Όταν μια σχέση τείνει να τελειώσει δεν είσαι το καλύτερο άτομο στον κόσμο. Απελευθερώνεις όλες τις κακές σου τάσεις. Λες όλες τις κουβέντες που ντρέπεσαι να πεις. Ξέρεις πως αργότερα θα μετανιώσεις όλα αυτά που λες. Και πως όλα αυτά γίνονται για να ζυγίσεις τα πράγματα αργότερα, να τ’ αναλύσεις και να καταλήξεις. Έτσι είχα κάνει κι εγώ. Είχα ζυγίσει τα πάντα, είχα αναλύσει τα πάντα κι είχα αναβάλλει πάρα πολλές φορές αυτό το χωρισμό – αρκετές, δηλαδή, για να φθάσει ο κόμπος στο χτένι.
Του έστειλα το μήνυμα του χωρισμού και μου είπε ότι έχω να του δώσω τα πράγματά του. Σιχαινόμουν αυτή τη διαδικασία. Ήθελα να ποινικοποιηθεί μια ημέρα μα θυμήθηκα ότι σιχαινόμουν εξίσου ό,τι είχε σχέση με νόμους και δικηγορίστικα. Έπρεπε κάποια στιγμή ν’ αποδεχθώ ότι έτσι τελειώνουν όλες οι σχέσεις, με το να πάρει ο καθένας τα δικά του πράγματα – και τα κομμάτια του – και να συνεχίσει τη ζωή του με βάση το στίγμα της σχέσης σας, αυτού του διαστήματος που ήσασταν σημαντικοί ο ένας για τον άλλον.
Ενώ περίμενα την απάντησή του, έπινα τα ποτά της παρηγοριάς με την Πηνελόπη.
«Έκανες το σωστό» μου έλεγε.
Ειρωνεία. Η Πηνελόπη είχε χειρότερο ιστορικό στις νεκρές σχέσεις από ‘μένα. Πάντα εγώ την παρότρυνα να φύγει από μια σχέση της όταν αυτή δεν πήγαινε άλλο. Τώρα οι ρόλοι είχαν αντιστραφεί. Ήμασταν οι τέλειες υποκρίτριες.
Τρεις το πρωί. Φασωνόμουν μ’ έναν τύπο που είχα μόλις γνωρίσει. Ο Ραφαήλ μου είχε απαντήσει να περάσω από το μετρό το επόμενο πρωί να του δώσω τα πράγματά του κι εγώ δεν είχα προλάβει να κλάψω. Ήμουν αρκετά απασχολημένη.
«Πάμε σπίτι μου;» με ρώτησε ο τύπος.
Στην κατάστασή μου θα έλεγα «ναι» σε πυρηνική καταστροφή.
Με ξύπνησε το επόμενο πρωί η κλήση του Ραφαήλ.
«Θα έρθεις;» έκανε.
«Ναι, ναι, σε μια ώρα» έκανα νυσταγμένα.
Ο Αρτέμης – όπως τον έλεγαν τον τύπο από το προηγούμενο βράδυ – άνοιξε εκείνη τη στιγμή τα μάτια του.
«Όλα καλά;» με ρώτησε.
Τον φίλησα στο μάγουλο.
«Όλα καλά» έκανα ναζιάρικα. «Μου κάνεις μια χάρη;»
«Ό,τι θες» είπε αυτός.
Πείθεται εύκολα, σκέφτηκα.
«Έχω να δώσω κάτι πράγματα στο μετρό Χολαργός» του εξήγησα. «Θα μπορούσες να με πετάξεις προς τα εκεί;»
«Βέβαια» έκανε.
Καλό παιδί. Θα πάει στον Παράδεισο. Θα του πω να μου στείλει καρτ ποστάλ γιατί δε νομίζω να δέχονται άτομα με δυσλειτουργικό συκώτι εκεί – φυσικά και θα πέθαινα με δυσλειτουργικό συκώτι αφού έκανα ήδη κόπο από τώρα.
Είχα τα πράγματα του Ραφαήλ στην τσάντα μου. Τα κουβαλούσα σε περίπτωση που μου έλεγε να τα γυρίσω σύντομα. Εν τέλει δε θα του έφερνα μόνο αυτά – θα του έφερνα και την απόδειξη ότι είμαι καλά και χωρίς αυτόν.
«Διάλεξε ένα δίσκο» έκανε ο Αρτέμης όταν μπήκαμε στο αμάξι.
The Offspring. Americana. Γιατί το πρωινό ξύπνημα με πανκ δεν είναι ποτέ λάθος. Ο Αρτέμης εκτίμησε την επιλογή μου. Τραγουδούσε το Have You Ever. Εγώ είχα μείνει να σκέφτομαι το στίχο «someday I’ll get it straight but not today». Ήταν ψηλά στον κατάλογο των στίχων που συνόψιζαν τη ζωή μου.
Φαντασιωνόμουν τη ζήλια στο πρόσωπό του. Δε θ’ άντεχε να με δει τόσο γρήγορα μ’ άλλον. Θα έπαιρνα την εκδίκησή μου. Έβγαλα την αντζέντα μου. «Εκδίκηση» έγραψα σε μια σελίδα. Το έσβησα αμέσως. Όχι, δε θα γινόμουν ίδια μ’ αυτόν. Δε θα έπαιρνα καμία εκδίκηση.
«Μπορείς να μ’ αφήσεις στο Σύνταγμα;» ρώτησα τον Αρτέμη.
«Οκ» έκανε αυτός.
Βαθιά ανάσα. Βγήκα από το μετρό κι ετοιμάστηκα να του δώσω τα πραγμάτα του. Ένα φούτερ κι ένα βιβλιό του. Τον είδα να καπνίζει έξω από το σταθμό. Τον χαιρέτησα τόσο τυπικά που πόνεσε. Έκανα το σωστό, σκέφτηκα. Έφυγα γρήγορα για να μη δει να κλαίω. Προσπάθησα να φανταστώ την επόμενη ημέρα χωρίς αυτόν – η σχέση μας μου είχε δημιουργήσει αυτήν την παγίδα.
«Θα είσαι καλύτερα!» φώναξα στο είδωλό μου στο τζάμι του μετρό.
Φυσικά κι έμαθε η μάνα μου για το χωρισμό. Δεν έμενε τίποτα κρυφό από εμένα.
«Τον χώρισα» της εξήγησα.
«Γιατί πάντα μπλέκεις με τα λάθος άτομα;» με ρώτησε.
Trigger ερώτηση. Τις συνήθιζε.
«Οι νευρώσεις ξεκινάνε από την οικογένεια» έκανα.
Φυσικά την είχα εκνευρίσει. Η έκβαση κάθε τέτοιας συζήτησης. Ήταν έτοιμη να μου φωνάξει μα ευτυχώς εκείνη τη στιγμή είχε μπει σπίτι η Χρύσα κι έπρεπε ν’ ασχοληθεί μαζί της. Εγώ αποφάσισα να στραφώ στον καπιταλισμό. Πήγα ν΄αλλάξω μια αποτυχημένη αγορά. Πηγαίνοντας να πληρώσω τη διαφορά στην ταμία, χτύπησε το κινητό για μήνυμα. Ραφαήλ. Απάντησε το μεθυσμένο μου μήνυμα μερικά εικοσιτετράωρα μετά;, σκέφτηκα. Δεν ξέρει ότι δεν τ’ απαντάνε συνήθως; Ούτε που θυμόμουν τι του του είχα γράψει – υπάκουα στο νόμο που έλεγε ότι τέτοια μηνύματα τα σβήνουμε.
«Επείγον, πάρε με» έγραφε.
Τι μπορεί να συμβαίνει;, αναρωτήθηκα τρομαγμένη. Τον πήρα. Δεν απάντησε. Θα με πάρει αυτός, είπα. Άφησα να περάσουν δυο ώρες. Ακόμα είχα την αγωνία του. Δε μπορούσα να συγκεντρωθώ στη σειρά που έβλεπα. Μόνο κοιτούσα συνεχώς το κινητό μου γεμάτη άγχος.
«Πάρε με» μου έγραψε. «Σε χρειάζομαι»
Τον ξαναπήρα.
«Έλα κέντρο» έκλαιγε. «Είναι ανάγκη»
Πήρα το αμάξι. Έτρεχα γρήγορα – γινόμουν αθηναία οδηγός. Είχα πραγματικά αγχωθεί. Κι αν είχε πάθει κάτι κακό; Τι θα μπορούσε να ταν αυτό; Κι αν ήταν όντως κάτι σοβαρό;
Τον συνάντησα κοντά στο Πανεπιστήμιο. Έδειχνε να ‘ναι μια χαρά. Με νευρίασε. Δικαιολογία να με πηδήξει ψάχνει;, σκέφτηκα.
«Τι ήθελες;» τον ρώτησα όσο πιο ψύχραιμα μπορούσα.
«Τα πράγματα δεν είναι καλά» έκανε με μελαγχολικό ύφος.
Αυτό το συναισθηματικό rollercoaster δεν έλεγε να σταματήσει. Δε μπορούσα πια να προσδιορίσω πώς ένιωθα. Η συμπεριφορά του με τρόμαζε. Δε μπορούσα πια να προβλέψω τίποτα σχετικά μ’ αυτόν.
«Είσαι ένα γαμημένο θύμα!» μου φώναξε.
Δε μπορούσα να μιλήσω. Είχα παγώσει.
«Έχεις αποτύχει στα πάντα!» φώναζε. «Όλοι σε μισούν! Καριόλα!»
Πρέπει να μου είπε κι άλλα. Από το σοκ οι λέξεις έφευγαν κι η ερμηνεία τους έμενε. Δε μπορούσα να φύγω. Δεν είχα καμία δύναμη πια. Για την ακρίβεια, ένιωθα ταπεινωμένη. Πίστευα όλες τις λέξεις του – ότι ήμουν η χειρότερη, ότι άξιζα κάθε δάκρυ μου, κάθε αίσθηση ότι είχα πέσει χαμηλά, κάθε επίθεσή του. Η συνειδητοποίηση αυτή μ’ έκανε να νιώσω πως είχα πεθάνει. Εγώ, τα συναισθήματά μου, οι δυνατότητες μου, τα όνειρα μου, όλα είχαν πεθάνει.
Social Links: