Όπως έγινε πρόσφατα γνωστό, στην ταινία The Last Tango in Paris η σκηνή του βιασμού της Μαρία Σνάιντερ από τον Μάρλον Μπράντο δεν ήταν και τόσο «σκηνοθετημένη». Ύστερα από δημοσίευση στο ίντερνετ ενός αποσπάσματος στο οποίο ο σκηνοθέτης Μπερνάντο Μπερτολούτσι ομολογεί την εν μέρει ρεαλιστικότητα της σκηνής, μπορούμε να μιλάμε ξεκάθαρα για κουλτούρα βιασμού.
Τα λόγια του σκηνοθέτη ήταν τα εξής : «Κατά κάποιον τρόπο ήμουν απαίσιος στη Μαρία επειδή δεν της είπα τι γίνεται. Επειδή ήθελα την αντίδραση ενός κοριτσιού και όχι μιας ηθοποιού. Ήθελα να αντιδράσει ταπεινωμένη. Για αυτό φωνάζει «Όχι, όχι!». Νομίζω πως μίσησε και εμένα και το Μάρλον γιατί δεν της είπαμε την λεπτομέρεια της χρήσης βουτύρου ως λιπαντικού» και συνεχίζει «ακόμα νιώθω ενοχή για αυτό. Νιώθω ενοχή αλλά δεν το μετανιώνω». Το σχετικό απόσπασμα της ταινίας είναι επίσης διαθέσιμο:
Μπορούμε από τα παραπάνω προφανώς να αντιληφθούμε την αντίδραση της ηθοποιού όταν κατάλαβε ότι η σκηνή δεν θα γίνει με κάποιο από τα κλασικά τρικ αληθοφάνειας που χρησιμοποιούνται σε αυτές τις περιπτώσεις.
Το συγκεκριμένο περιστατικό αποτελεί μία πολύ καλή ευκαιρία για να ξεκινήσει ένας διάλογος με τα εξής σημεία: πού ξεκινάνε και που σταματάνε τα όρια της «Τέχνης»; Προωθείται η κουλτούρα του βιασμού, η φαλλοκρατία και ο φετιχισμός του γυναικείου σώματος από χώρους όπως αυτός της τέχνης; Φέρουμε ευθύνη ως «καταναλωτές»;
Θα μπορούσε πολύ εύκολα να πει κανείς ότι η Τέχνη δεν «χωράει» σε ορισμούς και δεν έχει όρια. Όπως έχει πει και ο Τζιντού Κρισναμούρτι: «μόλις οριοθετείται κάτι είναι νεκρό». Η Τέχνη πράγματι είναι κάτι απέραντο και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να βάλει μία ιεραρχία σε όλο αυτό και να κάνει διακρίσεις του τύπου «υψηλή» τέχνη, ναΐφ, κ.ο.κ.
Είναι λοιπόν σχεδόν αυτονόητο ότι στο κομμάτι της καλλιτεχνικής έκφρασης ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει χωρίς κανέναν περιορισμό. Τα δεδομένα όμως αλλάζουν όταν μιλάμε για τα άτομα που στελεχώνουν θέσεις εργασίας σχετικές με την τέχνη. Σε αυτή την περίπτωση οι καλλιτέχνες αποσκοπούν στην ενσάρκωση του καλλιτεχνικού τους οράματος χρησιμοποιώντας τους συντελεστές (βλέπε ηθοποιοί και μοντέλα) σαν εργαλεία. Από τη στιγμή λοιπόν που μιλάμε για εργατικό δυναμικό, γίνεται αυτόματος λόγος και για δεοντολογία, εργασιακά και θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, όπως η αυτοδιάθεση του σώματος.
Η περίπτωση του Μπερτολούτσι δεν είναι η πρώτη που αναφέρεται στον χώρο του κινηματογράφου. Παρόμοια περιστατικά έχουν ακουστεί και για άλλους γνωστούς σκηνοθέτες, όπως ο Χίτσκοκ και ο Κιούμπρικ. Υπάρχουν άπειρα παραδείγματα από τον χώρο της τέχνης που αποδεικνύουν την κακομεταχείριση και τον φετιχισμό του γυναικείου σώματος. Ένα από αυτά είναι και αυτό του φωτογράφου Terry Richardson, που έχει κατηγορηθεί για μυσογυνισμό.
Το ερώτημα που προκύπτει από όλα αυτά είναι το εάν οι θεατές και γενικά οι αποδέκτες οποιωνδήποτε καλλιτεχνικών έργων φέρουμε ευθύνη ως προς το ποιους καλλιτέχνες προωθούμε έμμεσα με την υποστήριξή μας. Οι έννοιες της αισθητικής και του γούστου πολλές φορές είναι αδικαιολόγητες, ανεξέλεγκτες και πηγαίες. Ο Χίτλερ, πέρα από ναζιστής, ήταν και καλλιτέχνης. Αν δείχναμε έργα του σε κάποιον χωρίς να τον ενημερώσουμε ποιος είναι ο δημιουργός τους, ενδεχομένως να του άρεσαν. Σίγουρα θα δημιουργούνταν αμηχανία όταν θα μάθαινε ποιος τα φιλοτέχνησε. Άρα υπάρχει λύση; Καταπιέζουμε την εσωτερική μας ανάγκη για αισθητική απόλαυση και «μποϊκοτάρουμε» τέτοιους καλλιτέχνες ή βάζουμε παρωπίδες αγνοώντας τα μελανά σημεία τους; Η λύση βρίσκεται στη μέση και σχετίζεται με τη συνεχή ενημέρωση και τη συνειδητή κατανάλωση καλλιτεχνικών αγαθών.
Ίσως όλα αυτά φαίνονται υπερβολικά σε κάποιους οι οποίοι θα πουν «έλα μωρέ σιγά τι έγινε». Η απάντηση σε όλους αυτούς είναι ότι έννοιες όπως ο ρατσισμός, ο σεξισμός, η φαλλοκρατία και η ομοφοβία ξεκινούν από τα μικρά και φαινομενικά ασήμαντα πράγματα. Όσο λοιπόν εθελοτυφλούμε, φέρουμε μερίδιο ευθύνης για αυτή την κατάσταση και συμβάλλουμε έμμεσα με τη συγκατάθεσή μας στην προώθηση τέτοιων ακραίων «δογμάτων».
Social Links: