To black metal είναι μία μουσική υποκουλτούρα που γεννήθηκε ως επί το πλείστον από τα σπλάχνα μερικών από τα πιο προνομιούχα άτομα στον κόσμο: από λευκούς, μικροαστούς νεαρούς άντρες από την Σκανδιναβία, κάποιοι εκ των οποίων, μέσα στο απόγειο μιας μετεφηβικής επανάστασης εμπνευσμένης από το πιο σκοτεινό είδος του μέταλ, το οποίο υιοθέτησαν και επαναπροσδιορισαν ριζικά, προχώρησαν σε ένα κρεσέντο φαντασιακά επενδυμένης βίας, με (υποτιθέμενο) στόχο την καταστροφή του χριστιανισμού. Έστω κι αν τελικά ήταν οι παράπλευρες δολοφονίες και αυτοκτονίες μελών τους, αποτέλεσμα της νοσηρής, αποστασιοποιημένης στάσης τους για τη ζωή, που θεμελίωσε την θέση και επιρροή τους στην ποπ κουλτούρα, περισσότερο από τις στάχτες των καμμένων εκκλησιών της Νορβηγίας.
Δεν θα πρέπει να εκπλήσσει κάποιον σήμερα το ότι το black metal πλησιάζει, αν δεν ταυτίζεται με την ακροδεξιά όταν εκφράζεται πολιτικά, όντας π.χ. το μόνο μουσικό είδος που διαθέτει ξεχωριστό υποείδος για να αγκαλιάσει τις ξεκάθαρα νεο-ναζιστικές εκφράσεις του (national socialist black metal-nsbm), ενώ ματσίλα, ελιτισμός, εθνικισμός, σεξισμός και ομοφοβία είναι σχεδόν αυτονόητα χαρακτηριστικά μέσα στον παραδοσιακό πυρήνα του. Άλλωστε, ο «σατανικός» εγωκεντρισμός του δε θα μπορούσε παρά να οδηγήσει στο να υπηρετήσει τη λογική της ομάδας που το εξέθρεψε. Παρ΄όλα αυτά, η ποπ αναγνώριση (ή οποία παράλληλα έθαψε πολλές προβληματικές) αλλά και κάποια διφορούμενα αισθητικά του στοιχεία, ήταν έναυσμα τόσο για να εκτιμηθεί από ένα διευρυμένο κοινό, όσο και για να εμφανιστούν κάποιες περιορισμένου βαθμού τάσεις επανοικειοποίησης και επανανοηματοδότησης του (από τις αναρχικές, κολλεκτιβιστικές τάσεις της αμερικάνικης σκηνής της Cascadia, μέχρι μεταμοντέρνα, post πειράματα).
Η αλήθεια είναι όμως ότι στην πλειοψηφία του, το ευρωπαϊκό black metal εξέφραζε διαρκώς έναν προνομιούχο αντικοινωνικό ελιτισμό, για να αφήσουμε στην άκρη τις αισθητικές συνάφειες του με νεοφασισμό, ή το θέμα της εμμονής με τον θάνατο και τις αποκαλυπτικές τάσεις. Το ερώτημα, τόσο για αυτό, όσο και για τα υπόλοιπα λιγότερο, αλλά ακόμα προβληματικά με παρόμοιους τρόπους παρακλάδια του μέταλ, είναι το εξής: υπάρχουν δυνατότητες να αλλάξει κάτι; Θα μπορούσε να εκφράσει το σκοτάδι, η πρωτόγονη δύναμη και ο ρομαντικά προερχόμενος υπερβατισμός του τις επιθυμίες κοινωνικά αποκλεισμένων ομάδων αντί το προνόμιο λίγων, όσο και ιδανικά κοινωνικής δικαιοσύνης, αντί για την αβασάνιστη, α-κοινωνική εξύψωση του εαυτού; Θα είχαν νόημα καν τέτοιες προσπάθειες, ή μήπως η τελική απόρριψη ενός εγγενώς προβληματικού, σε τέτοιο βαθμό, καλλιτεχνικού πλαισίου είναι καλύτερη επιλογή; Θα προσπαθήσω να εξερευνήσω αυτό το ερώτημα με μία σειρά άρθρων τρέφοντας ελπίδες προς την πρώτη απάντηση, εστιάζοντας τόσο σε μερικά από τα πιο προφανή «θετικά» παραδείγματα, όσο και στις προβληματικές περιοχές όπου βρίσκεται ακόμη υπό διαπραγμάτευση η κατεύθυνση τους.
