Υπάρχει ένα περιστατικό που οι ιστορικοί και οι ιστοριολογούντες επαναλαμβάνουν με κάθε σχεδόν ευκαιρία: το 1932, πάνω σε μια αντιπαράθεση με τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου στη Βουλή, ο Ελευθέριος Βενιζέλος εκφώνησε τον ίδιο του τον επικήδειο λόγο. Τα λόγια του, που χαράχτηκαν και στον τάφο του, ήταν τα εξής:
Ο προκείμενος νεκρός, αγαπητοί φίλοι, ήτο ένας αληθινός άνδρας, με μεγάλο θάρρος, με αυτοπεποίθησιν και δι’ εαυτόν και διά τον λαόν, τον οποίον εκλήθη να κυβερνήση. Ίσως έκαμε πολλά σφάλματα, αλλά ποτέ δεν του απέλειπε το θάρρος, ποτέ δεν υπήρξε μοιρολάτρης, διότι ποτέ δεν επερίμενε από την μοίραν να ίδη την χώραν του προηγμένην. Αλλά έθεσε εις την υπηρεσίαν της όλον το πυρ που είχε μέσα του, κάθε δύναμιν ψυχικήν και σωματικήν.
Αν αφήσουμε στην άκρη το στενά γεγονοτολογικό κομμάτι, θα δούμε ότι πρόκειται για μια κίνηση σπάνιας σημειολογικής πυκνότητας∙ πρόκειται για μια σπουδή πάνω στη σχέση της πολιτικής με τη φθορά και τον θάνατο, για μια περίτεχνη, σχεδόν θεατρική –άλλωστε ο Βενιζέλος ήξερε όσο λίγοι πόσο σημαντικό ρόλο παίζει στην πολιτική ο συμβολισμός– αποστροφή αυτοθαυμασμού και ταυτόχρονα θαυμασμού προς το φαινόμενο της πολιτικής ηγεσίας ως διαχείρισης ενός αξεδιάλυτου μείγματος από λογική, συναίσθημα και θέαμα. Ένα τέτοιο μείγμα αναδεύεται κάθε φορά που ο θάνατος σκεπάζει κάποιον σημαντικό πολιτικό, με αποτέλεσμα διαφορετικά, κάθε φορά, κοκτέηλ.
Το ότι ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης κάποια στιγμή θα πέθαινε ήταν μέχρι πολύ πρόσφατα κάτι σαν τον θάνατο του Ήλιου: ήξερες ότι κάποια στιγμή θα συμβεί, αλλά θεωρούσες ότι ήταν κάτι τόσο μακρινό, ώστε δεν σε αφορούσε. Με τον θάνατό του, όμως, το ανθρωπολογικό μείγμα του φαινομένου της πολιτικής ηγεσίας αναδεύτηκε και πάλι, προσφέροντάς μας πολλά διαφορετικά σφηνάκια –άλλα δροσιστικά και ενδιαφέροντα, άλλα τοξικά και γεμάτα αναθυμιάσεις.
Το βασικότερο σημείο του χωροχρονικού σημείου «θάνατος Μητσοτάκη» είναι ότι πρόκειται για έναν πολιτικό που, όντας 99 ετών, πρόλαβε να ζήσει και να εμπλακεί σε πάρα, μα πάρα πολλά γεγονότα που καθόρισαν, ή έχουμε μάθει να θεωρούμε πως καθόρισαν, την πορεία της χώρας στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Οι συνομήλικοί μου κι εγώ δεν προλάβαμε τον Μητσοτάκη εν ενεργεία, αλλά τον παραλάβαμε και τον μάθαμε μέσα από τα ερμηνευτικά σχήματα «γκαντέμης», «Δράκουλας», και όλα τα συναφή. Αυτά τα αστεία για κάποιον που τα μαθαίνει δευτερογενώς και που δεν έχει ζυμωθεί στην δημιουργία τους φαίνονται συχνά κρυάδες επιπέδου Λαζόπουλου, αλλά, αν τα δούμε με κάποια απόσταση, είναι κομβικά μέρη της δημόσιας πρόσληψης του Μητσοτάκη, όπως λ.χ. η απεικόνιση του Κωνσταντίνου Τσάτσου ως/μαζί με μια κότα στη δεκαετία του 1960.
Είναι, με άλλα λόγια, κομμάτια μιας δημόσιας πολιτικής από κριτική σκοπία, ίσως όχι τόσο εκλεπτυσμένη –αλλά ποιος είπε ότι η πολιτική είναι μόνο προς εκλέπτυνση; Ίσως, αντίστοιχα, αν ζούσαμε το 1960 να σηκώναμε απαξιωτικά το φρύδι βλέποντας τον Τσάτσο ζωγραφισμένο ως κότα. Βέβαια είναι σημαντικό να διαχωρίσουμε την πολιτική κριτική που προέρχεται γνήσια από τα κάτω και εκφράζει μια θέση, από τις συνωμοσιολογίες και την εύκολη αναγωγή των πάντων στον δόλο ή στην υποτιθέμενη έμφυτη κακία κάποιου πολιτικού. Σίγουρα, ο Μητσοτάκης έβλαψε πολύ κόσμο με πολλές πολιτικές του, αλλα αυτό δεν σημαίνει ότι το έκανε επειδή του το είπαν οι Εβραίοι ή επειδή ο ίδιος ήταν Κακός Άνθρωπος. Μπορούμε να βρούμε πολλούς και ισχυρότερους λόγους –κι ας συνοψίζονται γελοιογραφικά στο ότι ζει σ’ ένα κάστρο στα Καρπάθια Όρη.
Αφού πιάσαμε, όμως το α’ πληθυντικό –όσο ασαφές και ολισθηρό κι αν είναι–, ας πιάσουμε και το γ’. Στο πολιτικό κοκτέηλ των ημερών, η πλευρά που ονομάζουμε συμβατικά «φιλελεύθερη» (λυπάμαι τον άνθρωπο που θα προσπαθήσει να εννοιολογήσει κάποτε τις πολιτικές πλευρές της εποχής μας) σήκωσε μια μεγάλη γαλάζια σημαία με τον αποθανόντα στο κέντρο της. Ο Μητσοτάκης χρησιμοποιείται ως ο ήρωας αυτής της πλευράς, ο οποίος ήταν τόσο μπροστά από την εποχή του ώστε κανείς δεν τον κατάλαβε, και ώστε τελικά δεν κατάφερε να τη διαμορφώσει. Ταυτόχρονα, προβλήθηκε ως ένα σύμβολο «αντίστασης» στην παρούσα πολιτική κατάσταση, συχνά με τραγελαφικό λεξιλόγιο που θυμίζει απεγνωσμένα καλέσματα από ασύρματο. Άλλωστε, είναι γνωστή η τάση αυτής της πολιτικής μερίδας να καταφεύγει στην αυτο-μαρτυροποίηση.
Το πιο ενδιαφέρον, όμως, στοιχείο της χρήσης του Μητσοτάκη από την φιλελεύθερη πτέρυγα είναι πολύ πιο υποβόσκον από τις γραφικότητες αυτές ή από την εμφάνιση του Τέως στην κηδεία: σε αρκετά κείμενα σημαντικών εκπροσώπων της, ανιχνεύεται μια τάση αντι-οχλοκρατικού ελιτισμού με αντικείμενο την Αποστασία και τα Ιουλιανά του 1965. Ενδεικτικά, ο Πάσχος Μανδραβέλης συνδέει τον σημερινό ιντερνετικό «όχλο» με τον κόσμο που συγκρουόταν με την αστυνομία στον δρόμο το 1965, ενώ ο Νικόλας Σεβαστάκης –σε μια πολύ πιο ευφυή και προσεκτική διατύπωση– ανατέμνει το αντιδεξιό αίσθημα ως κάτι που αφενός η Αριστερά δεν δικαιούνταν να έχει (διότι αυτό ήταν κεντρώας προέλευσης), αφετέρου ως κάτι που η σημερινή Αριστερά δεν δικαιούται να έχει.
Στην ίδια γραμμή, ο Στάθης Καλύβας αποσυνδέει το αντιδεξιό αφήγημα από την Αριστερά (η οποία πράγματι, δεν το εφηύρε, στην πασοκική του εκδοχή τουλάχιστον) και το πιστώνει στο παραδοσιακό –διάβαζε βενιζελογενές– Κέντρο. Η ουσία του επιχειρήματος, βέβαια, είναι ότι ο φιλελεύθερος (δηλαδή αληθινά Κεντρώος) Μητσοτάκης δεν είχε ποτέ πραγματικά σχέση με τη Δεξιά. Τι μας λέει αυτό; Ότι η σημερινή Νέα Δημοκρατία είναι κάτι που ίπταται πάνω από τον άξονα Αριστερά-Δεξιά, άρα πρέπει να προσγειωθεί ως από Μηχανής Σωτήρας για να σώσει τον τόπο. Κάτι σαν τον Μακρόν, θα έλεγε ίσως κάποιος. Κάτι σαν κρίση ταυτότητας, θα έλεγε ίσως κάποιος άλλος.
Κάποιος τρίτος θα έλεγε ότι πρόκειται για άλλο ένα ξαναγράψιμο της Ιστορίας –υπό τον φακό του παρόντος, όπως γίνεται πάντα– σε μια κατεύθυνση «αντιλαϊκιστική» και αντιαριστερή. Φτάνει πια, μας λέει αυτή η αφήγηση, με την ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς∙ φτάνει πια με τον μύθο του ΕΑΜ, φτάνει πια με το Πολυτεχνείο, φτάνει πια με τις κατακτήσεις της Μεταπολίτευσης, φτάνει πια με την οχλοκρατία της δεκαετίας του ’60. Χρειαζόμαστε μια αποκαθήλωση του λαϊκισμού. Χρειαζόμαστε μια αποκάθαρση του παρελθόντος, ώστε να προχωρήσουμε μπροστά χωρίς αγκυλώσεις, με βάση τις διδαχές του μόνου πραγματικού Φιλελεύθερου, του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Αν ο θάνατος είναι ένα κατεξοχήν κοινωνικό γεγονός, ο πολιτικός θάνατος είναι το ίδιο στο τετράγωνο. Πέρα και πάνω από τον ανθρώπινο πόνο, υπάρχει η πολιτική ως ανθρωπολογικό μίξερ, υπάρχει ο θάνατος ως αφορμή για επανεκκίνηση, υπάρχει η απώλεια ως ξεκαθάρισμα και ως παράδειγμα για όσα δεν κάναμε ή για όσα θεωρούμε ότι κάποιοι μας εμπόδισαν να κάνουμε. Υπάρχει η τραγικότητα της απουσίας ως ευκαιρία προσανατολισμού, ως καμβάς για να στήσουμε το δικό μας νέο αφήγημα, για να καταρρίψουμε το αφήγημα του απέναντι, τιμώντας ταυτόχρονα την πινακοθήκη των ηρώων μας. Κι αν αυτή η πινακοθήκη έχει μονίμως σκαλωσίες και τα εγκαίνια της πτέρυγας που θέλουμε αναβάλλονται επ’ αόριστον, εμείς θα φιλοτεχνούμε συνεχώς νέους, καλύτερους, περισσότερους πίνακες, ώστε όταν έρθει Εκείνη η μέρα να είμαστε αρματωμένοι και έτοιμοι να κόψουμε την κορδέλα –που δεν θα είναι, βέβαια, κόκκινη, αλλά λαμπερή, γενναία, με όλα τα γνωστά, άγνωστα και βγαλμένα από κάθε φαντασία χρώματα που μπορέσαμε ποτέ να επινοήσουμε.
Social Links: