Είναι αρκετά τα βιομηχανικά συγκροτήματα που άφησε ο 19ος και ο 20ός αιώνας διάσπαρτα στη χώρα μας. Τα περισσότερα έχουν τη δική τους σημαντική σελίδα στην ιστορία, αλλά και τη δική τους ξεχωριστή αρχιτεκτονική αξία. Κάποια από αυτά έχουν αξιοποιηθεί πλήρως (όπως το Γκάζι), άλλα όμως είναι αφημένα να καταρρέουν καθημερινά, με τις όποιες μνήμες να εξαφανίζονται αργά μαζί τους. Υπάρχει όμως ένα τέτοιο συγκρότημα που παρά την εγκατάλειψη, ξεχωρίζει με τη μοναδικότητα που το περιτριγυρίζει.
Κατηφορίζοντας τον ιδιαίτερα κακοτράχαλο δρόμο στο Παλιόρεμα της Μήλου, μπορεί κανείς από αρκετά νωρίς να αισθανθεί τη χαρακτηριστική βαριά μυρωδιά του θειαφιού, που γίνεται εντονότερη καθώς πλησιάζεις στην παραλία Θειάφες. Φτάνοντας, οι εντυπωσιακές πέτρινες βιομηχανικές εγκαταστάσεις κυριαρχούν στις πλαγιές.
Πριν από περίπου 90.000 χρόνια, η ηφαιστειακή δραστηριότητα που σχημάτισε τη Μήλο σταμάτησε και το θειάφι ήταν ένα από τα πολλά στοιχεία που αποτελούσαν πλέον τον γεωλογικό πλούτο του νησιού. Στις αρχές του 1860 άρχισε η εξόρυξη των κοιτασμάτων θείου χωρίς να αποφέρει όμως τα επιθυμητά αποτελέσματα. Τη δεκαετία του 1930 η τότε διοίκηση αναδιοργάνωσε τα θειωρυχεία και κατασκεύασε τις εγκαταστάσεις που δεσπόζουν -ως ερείπια σήμερα- σκαρφαλωμένες στα σκαμμένα από άνεμο και άνθρωπο βράχια.
Περπατώντας σε αυτά τα ερείπια, βλέπεις τα ογκώδη και βαριά μηχανήματα, τις ράγες με τα βαγονέτα και σωρούς σίδερου, ξύλου και πέτρας. Συνεχίζοντας, φτάνεις στα κτήρια διοίκησης και τις αποθήκες. Τα ανταλλακτικά και τα εργαλεία είναι ακόμη τακτοποιημένα στα ράφια τους, ενώ σκόρπιες στον χώρο βρίσκονται σελίδες από τα αρχεία του θειωρυχείου. Από πάνω σου ταλαντεύονται με θόρυβο από τον άνεμο τα απομεινάρια της τσίγκινης σκεπής.
Τέλος, φτάνεις στα μικρά δωμάτια των εργατών. Εκεί έχουν απομείνει τα κρεβάτια τους, οι σόμπες και τα ντουλάπια τους, καθώς και ελάχιστα σκεύη, όσα δεν αφαιρέθηκαν από τους επισκέπτες. Η ζωή των εργαζομένων ήταν ιδιαίτερα σκληρή και λόγω του δυσπρόσιτου της περιοχής αναγκάζονταν να κατοικούν στους κοιτώνες του συγκροτήματος. Τα εργατικά ατυχήματα ήταν πολύ συχνά, όπως και οι μακροχρόνιες επιπλοκές στην υγεία των εργατών. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά, αρκετοί εξόριστοι μεταφέρθηκαν στα θειωρυχεία που πλέον είχαν διαμορφωθεί ως μια μικρή κοινότητα. Τα προβλήματα όμως με τη διοίκηση ξεκίνησαν αρκετά νωρίτερα και εντάθηκαν σημαντικά αμέσως μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Αν είναι κανείς τυχερός, μπορεί μέσα στα χαλάσματα να βρει σκουριασμένες μάρκες, από αυτές που δίδονταν στους εργάτες αντί χρημάτων για τις αγορές τους από την καντίνα και το εστιατόριο. Οι πληρωμές τους καθυστερούσαν πολλούς μήνες, οι συνθήκες διαβίωσης και εργασίας χειροτέρευαν, ενώ κάθε απόπειρα απεργίας αντιμετωπιζόταν με σκληρή καταστολή που ξεκίνησε με τη μη απόδοση μισθών ή συσσιτίου, για να συνεχίσει με μαζικές απολύσεις και το 1956 με εγκατάσταση τμήματος χωροφυλακής με πολυβόλο στον χώρο εργασίας. Δύο χρόνια αργότερα τα ορυχεία έκλεισαν οριστικά, μη μπορώντας να ανταποκριθούν ούτε στην παραγωγή θείου, αλλά ούτε και στις εργασιακές υποχρεώσεις.
Τα κτήρια έμειναν να ερημώσουν άθικτα. Ο χώρος είχε μετατραπεί σε μια εκτεταμένη χρονοκάψουλα διατηρώντας στη θέση του όλο τον εξοπλισμό αλλά και τα αντικείμενα καθημερινής χρήσης των εργαζομένων, με την ελπίδα πως κάποια στιγμή θα συνέχιζε τη λειτουργία. Όταν τη δεκαετία του 1970 έφυγε και ο τελευταίος φύλακας, η ελπίδα αυτή έσβησε οριστικά και η φύση με τον χρόνο άρχισαν το έργο τους.
Λόγω του δυσπρόσιτου της περιοχής, αλλά και του μειωμένου τουριστικού ενδιαφέροντος τις πρώτες δεκαετίες μετά την εγκατάλειψη, η ανθρώπινη παρέμβαση στον χώρο ήταν ελάχιστη. Τη δεκαετία του 1990 πολλά αντικείμενα διασώθηκαν και εκτίθενται στο Μεταλλευτικό Μουσείο Μήλου, αλλά ο βαρύς βιομηχανικός εξοπλισμός παρέμεινε στη θέση του.
Το τοπίο και τα κτήρια πλέον έχουν γίνει ένα· τα χρώματα της σκουριάς των σιδερένιων μηχανημάτων αναμειγνύονται με την οξείδωση των βράχων και η κατάλευκη ηφαιστειακή άμμος αποτελεί συνέχεια του δυνατού φωτός του ήλιου. Η πέτρα παραμένει πάντα πέτρα. Πολλές φορές στη φωτογραφία το χρώμα δεν έχει τίποτα παραπάνω να προσφέρει απ’ όσα δίνει το φως. Στα θειωρυχεία της Μήλου ο χρόνος ένωσε κτήρια και αντικείμενα με τη γη, κάνοντας τα λιγοστά αυτά χρώματα να φαίνονται περιττά.
Social Links: