Δεύτερη μέρα στην Αθήνα σήμερα, μετά από ολιγοήμερες διακοπές, οι οποίες συνδυάστηκαν με το πιο πολιτικοποιημένο Pride της επικράτειας, στο Ρέθυμνο. Η εξιστόρηση αυτή εγγράφεται στις ευρύτερες διηγήσεις ιστοριών που…

«Να αγαπάτε τους Έλληνες πρώτα» ή καθημερινές δόσεις φασισμού στα μέσα

Δεύτερη μέρα στην Αθήνα σήμερα, μετά από ολιγοήμερες διακοπές, οι οποίες συνδυάστηκαν με το πιο πολιτικοποιημένο Pride της επικράτειας, στο Ρέθυμνο. Η εξιστόρηση αυτή εγγράφεται στις ευρύτερες διηγήσεις ιστοριών που συμβαίνουν στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Τα τελευταία μας αναγκάζουν να δούμε, να συνομιλήσουμε και να διαπραγματευτούμε το «διαφορετικό», αυτό με το οποίο δεν θα συνδιαλεγόμασταν σε μια πολιτική συνέλευση, σε μια παρέα ή στον χώρο της δουλειάς. Ίσως ακριβώς επειδή μας επιτρέπουν να βαυκαλιστούμε θεωρώντας εαυτούς κοινωνικούς επιστήμονες, που βγάζουν τα πορίσματά τους,  οι αφηγήσεις αυτές είναι αρκετά διαδεδομένες στα social media και μάλλον όχι άδικα. Το δικό μου story έχει ως εξής:

Μεσημέρι, ο ήλιος ένας μικρός τύραννος, αλλά οι φασίστες δεν φαίνεται να πτοούνται. Παρά τη συνήθη μεταφορά που τους εικονίζει εύγλωττα ως σκουλήκια που βγαίνουν  μετά τη βροχή, το νεοφυές τους είδος ανθίσταται ακόμα και στον καύσωνα και εξαπολύει πυώδες μίσος ανά πάσα στιγμή.

13606468_508462656018922_2645809872627682803_n

Είμαστε στο τρόλεϊ και κάποιες φωνές διαταράσσουν τη μεσημεριανή ατονία μας. Από αυτές ξεχωρίζει η φωνή ενός κυρίου γύρω στα πενήντα που προτρέπει τους επιβαίνοντες να «αγαπάνε τους Έλληνες πρώτα». Η νουθεσία του αυτή έρχεται προς επίρρωση των λόγων έτερου Ελληναρά, ο οποίος φώναζε σε μια γυναίκα – ίσως Ρομά – να «μαζευτεί». Στα πίσω καθίσματα εγώ μόλις είχα βοηθήσει μια μετανάστρια με το κινητό της και σχολιάζαμε πόσο ψεύτικα έχουν καταντήσει πια. Στις φωνές του μεσήλικα(τη μισώ αυτή τη λέξη) η γυναίκα Ρομά αλλάζει θέση, ενώ ο φρουρός της ευταξίας του λεωφορείου πανηγυρίζει τη μικρή του νίκη με τον κύριο «να αγαπάτε τους Έλληνες πρώτα».

Τα στρατόπεδα αστραπιαία αρχίζουν να σχηματοποιούνται. Έτερος –γεράκος–  παρεμβαίνει στη συζήτηση, για να πει πως οι μετανάστες έχουν σώσει τους ηλικιωμένους στη χώρα μας και τους οφείλουμε –αν μη τι άλλο– σεβασμό. Εκείνος, μας λέει, έχει δουλέψει στην Αμερική και ξέρει τι να πάει ξενιτιά. Στιγμιαία ανάταση από τον νέο μου σύμμαχο. Και μιας και έπεσε το χαρτί της δουλειάς, ο ένας Ελληναράς θα δηλώσει πως και εκείνος οδηγούσε χρόνια φορτηγό και «έχουν δει πολλά τα μάτια του». Το σκουλήκι δηλαδή του θέρους δεν φαίνεται να συγκινείται από Αμερικές και ιστορίες για μετανάστευση. Αναμασά το επιχείρημα που του έμαθαν οι αρχισκώληκές του: «Εμείς δώσαμε τα γράμματα στον κόσμο». Αυτή τη φορά η απάντηση έρχεται από μένα, που αρχίζω να ξυπνώ: «για να τα χάσουμε κάπου στην πορεία».

Το στρατόπεδο του «αντιφασισμού» αρχίζει να ηττάται αριθμητικά. Διπλανή γυναίκα θα βρεθεί να με εγκαλέσει, ώστε να μην ανακατεύομαι στη συζήτηση των μεγαλύτερων και πως μόνο να ενοχλώ ξέρω μιλώντας στο μαραφέτι μου (διάβαζε κινητό). Η μετανάστρια δίπλα μου αλλάζει θέση και παραμένει αδρανής, όπως και το υπόλοιπο λεωφορείο.

Ο διαπληκτισμός συνεχίζει και τους μπήζω τις φωνές, οπότε ο ένας κατεβαίνει στην επόμενη στάση και ο άλλος αναγκάζεται να σωπάσει. Η νίκη, ωστόσο, μάλλον ήταν πύρρειος. Στη συνείδηση των υπόλοιπων, μάλλον εγώ και ο παππούς ήμασταν οι πωρωμένοι ανθέλληνες. Δεν πειράζει, ανέλπιστε σύμμαχέ μου, για κάθε δύο εφήβους που ασχολούνται με τη διδασκαλία των αρχαίων πιότερο, υπάρχεις εσύ, να κάνεις όλη τη «βρωμοδουλειά».