Τα 3 πρώτα Βιβλία του Αίματος είναι ό,τι καλύτερο έχω διαβάσει σε σύγχρονη (μετά τα ’50s) λογοτεχνία του τρόμου και θρόνιασαν στο μυαλό μου τον Clive Barker ως τον αρτιότερο συγγραφέα του είδους στην post-pulp περίοδο. Πριν από κάποιο διάστημα ξεμπέρδεψα με την τέταρτη ανάγνωση του πρώτου από αυτά, η οποία ήταν και ευκαιρία για να το πιάσω ιστορία-ιστορία και να εκθειάσω καθεμία όπως της αρμόζει, με κάποια αρκετά ήπια spoilers για καθεμία, πλην της τελευταίας.
Το Βιβλίο του Αίματος
Ένα στοιχειωμένο σπίτι, το οποίο αποτελεί κόμβο για τις λεωφόρους των νεκρών. Ένα ψευτο-μέντιουμ, χαμένο ανάμεσα στην απληστία και το εφηβικό σεξουαλικό πάθος (κι ας είναι η αρχική ματιά του επ’ αυτού τελείως υλιστική/σωματική). Μια παραψυχολόγος ερευνήτρια με σκοπό ζωής την αντικειμενική καταγραφή έστω κι ενός σχετικού με το πεδίο της φαινομένου, η οποία όμως λαχταρά για το νεαρό κορμί του (οριακά) πειραματόζωού της. Η χαλαρότητα του φράγματος μεταξύ αυτού και του άλλου κόσμου.
Αυτά είναι τα στοιχεία που συνθέτουν την εισαγωγή του εξάτομου πρώτου έργου του Clive Barker, η οποία ξεπερνά τον χαρακτηρισμό της, νοηματοδοτώντας από μόνη της τον πυρήνα γύρω από τον οποίο θα εξελιχθούν τα υπόλοιπα διηγήματα, αλλά και στεκόμενη αυτούσια ως ένα κρυστάλλινο δείγμα αυτού που θα επακολουθήσει. Γραφή άμεση και συνάμα λυρική, μπολιασμένη με το υπερφυσικό. Η αρχαιοελληνική Ύβρις σε πρώτο πλάνο, αμείλικτη απέναντι στη θρασύτητα του αγύρτη. Τα πνεύματα δρέπουν βαρύ φόρο για τον εμπαιγμό τους. Ένα παλίμψηστο μεταθανάτιων εμπειριών που διασώζεται με την επιτέλους εκδηλωμένη επιθυμία της πρωταγωνίστριας. Μια εικονοπλασία που θαμπώνει ακόμη και σήμερα. Ένα βιβλίο γραμμένο σε αίμα.
Η Κρεοφόρος του Μεσονυχτίου
Νέα Υόρκη, η πόλη των Απολαύσεων, το Απαγορευμένο Μήλο. Ένας καρπός που έδρεψαν οι άποικοι, δίχως να λογαριάσουν Αυτούς που ήταν εκεί πριν από τους ίδιους. Μια πόλη που γιγαντώθηκε χωρίς να αποτίσει φόρο τιμής στο παρελθόν. Εδώ ο Barker ξεγυμνώνει το προσωπείο ΤΗΣ Μεγαλούπολης του κόσμου, χωρίς να καταφύγει σε ιδιαίτερα τεχνάσματα. Μέσω υπονοούμενων ειδησεογραφικών τίτλων, οι οποίοι ελάχιστα θα εξέπλητταν το Νεοϋορκέζο του 80. Η αποκαθήλωση της ιδανικά πλασμένης (εκ του ασφαλούς, εκ της εξ αποστάσεως άγνοιας) εικόνας για την πρωτεύουσα του πλανήτη. Η αλήθεια είναι πως δεν παρουσιάζει κάτι καινούριο· πολύ πριν από αυτόν η εικόνα της Νέας Υόρκης είχε απογυμνωθεί μέσω της τέχνης. Καταφέρνει όμως μέσα σε ελάχιστες σελίδες να παρουσιάσει ένα παραμορφωμένο είδωλο της Πόλης, ως άλλου τεκνοβόρου Κρόνου.
Κάτω από το μυγιάγγιχτο προσωπείο του Νέου Άμστερνταμ κουλουριάζονται οι Πατέρες της πόλης, πάνω στους οποίους στηρίζεται η διαιώνιση του αμερικανικού ονείρου, με τίμημα λίγες από τις σάρκες των κατοίκων, απρόθυμων Ιφιγενειών. Με όχημα τον διακορευτή ηλεκτρικό, ο οποίος μετατρέπεται σε κινούμενο χασάπικο, μεταφέροντας σαν ομφάλιος λώρος την τροφή στα ανείπωτα πλάσματα των θεμελίων της πόλης. Η Λαβκραφτική ματιά είναι εμφανέστατη εδώ, στην σκιώδη περιγραφή του αρχέγονου πλάσματος μέσα στα σπλάχνα του Big Apple. Ο κανιβαλισμός αφενός πρόδηλος, καταρρίπτεται μέσα από την τεράστια απόσταση που χωρίζει τους Παλαιούς από τους νέους. Μόνο σημείο επαφής η γλώσσα, η οποία αποκόπτεται εν τέλει και κατασπαράζεται.
Η «Κρεοφόρος» είναι ίσως το πιο γνωστό διήγημα του Barker, έχει αποτελέσει σημείο έμπνευσης στη μετέπειτα τέχνη (μουσική και κινηματογράφος –δεν έχω δει την ταινία του 2008, και επιφυλάσσομαι), και ξεκινάει τη ροή των «κανονικών» διηγημάτων των Βιβλίων του Αίματος με τον καλύτερο τρόπο.
Το Φλυαρούδι και ο Τζακ
Ένα ανάλαφρο διάλειμμα αρκετά νωρίς. Το συγκεκριμένο διήγημα διαφέρει από τα υπόλοιπα λόγω ύφους, καθώς τη θέση του τρόμου καταλαμβάνει εδώ το χιούμορ. Το Φλυαρούδι, ένας άσημος δαίμονας, έχει αναλάβει τον εκμαυλισμό του πρωταγωνιστή Τζακ, με απώτερο σκοπό να καταλήξει η ψυχή του Τζακ στα χέρια των αφεντών του (είθε να βασιλεύουν αιώνια, είθε να χέζουν ανάλαφρα στα κεφάλια των καταδικασμένων για πάντα). Ο Τζακ όμως αποδεικνύεται απαθέστερος πάντων, αντιμετωπίζοντας με φαινομενικά απύθμενη ψυχραιμία κάθε δεινό που σκάει το Φλυαρούδι πάνω του (μεταξύ των οποίων οι θεαματικοί θάνατοι των τριών γατιών του –Φρέντυ Πρώτος, Δεύτερος και Τρίτος).
Εκ πρώτης όψεως, η ιστορία φαντάζει σχεδόν σαν μια παρανοϊκά ανεστραμμένη εκδοχή του Φάουστ. Από τη μια φτάνεις να λυπάσαι το καημένο το Φλυαρούδι, που άκαρπα προσπαθεί να αποτρελάνει το θνητό του θύμα. Η συμπεριφορά του Τζακ είναι όμως που καταλήγει να δημιουργεί ερωτήματα σχετικά με την αξία της ψυχής ενός ατόμου, όταν η τύχη αυτής έρχεται σε οριακά ευθεία αντιπαράθεση με την ψυχική υγεία των παιδιών του. Το φινάλε ευτυχώς είναι αρκούντως συμμαζευτικό, σώζοντάς μας και από δακρύβρεχτες απορίες του στυλ «ρε γαμώτο, που θα βρει τα λεφτά ο Τζακ να επανορθώσει το σαλόνι του που το έβαλε στο μπλέντερ το Φλυαρούδι;». Ένα μικρό κομψοτέχνημα που δεν το περιμένεις από τον Barker εκείνης της περιόδου.
Μπλουζ Αίματος για ένα Γουρούνι
Αποπνικτικό σαν κατάμεστο τρόλεϊ που ανεβαίνει την Κυψέλης τέλη Ιουνίου. Ασφυκτική ιδρωτίλα, βρώμα που πασαλείβεται πάνω σου και μένει εκεί για πολλές σελίδες μετά. Το μπλουζ αίματος για ένα γουρούνι είναι από τα πιο σκατόψυχα πράγματα που έχει γράψει ο Barker και το ότι έπεται του Φλυαρουδίου μεγιστοποιεί αυτό το χαρακτηριστικό του. Από την ατμόσφαιρα του απομονωμένου αναμορφωτήριου ανηλίκων, με την ωμή σκιαγράφηση των δίχως μέλλον τροφίμων, μέχρι την περιβάλλουσα το κτίριο wasteland, εν είδει νοητής τάφρου και ως το χοιροστάσιο-καθρέφτη της διαβρωτικής δράσης του εγκλεισμού, εδώ το οξυγόνο είναι περιορισμένο και άκρως νοθευμένο. Ο πρωταγωνιστής, πρώην αστυνομικός, πιάνει δουλειά ως καθηγητής-αναμορφωτής, προσπαθεί να ταρακουνήσει τα νωχελικά δεσμά των μοιρολατρικών εφήβων, ερωτεύεται σχεδόν έναν ασθενικό και καταδικασμένο μαθητή του. Η πρόσφατη εξαφάνιση ενός λαμπρού αγοριού, το οποίο δεν ήθελε να ενηλικιωθεί, έχει απλώσει ένα τελετουργικό δίχτυ πάνω από σύσσωμο τον πληθυσμό της φυλακής, με κεντρικό βαρίδι την τεράστια γουρούνα του οικιστικού συμπλέγματος. Το νοητικό ντουμάνιασμα καλά κρατεί μέχρι το τέλος του διηγήματος.
Η ιστορία μπλέκει με άριστο τρόπο το ανθρώπινο με το υπερφυσικό, ενώ πετάει πολύ δυνατές και βίαιες εικόνες στον αναγνώστη. Διαιώνιση μέσω βρώσης και αφομοίωσης, χοιρινό εις χοιρινό απελεύσει. Καμία ελπίδα εδώ, μόνο μια κατρακύλα στα ένστικτα της αρχέγονης θρησκευτικότητας, αλλά και στηλίτευση του σωφρονιστικού συστήματος. Ανάγνωσμα που σε κάνει να χρειάζεσαι μπάνιο μετά.
Σεξ, Θάνατος κι Αστροφεγγιά
Εδώ έχουμε μια πετυχημένη δοκιμή του Barker πάνω στην κλασσική ghost story ιδέα. Ένα παλιό θέατρο το οποίο ο χρόνος έχει κάμψει ανεπιστρεπτί, μια τελευταία παράσταση για χάρη αλλοτινών μεγαλείων. Ένας θίασος που παραπαίει εκτελεστικά, μια πρωταγωνίστρια που ονειρεύεται το σανίδι σαν ένα σκαλί ακόμη στην κλίμακα της επιτυχίας –δίχως αγάπη για το θέατρο. Ο σκηνοθέτης που προσπαθεί, αλλά είναι παγιδευμένος από τα κατώτερα ένστικτά του. Ένας από μηχανής θεός που σώζει μεν την πρεμιέρα/φινάλε, αλλά καταδικάζει τους συμμετέχοντες. Το διπλανό νεκροταφείο των πάλαι ποτέ αστεριών του «παλιού καλού καιρού», το οποίο δεν αντέχει το βάρος αυτών που κρατάει στην αγκαλιά του. Και με την πτώση της αυλαίας η ουσία του Ράγκναροκ: Αίμα, Φωτιά, και Θάνατος, αυτοί είναι οι πραγματικοί ηθοποιοί, κάτω από το αιώνιο βλέμμα των άστρων.
Ατμοσφαιρικό σε βαθμό που δεν μας συνήθιζε ο Barker, το «Σεξ, Θάνατος κι Αστροφεγγιά» είναι φόρος τιμής στις ιστορίες φαντασμάτων, στις παλιές θεατρικές σκηνές, στη διαβρωτική επέλαση του χρόνου, μπολιασμένο με το προσωπικό στίγμα του συγγραφέα. Οι χαρακτήρες του διηγήματος θα μπορούσαν να ανήκουν οι ίδιοι σε κάποιο θεατρικό κείμενο του παρελθόντος. Τραγικότητα και πάθη, μικρές δομικές ματιές στο αρχαιοελληνικό δράμα, ενώ παράλληλα βλέπουμε και εκ των έσω τη λάσπη του show-biz μικρόκοσμου. Τέλος, η παράδοση των συντελεστών στην ιδέα του Θεάτρου, γυμνωμένοι από τους περιορισμούς της ανθρώπινης φύσης, ένας άχρονος θίασος για ένα εξίσου άχρονο κοινό, σε σκηνές που δε χρειάζονται στέγη, αυλαία, ή κάποιο άλλο φωτισμό πέρα από την αστροφεγγιά.
Στους Λόφους, οι Πόλεις
Το τελευταίο διήγημα του πρώτου Βιβλίου του Αίματος είναι όχι μόνο το καλύτερο ολόκληρης της σειράς, αλλά και ένα από τα κορυφαία και πιο πρωτότυπα στο γενικότερο χώρο του τρόμου/φαντασίας. Προσωπικά το βάζω μέσα στα 3 αγαπημένα μου, κάτω από τα «Όνειρα στο σπίτι της Μάγισσας» του Lovecraft, και τη «Μάσκα του Κόκκινου Θανάτου» του Poe. Παρόλο που στα προηγούμενα διηγήματα υπήρχαν αρκετά spoilers, εδώ θα είμαι όσο πιο ασαφής και λιγομίλητος μπορώ, γιατί η μαγεία του «Στους Λόφους, οι Πόλεις» έχει να κάνει και με το σοκ που σου προκαλεί η παρθενική ανάγνωση.
Πολύ επιγραμματικά: Ένα νιόπαντρο ζευγάρι κάνει μήνα του μέλιτος στα Βαλκάνια, και κάποια στιγμή χάνεται οδηγώντας κάπου στους λόφους της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Εκεί κοντά υπάρχουν δυο μεγάλα χωριά, τα οποία ανά μεγάλα χρονικά διαστήματα οργανώνουν έναν αγώνα μεταξύ τους. Αυτά.
Το διήγημα εναλλάσσεται μεταξύ τριών οπτικών γωνιών: αυτές των δυο πρωταγωνιστών και αυτής ενός κατοίκου ενός από τα χωριά. Ανακατεύει φαντασιακές προχριστιανικές κελτικές τελετουργίες (και κατά συνέπεια λίγο από το Wicker Man), την προεμφυλιακή παρακμή της Γιουγκοσλαβίας, κάποιες πολιτικές μεταφορές. Και με αυτά τα υλικά γεννάει εκπληκτικές εικόνες απάνθρωπου δέους και βιβλικής ανόδου-και-πτώσης. Μια εύκολη ερμηνευτική λύση είναι το να θεωρήσεις το διήγημα μια μεταφορά για τον κομμουνισμό –όπως τον είχε στο μυαλό του ο (Βρετανός) Barker εκείνης της εποχής. Αλλά το «Στους Λόφους, οι Πόλεις» είναι κάτι πολύ παραπάνω, το οποίο μόνο βιώνεται.
Social Links: