκουγε μια μελωδία. Μπορεί να ήταν του μυαλού του, μπορεί να μην ήταν τίποτα, αλλά συχνά πυκνα τον ηρεμούσε και έβλεπε λίγο πιο καλά τα πράγματα δίπλα του.
Ωστόσο όλο αυτό δεν ήταν παρά ένα παραπέτασμα, σκεφτόταν. Ένα παραπέτασμα καπνού από ευτυχία που θα έληγε. Όπως ξινίζει το γάλα ή μουχλιάζει το ψωμί. Αφού είμαστε κατ’ εικόνα,γιατί τόσος πόνος τελικά; Μήπως ο Θεός είναι ένας βρωμόγερος μεθύστακας που έχυσε λίγο κρασί παραπάνω στον λαιμό του και αποφάσισε, τύφλα καθώς ήταν, να διασκεδάσει λίγο, και να φτιάξει αυτό το εκτρωματικό θέατρο; Μήπως δεν είχε να παίξει με κάτι και αποφάσισε να γαμήσει τα παιδιά του; Να γαμήσει ό,τι δημιούργησε από κάποιο θεικό καπρίτσιο; Σταμάτησε να τα σκέφτεται αυτά καθώς χτύπησε το κουδούνι. Μια φωνή τον καθοδήγησε στον τρίτο όροφο, όπου και βρισκόταν το διαμέρισμά του. Πήρε το μεγάλο μαύρο ασανσέρ και άρχισε να ανεβαίνει. Σταμάτησε στον τρίτο και η βαριά σιδερένια πόρτα άνοιξε. Αισθάνθηκε μια φωνή να έρχεται από τον δεύτερο. Ήταν γυναικεία φωνή και του έλεγε ότι τώρα ανεβαίνει τα σκαλιά για να τον συναντήσει. Με το που φωτίστηκε το πρόσωπό της, έκανε ένα βήμα πίσω σχεδόν σαστισμένος. Θα έλεγε κανείς ότι σχεδόν τραντάχτηκε από τη θωριά της. Θα έλεγε κανείς ότι σχεδόν πήρε πίσω όλα όσα κατά καιρούς έχει ξεστομίσει για την αδικία του σύμπαντος αυτού.
Η κατάξανθη δεσποινίς με τα μπλε μάτια και το απλό αλλα πανέμορφο φόρεμα άρχισε να του μιλάει. «Επιτέλους ήρθες, σε περίμενα». Οι λέξεις αντήχησαν σαν βαρύ αμόνι στο μυαλό του. Σαν κάθε λεξη να τον εγκλώβιζε σε εκείνο το σημείο που ήταν. Προσπάθησε να γυρίσει να κοιτάξει από την άλλη. Ορκιζόταν ότι έβλεπε μια φευγαλέα αύρα γύρω απο εκείνη τη δεσποινίδα. Μάλλον το χανγόβερ του έκανε κόλπα. Δεν μπορούσε να γυρίσει όμως, το κεφάλι του ήταν κλειδωμενο από μια άγνωστη αιτία.
«Μη φοβάσαι» τον πρόσταξε η φωνή της. Σίγουρα δεν φοβόταν, κάθε άλλο, είχε κυριευθεί από μια ανείπωτη μαγεία. Λες και ερωτεύτηκε τη νεράιδα της λίμνης. Στεκόταν ανίκανος να κάνει κάτι.Το μόνο που ήθελε ήταν να περάσει πολλές ώρες, μέρες, χρόνια, με αυτό το πλάσμα που μόλις συνάντησε και τον αιχμαλώτισε έτσι. Η δίψα για ζωή τον κυρίευσε στιγμιαία από πάνω μέχρι κάτω. Ήθελε να γευτεί τα πάντα και να φωνάξει, γι’ αυτήν και μόνο, ότι τελικά μάλλον είχε άδικο τόσο καιρό. Τον πλησίασε και του κράτησε τα χέρια. «Ήρθε η ώρα» του είπε. «Ήρθε η ώρα που ό,τι συνάντησες, θα ξεχάσες. Ό,τι σε πείραξε θα διαγραφεί. Ό,τι σε έκανε να νιώθεις άβολα και απόκληρα θα τελειώσει. Ήρθε η στιγμή της ατελείωτης γλυκιάς λήθης». Προσπάθησε να τραβηχτεί. Ένιωθε έναν πανικό μέσα του. Ετοιμαζόταν να νιώσει και άλλα. Ήρθε πιο κοντά του και του ψθύρισε: «Εκεί πάνω βλέπουμε, παρατηρούμε και αποφασίζουμε. Και αποφάσισα για σένα». «Μα τι είχε αποφασίσει» σκέφτηκε; Πού εκεί πάνω; Τι λέει;
Τότε τον φίλησε απαλά στα χείλη του. «Αυτό ειναι το μάθημά σου το τελευταίο», είπε. «Τώρα μπορείς να παραδοθείς στον θάνατο, που με τόση φαντασία δημιουύργησες για όλους γύρω σου. Αυτή ειναι η ετυμηγορία μας και η ποινή σου». Έκλεισε τα μάτια του ξαφνικά,και παραδόθηκε στη ζάλη. Τον βρήκαν μετά από δύο μέρες, νεκρό στο πάτωμα.
Social Links: