Η είδηση για τη μείωση του χρόνου φυλάκισης δύο καταδικασθέντων ανδρών για βιασμό στην Κύπρο, έφτασε στα αυτιά μου τη στιγμή που μελετούσα ένα βιβλίο κινηματικής φεμινίστριας νομικού για δίκες…

Σα να μην πέρασε μια μέρα: η κουλτούρα του βιασμού στα δικαστήρια

Η είδηση για τη μείωση του χρόνου φυλάκισης δύο καταδικασθέντων ανδρών για βιασμό στην Κύπρο, έφτασε στα αυτιά μου τη στιγμή που μελετούσα ένα βιβλίο κινηματικής φεμινίστριας νομικού για δίκες στις οποίες παρευρέθηκε ως μέλος φεμινιστικών ομάδων.

Στο βιβλίο αυτό[1] υπογραμμίστηκε ιδιαίτερα ως βασικό συστατικό της ιδεολογίας/κουλτούρας του βιασμού το δικαστικό σύστημα. Πέρα από τις δυσκολίες που συναντούσαν τα θύματα στην καταγγελία τους στην αστυνομία, στην επαφή τους με τον ιατροδικαστή και τον ανακριτή, η ίδια η δίκη εξελισσόταν πλείστες φορές σε μια ταπεινωτική και μισογύνικη διαδικασία.

Ενώ το δόγμα «αθώος μέχρι αποδείξεως του εναντίου» κάλυπτε απόλυτα τον φερόμενο ως δράστη, το θύμα δεν απολάμβανε την ίδια ασφάλεια. Η πρότερη σεξουαλική ζωή του εξεταζόταν ενδελεχώς, οι συνθήκες του βιασμού ανασυστήνονταν προκειμένου να διαφανεί ενδεχόμενη ευθύνη του, ενώ ήταν διάχυτη η καχυποψία απέναντι στη «λάγνα» γυναίκα (νέα, τουρίστρια, εργαζόμενη τη νύχτα) που «πήγαινε γυρεύοντας».

tumblr_mk6z6jseKr1rrd224o1_500

Οι δίκες από το μακρινό ‘80 που τόσο ωραία αφηγηματοποιεί η Καίτη Παπαρρήγα – Κωσταβάρα φαντάζουν να έχουν κληροδοτήσει έναν πατριαρχικό και σεξιστικό κώδικα και στις σημερινές.

Έτσι, στη δίκη της 20ης Οκτωβρίου 1984 η νεαρή γερμανίδα Ίγκε, αποδείχτηκε πως βιάστηκε στην Αλόννησο από έναν 55 χρόνο ντόπιο άντρα. Ήταν ένας «σωστός οικογενειάρχης» όπως εμμενώς προσπαθούσε να πείσει η υπεράσπισή του. Ήταν ένας οικογενειάρχης που έπρεπε να προφυλαχτεί σύμφωνα με την κοινή γνώμη του νησιού.  Κλασσικό μοτίβο της γραμμής του εισαγγελέα ήταν να καταστήσει τη γυναίκα – θύμα ηθικά επιλήψιμη, με το να τονίσει την έλλειψη ενσώματης αντίδρασης, αλλά και τις προηγούμενες σεξουαλικές εμπειρίες της. Ήταν ως να αναγνώριζε πως θύματα βιασμού είναι μονάχα οι «αγνές» γυναίκες που βρήκαν το κουράγιο να ανταποδώσουν τα χτυπήματα στον βιαστή. Διαβάζουμε λοιπόν τα εξής εμέσματα:

«Γιατί δεν αντιστάθηκες και ακολούθησες τον βιαστή σου, όταν σου πρότεινε να μπεις στο γειτονικό χωράφι;» «Πώς είσαι σίγουρη ότι είχε όπλο;» «Πώς το ήξερες ότι ήταν πραγματικό όπλο; Μπορεί να ήταν και παιχνίδι».

Το ίδιο σκεπτικό που θέτει τη μη πρόκληση επιπρόσθετης σωματικής βλάβης (λες και αυτή καθαυτή η σεξουαλική βία του βιασμού δεν είναι σκληρή σωματική βλάβη) ως ελαφρυντικό, αντανακλάται και στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της Κύπρου. Διαβάζουμε στο σκεπτικό της μείωσης της 17χρονης ποινής κατά δύο έτη πως: «Σημειώνουμε πως δε χρησιμοποιήθηκε υπέρμετρη βία για τον εξαναγκασμό του θύματος, αλλά μόνο εκφοβισμός και ένα χαστούκι». Αφού λοιπόν τουλάχιστον οι βιαστές έκαναν χρήση της σάρκας και επέστρεψαν τα κόκαλα – για να παραφράσουμε τον Καζαντζάκη – τους αναγνωρίζεται ένα ελαφρυντικό. Ένα ελαφρυντικό που υπαινίσσεται ότι το θύμα ίσως εν μέρει συναινούσε. Αφού λύγισε σε ένα χαστούκι και σε λίγο βρισίδι ίσως «τα ήθελε ο κώλος της, της παλιοκαριόλας», όπως θα διαβάζουμε σε άπειρα διαδικτυακά σχόλια που άπτονται του βιασμού.

Ο εισαγγελέας στη δίκη της Ίγκε είχε τουλάχιστον το θράσος να παραδεχτεί πως «Καλείσθε να κρίνετε ανάμεσα στην τιμή μιας Γερμανίδας και την ελευθερία ενός Έλληνα. Σήμερα θα κριθεί η κοινωνική εξέλιξη και η θέση της γυναίκας. Γιατί, από τον καιρό που εγκατέλειψε η γυναίκα το βασίλειό της, ο κόσμος γέμισε από ψυχιατρεία».

203102b9270a1aca93bcd62c43230fcf

Βέβαια, στην περίπτωση της Κύπρου θύμα και θύτες είναι μη Κύπριοι. Έτσι, τουλάχιστον δε βλέπουμε να διακυβεύονται εθνικές αξιοπρέπειες και τιμές. Ωστόσο, η φρικώδης πράξη του βιασμού απομειώνεται στη βάση της μη άσκησης επιπρόσθετης βίας από πλευράς του θύτη. Λες και η βία μετριέται με τις μεζούρες. Τόσα τα χαστούκια, τόσο το τράβηγμα από τα μαλλιά, τόσα εκατοστά το σκίσιμο της μπλούζας.

Και μιας και η έδρα θέλει πολύ αίμα, για να πειστεί, ας υπενθυμίσουμε την περίπτωση της 19χρονης Γαλλίδας στα Χανιά. Η δίκη πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβρη του 1985 στο Ρέθυμνο. Εκεί το θύμα μετά βίας αναγνωρίζεται μετά την πράξη. Όπως λέει χαρακτηριστικά γυναίκα του κινήματος: «Όταν την είδα στο νοσοκομείο, η πρώτη λέξη που μου ήρθε στο μυαλό ήταν η λέξη «κιμάς». Αυτό ακριβώς μου θύμιζε το πρόσωπο του θύματος. Πάλι, όμως, οι αρχές δε φαίνεται να λυγίζουν ούτε με αυτό. Η Ασφάλεια τρενάρει να πάρει καταθέσεις. Ο εφημερεύων γιατρός αρνείται να την εξετάσει. Ο εισαγγελέας δεν ειδοποιείται αμέσως.

Αυτή η ματιά στο παρελθόν γίνεται για να παραδεχτούμε πως δεν έχουμε τελειώσει με την κουλτούρα του βιασμού. Όχι μόνο στο επίπεδο των επικίνδυνων κλαρινογαμπρών που θα εγκαλούν τις γυναίκες για το ντύσιμό τους και θα κάνουν το λογικό άλμα λέγοντας «φταίει ο βιαστής μετά;», αλλά και στο επίπεδο των θεσμών. Αστυνομία, γιατροί, δικαστές έχουν ακόμα το αίμα της πατριαρχίας πάνω τους.

[1] Καίτη Παπαρρήγα Κωσταβάρα, Βιασμός: Το έγκλημα, η δίκη, ο νόμος και οι κοινωνικές αντιλήψεις, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2007