Μία υπόθεση είναι ότι μιας και στην Ευρώπη το (black) metal έχει καταταχθεί πλέον ως αντιδραστική δεξιά υποκουλτούρα, περισσότερη ελπίδα να συμβεί κάτι τέτοιο υπάρχει είτε σε χώρες όπου η ροκ/μέταλ μουσική εκφράζει ακόμα μηνύματα επαναστατικότητας, μέσα στο πλαίσιο της κυρίαρχης κουλτούρας (π.χ. αντι-θρησκευτικό black metal σε θεοκρατικά καθεστώτα) είτε από μειονότητες που για κάποιο λόγο συντονίζονται με το μήνυμα του. Ο ελβετός μιγάς των Zeal & Ardor για παράδειγμα, Manuel Gagneux, o οποίος συνδυάζει στη μουσική του τα blues με το black metal, μας θυμίζει ότι υπήρχε ένα στοιχείο αντίδρασης στην καταπίεση στο δεύτερο κύμα του bm, δηλώνοντας ότι βρίσκει σύνδεση μεταξύ των δύο ειδών στο ότι «ο χριστιανισμός επιβλήθηκε τόσο στους Νορβηγούς όσο και στους Αμερικανούς σκλάβους». Βέβαια, για τους ίδιους τους Νορβηγούς, μία ιστορική ανάμνηση χίλιων χρόνων δύσκολο να δούλευε ως κάτι παραπάνω ως ψευδο-δικαιολόγηση για την εχθρότητα τους απέναντι στον χριστιανισμό, ή οποία ήταν ηθική και ολοκληρωτική. Όμως αυτό δεν έχει απαραίτητα τόση σημασία, όσο η έμπνευση να βρεθούν κοινά σημεία ώστε να μεταλλαχτεί η κουλτούρα, με βάση το βίωμα και την αισθητική διαφορετικών ή περιθωριοποιημένων κοινωνικών ομάδων.
Η σκηνή του γαλλόφωνου καναδικού black metal έχει φέρει τα τελευταία χρόνια στην προσοχή του μέταλ κοινού ένα ζήτημα που μάλλον απέχει από το χαρακτηριστεί ήσσονος σημασίας στα μάτια των περισσοτέρων: αυτό των αποσχιστικών τάσεων της βορειδυτικής επαρχίας του Κεμπέκ. Τα αποσχιστικά κινήματα συνδέονται με την παγκόσμια έξαρση του εθνικισμού τα τελευταία χρόνια, όμως παράλληλα επίσης είναι και το αποτέλεσμα μιας χρόνιας καταπίεσης που υφίσταται μία εθνοτική (η πολιτισμική, η γλωσσική) μειονότητα από μία κυρίαρχη, συνεπώς η αποτίμησή τους από μία αριστερή οπτική δεν είναι εύκολη διαδικασία (θυμόμαστε άλλωστε την πρόσφατη περίπτωση της Σκωτίας). Η αντιφασίστρια, φεμινίστρια και ειδική στο black metal δημοσιογράφος του Noisey, Kim Kelly, έγραφε πριν ένα χρόνο, αναφερόμενη στο πρόσφατο άλμπουμ της πιο γνωστής μπάντας της σκηνής και αυτο-αποκαλούμενης ως πατριωτικής, Forteresse, “Thèmes pour la Rébellion” ότι οφείλουμε να «μελετήσουμε την πολιτική κατάσταση στο Κεμπέκ, καθώς είναι ένα φανταστικό παράδειγμα του πώς ένας κατακτημένος λαός βγάζει άκρη με το Αγγλο-Σαξωνικό αποικιοκρατικό του χανγκόβερ». Γενικώς, η σκηνή του Κεμπέκ χρίζει ευρείας αποδοχής στο μέταλ χώρο και μίας αποφυγής σύνδεσης της με την ακροδεξιά, με την λογική του «πατριωτισμού του κατακτημένου».
Είναι πραγματικά όμως οι γαλλόφωνοι του Κεμπέκ ένας «κατακτημένος λαός» που προσπαθεί να κατανοήσει την κατάστασή του, μαχόμενος για τα δικαιώματά του; Εάν είναι, αποτελεί μία σχετικά μοναδική σύγχρονη περίπτωση όπου μία κυρίαρχη ευρωπαϊκή κουλτούρα (η γαλλική) βρίσκεται καταπιεσμένη ως μεινότητα, απέναντι σε μια άλλη ισχυρότερη. Σύμφωνα με τους ίδιους τους Forteresse, στην συνέντευξή τους για το webzine Ave Noctum «από τότε [μετά το τέλος της επανάστασης του 1835 που πραγματεύεται το άλμπουμ] φαίνεται πώς στόχος του Καναδά είναι να αφομοιώσει τους Γαλλο-Καναδούς». Φυσικά, είναι λογικό να είναι κάποιος σκεπτικιστής απέναντι σε τέτοιους ισχυρισμούς, που γίνονται στο πλαίσιο της κουλτούρας που όπως είπαμε ο τοπικισμός και ο εθνικισμός αντιμετωπίζονται με θετική διάθεση (συνήθως μέσω του αρχαιολατρικού φαντασιακού του «παγανισμού») και μπορούν εύκολα να αποτελέσουν μία ακόμα απολογητική έκφραση της λευκής φυλετικής ταυτότητας, της βάσης του ρατσισμού, η οποία υφέρπει σε όλες τις υποκουλτούρες που χαρακτηρίζονται από ευρωκεντρική νοσταλγία.
Όμως, στο βαθμό που ισχύουν, θα ήταν ενδιαφέρον εάν θα ήταν δυνατόν η θεώρηση της εθνικής κουλτούρας ενός ως διωκώμενης από ένα κυριαρχικό ευρωπαϊκό πολιτισμό (τον αγγλικό) να επιφέρει μία ανακλαστική συνειδητοποίηση για τον ίδιο τον ευρωκεντρισμό και τα υπόλοιπα προνομιούχα στοιχεία της υποκουλτούρας του. Με μία πρώτη εικόνα, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται πιθανό, όταν οι μπάντες του εκτός από την απόρριψη των σατανιστικών θεματικών, δεν φαίνεται να διαφοροποιούνται ιδιαίτερα από το πρωτο-νορβηγικό πρότυπο της αισθητικής του απομονωτισμού (παγωμένα τοπία, φυσιολατρία), της λατρείας του πολέμου και φυσικά των εθνο-ρομαντικών στοιχείων, που λίγο πολύ υπηρετούν όλα την αισθητική της παραδοσιακής, πατριαρχικής ευρωπαϊκής ταυτότητας. Στην ίδια συνέντευξη όμως, όταν το συγκρότημα ερωτάται για την αντιμετώπιση των αυτόχθονων Ινδιάνων από τους Γάλλους αποίκους του Κεμπέκ, δίνει την ακόλουθη ενδιαφέρουσα απάντηση, η οποία αποκαλύπτει την ιδιαιτερότητα της κεμπιεκ-ιανής κατάστασης.
“I think some people mistake our position regarding the indigenous cultures of Québec. A lot of it was merged into Québécois folklore and assimilated by the people who moved here. It seems there are those who wish to make us the bad guys in this while the American Indians in Québec were treated for a long time with respect and friendship. The men who learned to live with the natives and helped each other throughout these difficult times are a part of our history and we care about and respect this. It is this union, added to the raw hardships faced by settlers that created what you could consider to be the true Québécois men and women. This is true when you look at the family tree of many, many Québécois family. It is very often that you will find native blood along the way. Sadly, the indigenous tribes of Québec were treated with lack of respect at later times and the part they played in Québécois history should be remembered and honoured. We payed tribute to their culture with the track Wendigo”.
Φυσικά, είναι εύκολο να εντοπίσει κανείς την προσπάθεια μετριασμού της ολέθριας επαφής των Ινδιάνων με των αποίκους και την αποποίηση ευθυνών, όμως η αναφορά ότι είναι η ένωση του πολιτισμού (και του «αίματος») των αυτόχθονων με τον ευρωπαϊκό που καθιστά την «αληθινή» κεμπεκιανή ταυτότητα, είναι πολύ ιδιαίτερη επειδή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το ευρωπαϊκό ακροδεξιό φυλετικό αφήγημα, κατά το οποίο το «αληθινό» είναι το καθαρό, που εκτείνεται όσο περισσότερο στο παρελθόν και δεν αναμεινγύεται ποτέ με μη-λευκά στοιχεία. Αποτελεί όμως απαραίτητα αυτό αποποίηση της λευκής ταυτότητας, και συγκρότηση ενός «υγιεινού» πατριωτισμού που στοχεύει όντως στην υπεράσπιση ενός καταπιεζόμενου πολιτισμού; Η απάντηση σε αυτό είναι τόσο περίπλοκη όσο η απάντηση για την αντίστοιχη οπτική του κεμπεκιανού αποσχιστικού κινήματος. Στο επόμενο κείμενο, θα ξεκινήσω με μία ιστορική αναφορά στο κίνημα αυτό, παράλληλα με τις αναφορές στη μουσική σκηνή, ώστε να αναδειχθεί η αλληλεπίδραση μεταξύ μιας εθνικής αφήγησης που βρίσκεται σε συνεχή διαπραγμάτευση και μιας underground υποκουλτούρας.
Social Links: