Το καλοκαίρι δεν είναι μόνο η εποχή του κάγκουρα και του μπιτσόμπαρου. Είναι, στον αντίποδα, και η εποχή των βιβλιοφάγων, εκείνων που περιμένουν πώς και πώς τις μέρες των διακοπών όχι τόσο για να μετρήσουν τα μπάνια που θα κάνουν και τα παγωτά που φάνε, αλλά για να πέσουν απερίσπαστοι, μακρυά από υποχρεώσεις και άλλα τέτοια περιττά, με τα μούτρα στα βιβλία.
Βέβαια, αν ανήκετε σ’ εκείνους που φέρουν τον τίτλο του βιβλιοφάγου με περηφάνια, με τιμή και, ας το παραδεχθούμε, με μια μικρή δόση σνομπισμού ως προς τον υπόλοιπο πληθυσμό, ίσως ταραχτείτε να μάθετε ότι ο ανταγωνισμός είναι μεγάλος. Όχι μόνο γιατί πάντα θα υπάρχουν αυτοί που θα έχουν διαβάσει περισσότερα βιβλία από σας, αλλά γιατί κάποιοι πήραν το πράγμα κυριολεκτικά.
Η κυριολεκτική βιβλιοφαγία είναι μια υπόθεση που εμφανίζεται κατά καιρούς σε διάφορα μέρη του κόσμου. Στα Ιμαλάια για παράδειγμα, το έθιμο θέλει αν είσαι άρρωστος και θες να γιάνεις, να φας ένα μικρό κομμάτι χαρτιού από τις εκεί ιερές γραφές – κάτι σαν ξεμάτιασμα στο ακόμη πιο παγανιστικό.
Από την άλλη, δεν χρειάζεται να ψάξουμε τόσο μακρυά. Περιπτώσεις κυριολεκτικής βιβλιοφαγίας υπάρχουν, δύο μάλιστα, στην Αγία Γραφή, όπου προφήτες προκειμένου να δουν και να καταλάβουν τα γενόμενα έπρεπε πρώτα να φάνε από ένα θείο βιβλίο.
Πρώτα απ’ όλα στον Ιεζεκιήλ (γ’.1-3): “Καί εἶπε πρός με· υἱέ ἀνθρώπου, κατάφαγε τήν κεφαλίδα ταύτην καί πορεύθητι καί λάλησον τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραήλ. καί διήνοιξε τό στόμα μου, καί ἐψώμισέ με τήν κεφαλίδα καί εἶπε πρός με· υἱε ἀνθρώπου, τό στόμα σου φάγεται, καί ἡ κοιλία σου πλησθήσεται τῆς κεφαλίδος ταύτης τῆς δεδομένης εἰς σέ. καί ἔφαγον αὐτήν, καί ἐγένετο ἐν τῷ στόματί μου ὡς μέλι γλυκάζον”.
Αργότερα, στον Ιωάννη της Αποκάλυψης (ι’.8-10): “Καί ἡ φωνή ἣν ἤκουσα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, πάλιν λαλοῦσα μετ᾿ ἐμοῦ καί λέγουσα· ὕπαγε λάβε τό βιβλιδάριον τό ἀνεῳγμένον ἐν τῇ χειρί τοῦ ἀγγέλου τοῦ ἑστῶτος ἐπί τῆς θαλάσσης καί ἐπί τῆς γῆς. καί ἀπῆλθα πρός τόν ἄγγελον, λέγων αὐτῷ δοῦναί μοι τό βιβλιδάριον. καί λέγει μοι· λάβε καί κατάφαγε αὐτό, καί πικρανεῖ σου τήν κοιλίαν, ἀλλ᾿ ἐν τῷ στόματί σου ἔσται γλυκύ ὡς μέλι. καί ἔλαβον τό βιβλίον ἐκ τῆς χειρός τοῦ ἀγγέλου καί κατέφαγον αὐτό, καί ἦν ἐν τῷ στόματί μου ὡς μέλι γλυκύ· καί ὅτε ἔφαγον αὐτό, ἐπικράνθη ἡ κοιλία μου”.
Η κυριολεκτική αυτή βιβλιοφαγία ερμηνεύεται συνήθως υπό το πρίσμα της ανάγκης της βιωματικής κατανόησης του Λόγου του Θεού, ή αλλιώς, της αναπόφευκτης ανεπάρκειας του κάθε αναγνώστη να συλλάβει πλήρως και χωρίς παρανοήσεις το νόημα του όποιου κειμένου – όχι μόνο θείου, αλλά εντέλει και κοσμικού ή και τελείως ασήμαντου. Ο λόγος του Θεού είναι γλυκός, όπως διαβεβαιώνουν και οι Ψαλμοί “τά κρίματα Κυρίου ἀληθινά, δεδικαιωμένα ἐπί τό αὐτό, ἐπιθυμητά ὑπέρ χρυσίον καί λίθον τίμιον πολύν καί γλυκύτερα ὑπέρ μέλι καί κηρίον” (ιη’.10-11 ), και “ὡς γλυκέα τῷ λάρυγγί μου τά λόγιά σου, ὑπέρ μέλι τῷ στόματί μου” (ριη’.103), είναι όμως και δυσνόητος, όπως και κάθε ενέργειά του.
Δεν είναι τυχαίο για παράδειγμα ότι το μάννα που έστειλε ο Θεός για να ταΐσει τους περιπλανώμενους στην έρημο Ιουδαίους σημαίνει κυριολεκτικά “τι είναι αυτό;”: “ἰδόντες δέ αὐτό οἱ υἱοί ᾿Ισραήλ εἶπαν ἕτερος τῷ ἑτέρῳ· τί ἐστι τοῦτο; οὐ γάρ ᾔδεισαν, τί ἦν”. (Έξοδος ιε’.15) – και ξανά “καί ἐκάκωσέ σε καί ἐλιμαγχόνησέ σε καί ἐψώμισέ σε τό μάννα, ὃ οὐκ ᾔδεισαν οἱ πατέρες σου, ἵνα ἀναγγείλῃ σοι, ὅτι οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ὁ ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ἐπί παντί ρήματι τῷ ἐκπορευομένῳ διά στόματος Θεοῦ ζήσεται ὁ ἄνθρωπος” (Δευτ. η’.3).
Μ’ αυτή την έννοια είναι ταιριαστό που αυτά τα παραδείγματα της κυριολεκτικής βιβλιοφαγίας ανήκουν στην πρώτη ίσως τόσο έντονα βιβλιοκεντρική / κειμενοκεντρική παράδοση στην ιστορία της ανθρωπότητας – την εβραϊκή. Δίνουν μια εντυπωσιακή, αν και ομολογουμένως όχι τόσο ρεαλιστική στην εφαρμογή της, απάντηση στην κριτική που διατυπώνει ο Πλάτωνας στον γραπτό λόγο, κυρίως στον Φαίδρο και την 7η Επιστολή: ότι δηλαδή, μεταξύ των άλλων το γραπτό κείμενο αποτελεί ένα είδωλο, μια απείρως υποδεέστερη οδό προς την αλήθεια έναντι της διαλεκτικής, η οποία επιτρέπει την άμεση διασαφήνιση των αποριών μέσα από τη συζήτηση, την αποφυγή των παρανοήσεων και την αποκαλυπτική προσέγγιση της γνώσης.
Η βιβλιοφαγία μάλιστα, έχει εμπνεύσει και πιο πρακτικές λύσεις για το πρόβλημα της σχέσης με το νόημα. Ανάμεσα σ’ αυτές, και εφόσον μιλάμε για ιερά κείμενα, ξεχωριστή θέση κατέχει η Lectio Divina ή θεία ανάγνωση, που ξεκινά μάλλον από τον Ωριγένη στον 2ο μ.Χ αιώνα και κωδικοποιείται από τους μοναχούς του 12ου αιώνα. Η Lectio Divina έχει τέσσερα στάδια: πρώτα “παίρνεις μια μπουκιά” του κειμένου (lectio – ανάγνωση), μετά το “μασάς” (meditatio – διαλογισμός), στη συνέχεια “γεύεσαι την ουσία του” (oratio – προσευχή) και στη τέλος το “χωνεύεις” κάνοντάς το κυριολεκτικά μέρος του σώματός σου (contemplatio – αναστοχασμός).
Βεβαίως, από την άλλη, δεν είναι ανάγκη να δει κανείς αυτά που ο Πλάτωνας εντοπίζει ως ελαττώματα του κειμενοκεντρισμού ως κατ’ ανάγκη αρνητικά. Πολλοί καβαλιστές για παράδειγμα, πιστεύουν ότι η Πεντάτευχος περιέχει όλο το νόημα του σύμπαντος, και η αναζήτηση του, μέσω εργαλείων όπως οι αναγραμματισμοί και η γεματρία (η απόδοση αριθμητικής τιμής σε κάθε λέξη) βοηθά στην σταδιακή αποκάλυψή του, όσο κι αν αυτό είναι στην ολότητά του μη προσβάσιμο – μια ιδέα που αξιοποίησε απολαυστικά ο Μπόρχες σε πολλά του διηγήματα. Το ίδιο πάνω-κάτω, ή ακριβώς το αντίθετο, λένε οι μεταμοντέρνοι αποδομιστές, όπως ο Ντεριντά που, ειδικά στο Πλάτωνος Φαρμακεία ασχολείται ακριβώς με τον Φαίδρο: ο λογοκεντρισμός, υποστηρίζουν οι μεταμοντέρνοι είναι μέσο επιβολής. Αντιθέτως η ασάφεια, η απόρριψη του ενός και μόνου νοήματος και η ενθάρρυνση της παρερμηνείας και της παρανάγνωσης είναι απελευθερωτικές πρακτικές.
Την πιο εντυπωσιακή όμως λύση στο πρόβλημα της κειμενικότητας, της αντιστοίχησης της περατότητας της ανθρώπινης νόησης με το άπειρο νόημα της ύπαρξης, τη δίνει ξανά ο Χριστιανισμός. Ο κατά την χριστιανική πίστη ενσαρκωθείς Λόγος του Θεού, ο Ιησούς Χριστός όχι μόνο υπενθυμίζει το χωρίο του Δευτερονομίου για το μάννα “οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ἐπί παντί ρήματι ἐκπορευομένῳ διά στόματος Θεοῦ” (Ματθ δ’.4, Λουκ. Δ’.4), αλλά και προσφέρει κυριολεκτικά τον εαυτό του ως νέο μάννα για τη γεφύρωση του περατού και του άπειρου. Μ’ αυτή την έννοια, η βιβλιοφαγία του Ιεζεκιήλ και του Ιωάννη ερμηνεύεται στον Χριστιανισμό ως προεικόνιση της Θείας Κοινωνίας, της εγκόλπωσης και συμμετοχής στο σώμα και αίμα του Χριστού – Λόγου, με την οποία το Νόημα παύει να είναι κείμενο που αναπόφευκτα αντι-κειται κλειστό και μη προσβάσιμο, και πλέον εσωτερικεύεται στην ολότητά του.
Μετά απ’ όλα αυτά, ξανασκεφτείτε πόσο βιβλιοφάγοι είστε στην πραγματικότητα – και καλές σας αναγνώσεις, θείες και κοσμικές, κι ακόμα καλύτερες παρανοήσεις!
Social Links: