Οι Mastodon είναι το συγκρότημα που έχω ακούσει περισσότερο στη ζωή μου μετά τους Metallica. Είναι οι ήρωες της δικής μου γενιάς, κάτι που έκανε πολύ κόσμο εκεί στις αρχές των ’00s (σε ένα πολύ ρευστό μουσικό πεδίο) να τους φορτώσει αβάδιστα την ταμπέλα των «σωτήρων» του metal. Ε, λοιπόν, αφενός το metal δεν χρειάζεται τελεολογίες και μεσσιανισμούς, αλλά μια χαρά εξελίσσεται και προχωρά, αφετέρου οι Mastodon, δηλαδή η πιο ενδιαφέρουσα, περιπετειώδης και συναρπαστική metal μπάντα του 21ου αιώνα, απέδειξαν με την πορεία τους ότι είναι πολύ ιδιοσυγκρασιακοί και γήινοι για να σηκώσουν το βάρος της (όποιας) διαδοχής. Είναι οι απόλυτες περσόνες του σημερινού metal, με τα μούσια τους, τα tattoo τους, τα drugs τους, τις nerd εμμονές τους, το underground υπόβαθρό τους και, κυρίως, την ψαρωτική σειρά από συγκλονιστικά albums που διευρύνεται με το “Emperor of Sand”.
Αυτό που παρατηρώ στο έβδομο album των Mastodon, είναι πόσο εκπληκτικά έχει συντελεστεί η ωρίμανσή τους στους τομείς της σύνθεσης και της ερμηνείας- για εκτέλεση ούτε λόγος! Κανένα κομμάτι δεν στέκεται από μόνο του, κανένα κομμάτι δεν λειτουργεί αυτόνομα, όλα είναι αναπόσπαστα μέρη ενός concept που πραγματεύεται την αρρώστια και τη θνητότητα, δηλαδή πώς αξιοποιούμε το δώρο της ζωής μέχρι να έρθει το αναπόφευκτο τέλος. Η μουσική είναι ταιριαστά βαθιά, σκοτεινή και έντονη, με τις δυναμικές να έρχονται κατευθείαν από το “Crack the Skye” και τα κομμάτια να επιδεικνύουν μια αξιοθαύμαστη πληρότητα και ισορροπία ανάμεσα σε όλες τις τάσεις της μπάντας: είναι τεχνικά, είναι μελωδικά (κομβικός ο ρόλος του Brann Dailor, δηλαδή του καλύτερου τραγουδιστή που διαθέτουν, ο οποίος είναι αναβαθμισμένος ερμηνευτικά), είναι πειραματικά, είναι ατμοσφαιρικά (στο “Clandestiny” ακούμε ένα πέρασμα που ξέμεινε από κάποια ταινία του John Carpenter) και, για μπάντα που μισεί το heavy metal (χεχε) είναι τόσο heavy και τόσο metal!
Πίσω από τα θηριώδη riffs του Bill Kelliher, τα απαστράπτοντα solos του Brent Hinds και τη λειτουργική all-around παρουσία του Troy Sanders, είναι εμφανές πως το album είναι αρκετά «τραγουδιστο-κεντρικό», συνεπώς οι εναλλαγές μεταξύ των τεσσάρων φωνών είναι αυτές που συμβάλλουν στη ροή και τη διάθεση του εκάστοτε κομματιού. Tα hooks είναι όλα πελώρια, τα ρεφρέν γράφουν με το που ακούγονται, τα δε κουπλέ (τραγουδώ το “Steambreather” και στον ύπνο μου) σε προκαλούν τα να συνοδεύσεις! Ο τρόπος που έχει στηθεί αυτή η διαδοχή ρόλων είναι μελετημένος μέχρι κεραίας, με την κρυστάλλινη παραγωγή του σπουδαίου Brendan O’Brien να προσδίδει την απαραίτητη διαύγεια και να επιτρέπει στον ακροατή να ακολουθήσει το συμβολικό ταξίδι του πρωταγωνιστή καθ’όλη τη διάρκεια του δίσκου, παρά τον όγκο ήχων (το πιάνο που σφραγίζει το “Roots Remain”, η ακουστική κιθάρα που ανοίγει το “Jaguar God” πριν τη διαδεχτεί ένα a-la “Megalodon” ξέσπασμα, το όπλο μαζικής καταστροφής aka Φωνή Scott Kelly στο “Scorpion Breath”, οι δισολίες στη μέση του “Precious Stones”) και την πληθώρα λεπτομερειών που δέχεται.
Εν ολίγοις, οι Mastodon άφησαν την ετερόκλητη πολυσυλλεκτικότητα των δύο προηγούμενων albums, έβαλαν όλες τις τάσεις τους στη σωστή δοσολογία και τις πακέταραν σε ένα ποιοτικότατο, καλοδουλεμένο album γεμάτο από επώδυνα προσωπικά βιώματα, που δεν αποξενώνει τον ακροατή, αντιθέτως του επιτρέπει να συμμετέχει κι αυτός με τις δικές του εμπειρίες, παίρνοντάς τον σε ένα ταξίδι στις εσχατιές του Χρόνου, με όχημα την πιο μεταμοντέρνα μεταλλική/ προοδευτική/ εναλλακτική μουσική που υπάρχει εκεί έξω. Όχι κι άσχημα για… rock ‘n’ roll μπάντα.
Social Links: