Δεν εξηγούνται. Αν υποκύψατε, αγαπητή/-έ αναγνώστρια/-στη, στην προσπάθειά μου να μαζέψει αυτό το άρθρο 1.000.000 views σε 3 μέρες, μάλλον δεν θα σας ενδιαφέρει να διαβάσετε παρακάτω. Αν όμως είδατε κι εσείς το βίντεο της Μαρίνας Σάττι και σας γεννήθηκε το ίδιο ερώτημα, τότε οι σκέψεις μου μπορεί να σας κρατήσουν συντροφιά στο απογευματινό σας φρούτο. Αν πάλι δεν τρώτε φρούτο το απόγευμα επειδή έχετε ταυτίσει μία από τις μεγαλύτερες απολαύσεις στη ζωή με το μαμαδίστικο ντισκούρ –όπως ακριβώς κι εγώ–, σας συγχαίρω για αυτή σας την προκατάληψη.
Τον τίτλο του άρθρου τον δανείζομαι από αυτό εδώ το υπέροχο σχόλιο:
–που, εκτός των άλλων, σηματοδοτεί και μια νίκη του Μιχάλη του Σταβέντο –ως στιχουργού– απέναντι στις δυνάμεις που θέλουν να κάνουν την Ελλαδίτσα μας Βενεζουέλα, Κολομβία, Αργεντινή και προσφάτως Περού. Απέναντι ταυτόχρονα και στις δυνάμεις που θέλουν να χρησιμοποιούν εν έτει 2017 τον όρο «χίπστερ» ως πασπαρτού βρισίδι προς όσους θέλουν να τοποθετήσουν απέναντι στη δική τους αισθητική –και κατά γενικό κανόνα είναι οι ίδιοι χιπστέρια. (οh, wait…!)
Διότι απάντηση στο πώς εξηγούνται 1.000.000 βιουζ σε 3 μέρες, χωρίς κανένα έκδηλο κλικμπέιτ, δεν δίνεται από το όντως για να σου πέφτουν τα σαγόνια one-take βίντεο κλιπ και τη χορευτική κατάληψη της Αθηνάς και των δρόμων απέναντι από τη Βαρβάκειο. Ούτε από το ιδιαίτερο χρώμα της φωνής, που δεν καταλαβαίνεις αν ανήκει σε έφηβη ή σε τριαντάχρονη, αλλά χαρακτηρίζεις χωρίς περιστροφές ως κατεξοχήν «νεανική». Κι ακόμη ούτε απλώς από την υφολογία και τη σωματικότητα μουσικής και βίντεο κλιπ, και τη συνύπαρξη μιας υπόρρητης μελαγχολίας με την πιο πανηγυρική εξύμνηση της ορμής προς την ελπίδα –όσο εξαιρετικές κι αν είναι αυτές οι παρατηρήσεις.
Το μέσο, ο Σωλήνας, δίνει σίγουρα μπόλικη και ιδιαίτερη ποιοτικά ώθηση σε όσους μουσικούς επιδιώκουν την πιο άμεση επαφή με το κοινό τους, όμως κι εδώ κάτι δεν κολλάει καλά. Ένα γκουγκλάρισμα αρκεί για να συνειδητοποιήσετε, φίλη/-ε αναγνώστρια/-στη, σε τι μεγάλο κενό έσκασε αυτός ο κεραυνός· για πολλούς, αν όχι για τους περισσότερους, η Μαρίνα Σάττι ήταν ένα άγνωστο όνομα ή τουλάχιστον –όπως και στην περίπτωσή μου– μία φωνή που θα αναγνώριζα μετά από κάνα δυο λεπτά ακρόασης, αλλά και πάλι δεν θα μπορούσα να ονομάσω. Έτσι που το μέσο δεν συμβάλλει απλώς κατά κύριο λόγο στη δημοφιλία του κομματιού, αλλά –πολύ περισσότερο– του αποδίδει και το μεγαλύτερο μέρος της ποιότητάς της. «Της», γιατί δημιουργεί πρακτικές παρακολούθησης, σχεδόν συμμετοχικές: αυτό το δύσμοιρο το «χάζεμα» που κάνουμε, σαν μια μικρή χειραφέτηση από την ανελευθερία γύρω μας.
Το «χάζεμα» δύσκολα πηγαίνει πέρα από κάμποσες δεκάδες δευτερόλεπτα σε κάθε βίντεο. Μέχρι τα δέκα δευτερόλεπτα, η «Μάντισσα» μου είχε τραβήξει την προσοχή. Το αρχικό κυμάτισμα της φωνής μου θυμίζει κάτι από βίντεο κλιπ στο MAD, αλλά ακολουθείται από μια ανεπαίσθητη παύση και μια ηπειρώτικα απότομη πτώση στον τόνο, που διαρκεί μόνο μια συλλαβή και τον μισό χρόνο από την προηγούμενη. Ένα κορίτσι με έντονα ζυγωματικά και βιαστικό βάδισμα έρχεται προς το μέρος μου, αλλά με κατευθύνει, περισσότερο απ’ ό,τι την κατευθύνω εγώ, σε γνώριμους δρόμους, που μου θυμίζουν Εξάρχεια πάνω από την Κάνιγγος και λιγότερο Ψυρρή –να φταίει άραγε αυτή η πτώση; Μάλλον είναι αυτή, πάντως, που φταίει για την αδυναμία μου να το κατανοήσω.
Σκέφτομαι με τι μπορεί να μοιάζει. Εμπρόθετα αγυάλιστο οπτικά, έχει τη λαϊκότητα, το ψιλο-DIY και την πολιτική σχεδόν σπιρτάδα που λείπει από τους Gadjo Dilo –κάτι σαν τίμιο βίντεο από λύκειο των Εξαρχείων που σε τσινάει να στηρίξεις την προσπάθεια των παιδιών. Εμπρόθετα γυαλισμένο ακουστικά, κολλάει στο φολκλόρ και το ηπειρώτικο το ποπ στοιχείο που λείπει τελείως από τους VIC. Όμως, θα μου πείτε, τι σχέση έχουν οι VIC κι οι Gadjo Dilo με τη Μαρίνα Σάττι –εκτός από το ότι και οι τρεις «κατουράνε τον Ypo»;
Η Μάντισσα, στην ουσία, νιώθω ότι είναι το πρώτο ολοκληρωμένο μου παιδί, και συγκεντρώνει –και ίσως σχολιάζει– όλα αυτά που είμαι εγώ και πως βλέπω τον κόσμο γύρω μου. Κάποια στοιχεία της παράδοσης, στοιχεία της κουλτούρας μας –τα οποία ίσως για μερικούς να γράφουν πια ως «υποκουλτούρα»– και στοιχεία της urban ζωής που ζούμε σαν νέοι στο 2017. Κάπως έτσι τη βλέπω τη φάση λοιπόν, και ούσα σε μια απ’ τις πιο εξωστρεφείς και απενοχοποιημένες φάσεις της προσωπικής αλλά και μουσικής μου ζωής.
Υβρίδιο και στην παραμικρή της νότα, και στο παραμικρό της πίξελ, η «Μάντισσα» είναι ένα εντυπωσιακότατο δημιούργημα· απ’ την άλλη, και ένα αυθόρμητο, «απενοχοποιημένο», που δεν φοβάται να εγγραφεί –παρότι δεν θα το ‘θελε– στην «υποκουλτούρα». Περισσότερο βαλκανική, ελαφροπόπ και έθνικ, πατώντας από τη μια σε ηχοτοπία της παράδοσης κι από την άλλη σε εξευγενισμένες οπτικές αναπαραστάσεις μιας πολυπολιτισμικής «urban» ζωής, το αίτημα της «Μάντισσας» είναι κυρίαρχα η ανακατάληψη του «λαϊκού». Κατά πολλές έννοιες, είναι ακριβώς μα ακριβώς αυτό που ονομάζουμε «προϊόν της ποπ κουλτούρας»: αδύνατο να το κατατάξουμε κάπου μονομιάς, κι όμως χτυπώντας όλες τις χορδές της μνήμης· σε κάποια σημεία του φροντισμένο, σε κάποια άλλα όχι· προπαντός, απενοχοποιημένο και στοχεύοντας συνειδητά τα εκατομμύρια βιουζ.
Ξεκίνησα να γράφω αυτό εδώ ακριβώς μετά την πρώτη μέθεξή μου στο κομμάτι. Δεν το ξαναέβαλα παρά μόνο πλησιάζοντας προς το τέλος του, ενώ είχαν προστεθεί 300.000 βιουζ. Όλες αυτές οι σκέψεις σε λίγες μέρες –αν όχι ήδη– θα μοιάζουν ακόμη και σε μένα παράταιρες και ξεπερασμένες, μπροστά στη νέα πραγματικότητα που θα έχει δημιουργήσει μία ενηλικιωμένη πια «Μάντισσα».
Social Links: