1947
Σκηνοθεσία : Michael Powell και Emeric Pressburger
Διάρκεια : 1 ώρα και 40 λεπτά
Είδος :Δράμα
H Deorah Kerr στην ταινία “Μαύρος Νάρκισσος” υποδύεται την ηγουμένη ενός τάγματος που καλείται να φτιάξει μια μονή σε ένα χωριό των Ιμαλαϊων. Σκοπός του εγχειρήματος είναι να βοηθηθούν οι κάτοικοι , ωστόσο οι συνθήκες δεν είναι ευοίωνες και απρόσμενα πρακτικά, διανοητικά και ψυχικά ζητήματα προκύπτουν .
Η θρησκεία και η φύση ανέκαθεν ενέπνεαν τις τέχνες, η τέχνη του κινηματογράφου δεν αδιαφορεί για αυτές τις πηγές έμπνευσης και γεννά, ενίοτε, αριστουργήματα, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Black Narcissus.
Ξεκινώντας να μιλάω για αυτή την ταινία, την πρώτη σκέψη μου διεκδικεί το τοπίο, φυσικό ή τεχνητό. Η μονή του Black Narcissus δεν είναι συνηθισμένη, καθώς στο παρελθόν ήταν παλάτι, έτσι πέρα από την αίσθηση του εγκλεισμού , αναδύει και μια αύρα ηδονής. Το φυσικό τοπίο βρίσκεται σε οργιαστική αναπαραγωγική διάθεση και, ενώ είναι αχανές, δεν προσφέρει σημεία διαφυγής. Οι σκηνοθέτες θέτουν τα δύο τοπία σε διάλογο συγκρούσεων και ομοιοτήτων και καθιστούν τον τόπο κύριο αντίπαλο δέος της πρωταγωνίστριας …ίσως και ημών .
Η φωτογραφία του Jack Cardiff δε λειτουργεί ενισχυτικά μόνο στο πολύχρωμο καμβά των αντιθέσεων του τόπου, αλλά ανάγει ολόκληρη την ταινία σε ένα πίνακα ζωγραφικής υψηλών αξιώσεων. Κάθε λήψη είναι προσεγμένη, θερμά και παγωμένα χρώματα διαπλέκονται σε ένα κράμα , που μεταφέρει τις αισθήσεις μας στους εξωτικούς αυτούς τόπους και μας υποβάλλει στο ψυχισμό των καταστάσεων. Παράλληλα, η δομή των πλάνων είναι εντυπωσιακά πολλές φορές συμμετρική επιβεβαιώνοντας την αίσθηση αριστουργηματικού πίνακα που προσφέρει η ταινία.
Οι ερμηνείες είναι κάτι παραπάνω από πειστικές, η εσωτερική πάλη των μοναχών σκιαγραφείται αποδοτικά μέσα από τα φαντάσματα του προσωπικού τους παρελθόντος, τα οποία ακατάπαυστα ανακαλούνται. Η ευτυχής λήθη της εγκόσμιας ευρωπαϊκής ζωής τους παύει και καλοκλειδωμένες ευχάριστες-δυσάρεστες αναμνήσεις αναφύονται προκαλώντας διλλήματα πειρασμού. Εξαιρετικές είναι οι ερμηνείες των Deporah Kerr και Kathleen Byron ενώ οι δεύτεροι ρόλοι έχουν νόημα ύπαρξης και χαρακτήρα. Η ταύτιση με τα κύρια πρόσωπα του δράματος επιτυγχάνεται υπογείως .Ο θεατής χωρίς να το αντιλαμβάνεται , στρέφεται έναντι του εαυτού του , διερωτάται περί εννοιών σωστού και λάθους και παρατηρεί τον ατέρμονο αγώνα του εγώ με τον κόσμο, μέσα από την παρατήρηση των μοναχών.
Ένας ικανός αρωγός για τη διαφυγή των γυναικών ίσως ήταν η ενασχόληση με τους κατοίκους. Οι γηγενείς, ωστόσο, δε διαφέρουν από το τοπίο, εναρμονισμένοι με αυτό υπακούουν σε θυμικά, ζωικά, παγανιστικά ένστικτα και στέκουν ως ενισχυτικοί δαίμονες στη σύγχυση τους. Οι Σειρήνες βρίσκονται παντού και βρίσκουν ανταπόκριση στο πρόσωπο μιας καλόγριας (Kathleen Byron) η οποία αν και ψυχασθενική καταδεικνύει τα απωθημένα , τις στερήσεις και τις νευρώσεις της αφύσικης μοναχικής εγκράτειας .
Η ταινία διαποτίζεται στο σύνολό της από πλήθος συμβολισμών, μοτίβων και αντιθέσεων, λ.χ το καμπαναριό, το τοπίο, η μονή. Η τελική σύγκρουση τα συγκεφαλαιώνει αποδίδοντας ένταση και αγωνία, ικανοποιώντας κάθε προσδοκία που δημιουργήθηκε κατά την εξέλιξη του δράματος.
Ας σημειώσω εδώ πως το Black Narcissus βασίζεται σε βιβλίο της Rumer Godden, το οποίο είχε δεχτεί διφορούμενες κριτικές και αναμενόταν πως παρόμοιες στάσεις θα προκαλούσε και η ταινία. Ίσως σήμερα να μην γίνεται τόσο αντιληπτή η προκλητική υφή της, ωστόσο πραγματεύεται μια θρησκευτική παράμετρο με καθαρά απομυθοποιητική διάθεση και παρουσιάζει με αριστοτεχνική εμμεσότητα μια έντονη γυναικεία σεξουαλικότητα, σε μια περίοδο θρησκευτικού και σεξουαλικού συντηρητισμού .
Οι σκηνοθέτες Michael Powell και Emeric Pressburger είναι αξεπέραστο δίδυμο στις συνεργασίες τους . Οι θεματολογίες, τα σύνθετα νοήματα και η ικανότητα τους να τους κάνουν οικείους τους ξένους κόσμους , μαγεύουν και καθιστούν τους δύο άντρες συνοδοιπόρους των θεατών , καθώς οι ταινίες τους επενεργούν στο νου για πολύ καιρό μετά την προβολή τους. Ο Μαύρος Νάρκισσος είναι ένα ακόμη λουλούδι τους , έτοιμο να προσφέρει τέρψη και ερωτηματικά σε κάθε θέαση του .
Social Links: